Τα απομνημονεύματα της Άνγκελα Μέρκελ, με τίτλο «Ελευθερία: Αναμνήσεις 1954-2021», κυκλοφορούν σήμερα, 26 Νοεμβρίου, σε 30 χώρες.
Στο βιβλίο της, η πρώην καγκελάριος της Γερμανίας αναφέρεται σε κρίσιμα γεγονότα της πολιτικής της καριέρας, συμπεριλαμβανομένων των σχέσεών της με Έλληνες πρωθυπουργούς, όπως οι Αλέξης Τσίπρας, Γιώργος Παπανδρέου και Αντώνης Σαμαράς. Το έργο έχει προκαλέσει ήδη αντιδράσεις και έχει γίνει best seller προτού καν κυκλοφορήσει. Η Μέρκελ υπερασπίζεται τις πολιτικές της και προσφέρει προσωπικές αναμνήσεις που φωτίζουν την πολιτική σκηνή της Ευρώπης.
Το iefimerida εξασφάλισε αυτούσια αποσπάσματα της ελληνικής έκδοσης, που κυκλοφορεί σήμερα και παρουσιάζει τους τρεις πρωθυπουργούς της χώρας μέσα από τα μάτια της καγκελαρίου, η οποία έχει παίξει κομβικό ρόλο στην σύγχρονη Ιστορία της χώρας κατά τη διάρκεια της δημοσιονομικής κρίσης.
Αξίζει να σημειωθεί πως, όπως προκύπτει από τα αποσπάσματα, εκτενείς είναι οι αναφορές της στην περίοδο των μνημονίων και στις διαβουλεύσεις με τις τρεις εκλεγμένες ελληνικές κυβερνήσεις. Αρχικά με την κυβέρνηση Παπανδρέου στην πρώτη φάση των μνημονίων, την κυβέρνηση του Α. Σαμαρά που ακολούθησε, και την κυβέρνηση του Α. Τσίπρα, επί των ημερών της οποίας υπήρχαν οι δραματικές κορυφώσεις των διαπραγματεύσεων με το Grexit, το δημοψήφισμα, αλλά και η έξοδος της χώρας από την επιτροπεία των μνημονίων.
«Δεν υπήρχε σημείο συνεννόησης με τον Γιώργο Παπανδρέου, σε βαθμό... εκνευρισμού»
Με μια πρώτη ματιά, από την αφήγηση της Α. Μέρκελ γίνεται φανερό πως με τον Γ. Παπανδρέου δεν είχαν κοινό σημείο συνεννόησης, σε βαθμό… εκνευρισμού. Στην πρώτη κρίσιμη συνάντηση, όπου γίνεται αντιληπτό ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε εξαιρετικά τραγική οικονομική κατάσταση, η Α. Μέρκελ αφηγείται τον διάλογό της με τον Γ. Παπανδρέου: «Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα ότι ο Παπανδρέου δεν είχε πει ακόμη τίποτα, οπότε τον ρώτησα ευθέως: "Εσύ τελικά τι θέλεις;". Η απάντηση ήταν ότι δεν ήθελε τίποτα, αλλά πως η Ελλάδα βρισκόταν σε πολύ άσχημη κατάσταση».
Στις αναφορές της για το ελληνικό πρόβλημα, τους πρώτους μήνες του 2010, η Α. Μέρκελ απευθύνεται και πάλι στον Γ. Παπανδρέου: «"Πότε θα παρουσιάσεις στην Επιτροπή τα σχέδιά σου για την εξοικονόμηση των τεσσάρων ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ;" ρώτησα τον Παπανδρέου. "Αυτό προέχει αυτή τη στιγμή, προκειμένου να περάσεις στις χρηματαγορές το μήνυμα ότι μπορούν να σας εμπιστευτούν ξανά". Ο Παπανδρέου απάντησε ότι χρειάζεται χρόνο. Δεν πίστευα στ’ αυτιά μου. Εν μέσω αυτής της ασφυκτικής πίεσης να γίνει κάτι για την κατάσταση, ο ίδιος συμπεριφερόταν σαν να έχει όλο τον χρόνο του κόσμου μπροστά του. Μιλούσαμε έντονα και ταυτόχρονα μιλούσαμε αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά. Οι διερμηνείς μετά βίας προλάβαιναν να μας ψιθυρίζουν τα λεγόμενά μας στο αυτί».
Η αποτυχημένη κυβέρνηση του Αντώνη Σαμαρά
Εντύπωση προκαλεί, επίσης, η εξαιρετικά φειδωλή περιγραφή της κυβέρνησης του Αντώνη Σαμαρά. Η Γερμανίδα πρώην καγκελάριος επεφύλαξε μόνο μία αναφορά, κι αυτή με καθόλου κολακευτικά λόγια, για την κρίσιμη περίοδο Σαμαρά, που διαχειρίστηκε το δεύτερο μνημόνιο.
«Η νίκη του (Αλ. Τσίπρα) οφείλεται στην οργή πολλών Ελλήνων πολιτών για τα προγράμματα διάσωσης του ευρώ… Ο προκάτοχός του Αντώνης Σαμαράς είχε αποτύχει να εφαρμόσει πλήρως τις μεταρρυθμίσεις που συμφωνήθηκαν στο δεύτερο πρόγραμμα διάσωσης» αναφέρει.
Το αφοπλιστικό χαμόγελο Τσίπρα
Σε αντίθεση με τους άλλους Έλληνες πρωθυπουργούς, η Α. Μέρκελ αποτυπώνει τον Α. Τσίπρα με έναν διαφορετικό τόνο. Ειδικότερα, περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια την πρώτη επίσημη συνάντησή τους στο Βερολίνο στις 23 Μαρτίου 2015.
«Αδημονούσα, ομολογώ, να δω τι είδους προσωπικότητα θα είχα την ευκαιρία να γνωρίσω καλύτερα. Ήταν είκοσι χρόνια νεότερός μου. Έως τότε είχαμε μιλήσει δύο φορές στο τηλέφωνο, με διερμηνείς, και είχαμε δύο σύντομες συναντήσεις σε συνεδριάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στις Βρυξέλλες. Μου είχε κάνει καλή εντύπωση τότε· περισσότερα δεν μπορούσα να πω. Ήξερα από τις πρώτες μας συναντήσεις ότι μιλούσε καλά αγγλικά» τονίζει η Άνγκελα Μέρκελ στο βιβλίο της. «Τον περίμενα στην είσοδο του Έρενχοφ της ομοσπονδιακής Καγκελαρίας για να τον υποδεχθώ με στρατιωτικές τιμές. Η άφιξή του καθυστέρησε διότι θεώρησε απαραίτητο να κατέβει από το αυτοκίνητο μπροστά από την Καγκελαρία και να χαιρετήσει ο ίδιος προσωπικά τους διαδηλωτές του κόμματος Ντι Λίνκε. Οι φωνές "Ζήτω η διεθνής αλληλεγγύη!" έφτασαν στ’ αυτιά μου από μακριά. Ήλπιζα μόνο η παραμονή του εκεί να μη διαρκέσει τόσο ώστε να σκιάσει την ατμόσφαιρα της επίσκεψής του πριν καν αρχίσει. Ο Τσίπρας έφτασε πράγματι σύντομα και κατέβηκε από το αυτοκίνητο μ’ ένα φιλικό, αφοπλιστικό χαμόγελο. Τον χαιρέτησα και έκανα μια σύντομη παρατήρηση για αυτό το προκαταρκτικό του πρόγραμμα. Μου απάντησε με αυτοπεποίθηση και διαλλακτικότητα ότι δεν πρέπει ποτέ να λησμονεί κανείς τους οπαδούς του. Συμφώνησα με χαμόγελο. Αμέτρητοι φωτογράφοι έστρεψαν τους φακούς τους πάνω μας. Βρισκόμασταν υπό στενή παρακολούθηση» γράφει η άλλοτε καγκελάριος.
Στη συνέχεια αναφέρει ότι στη συνομιλία της με τον Α. Τσίπρα «τόνισα τη σταθερή βούλησή μου για την παραμονή της Ελλάδας εντός της ευρωζώνης, κάτι που απαιτούσε δουλειά και από τους δυο μας. Ήδη το καλοκαίρι του 2012 είχα σκεφτεί πολύ τα επιχειρήματα όσων ήθελαν να πείσουν την Ελλάδα να αποχωρήσει από την ευρωζώνη. Δεν κατάφεραν να με μεταπείσουν. Έκτοτε, η θέση μου ήταν ξεκάθαρη: Η Ελλάδα έπρεπε να παραμείνει μέρος της ευρωζώνης. Η εξώθηση μιας χώρας να αποχωρήσει από τη νομισματική ένωση θα μπορούσε να έχει απρόβλεπτες συνέπειες. Επιπλέον, από τη στιγμή που μια χώρα αποχωρούσε, θα αυξανόταν η πίεση στην επόμενη. Επίσης, το ευρώ ήταν κάτι περισσότερο από ένα απλό νόμισμα και η Ελλάδα ήταν το λίκνο της δημοκρατίας. Παρ’ όλα αυτά, επισήμανα στον Τσίπρα πως υπήρχαν όροι που συνδέονταν με την παραμονή της χώρας του στην ευρωζώνη».
«Στη συνέντευξη Τύπου ο Τσίπρας και εγώ προσφέραμε ένα μικρό επικοινωνιακό έργο τέχνης». Μετά το τέλος της κατ’ ιδίαν συνάντησης, η Γερμανίδα καγκελάριος θυμάται ακόμη πως με τον τότε Έλληνα πρωθυπουργό μίλησαν εκτενώς για τις οικογένειές τους:
«Η εντύπωση που αποκόμισα ήταν πως ο Αλέξης Τσίπρας ήταν πέρα για πέρα ανοιχτός στη συνεργασία και ήθελε να ψηλαφήσει σιγά-σιγά τον δρόμο του σε ένα άγνωστο για εκείνον έδαφος. Η προσέγγιση αυτή μου φάνηκε πολύ οικεία και συμπαθητική. Στη συζήτηση με τους συνεργάτες μας και ύστερα, στη διάρκεια του δείπνου, προσπαθήσαμε να βρούμε έναν τρόπο ώστε η νέα ελληνική κυβέρνηση να εκπληρώσει τις απαιτήσεις της τρόικας χωρίς να χρειαστεί να αθετήσει προεκλογικές υποσχέσεις. Κάτι σαν τετραγωνισμό του κύκλου δηλαδή. Πριν από το δείπνο δόθηκε μια συνέντευξη Τύπου, στο πλαίσιο της οποίας ο Τσίπρας και εγώ προσφέραμε ένα μικρό επικοινωνιακό έργο τέχνης: φιλικό, προσηνές ύφος και οι δύο, καμία υπαναχώρηση από κανέναν εκ των δύο. Οι διαφορές ήταν μεγάλες, το ίδιο και η βούληση να βρεθεί λύση στο αδιέξοδο».
H στρατηγική του Αλέξη Τσίπρα και το Δείπνο με Θαλασσινά
Εξαιρετικό ενδιαφέρον έχει και ο τρόπος με τον οποίο η Α. Μέρκελ περιγράφει την κορύφωση των γεγονότων της διαπραγμάτευσης του ελληνικού προγράμματος με την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ το καλοκαίρι του 2015. Παρουσιάζει τη στάση του Α. Τσίπρα και ιδιαίτερα την απόφασή του για δημοψήφισμα, που αποτέλεσε και την κορύφωση του δράματος, ως αποτέλεσμα στρατηγικής που ήταν μάλιστα καλά προσχεδιασμένη, όπως επισημαίνει.
Στην ουσία, η Γερμανίδα καγκελάριος, η βασική αντίπαλος της διαπραγμάτευσης, παρουσιάζει το δημοψήφισμα ως αποτέλεσμα ενός αιφνιδιαστικού αλλά προμελετημένου ελιγμού που άφησε άφωνους τόσο την ίδια όσο και τους σημαντικότερους παίκτες του «ευρωπαϊκού ιερατείου»: τον Ολάντ, τον Τουσκ, τη Λαγκάρντ, τον Γιούνκερ.
Έναν αιφνιδιασμό που ήρθε, μάλιστα, σε μια στιγμή που, μετά από μαραθώνιες και πολυήμερες διαπραγματεύσεις, η ΕΕ εμφάνιζε για πρώτη φορά ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα για την Ελλάδα. Μέχρι τότε η ΕΕ ζητούσε επίμονα από την Ελλάδα να έχει την ιδιοκτησία του προγράμματος, να συνομολογήσει δηλαδή σε μέτρα λιτότητας, ενώ η ίδια απέφευγε να φέρει στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης πρόταση για επαρκή χρηματοδότηση της χώρας μας.
Στη Σύνοδο της 26ης Ιουνίου, όμως, και ενώ είχε εξαντληθεί κάθε περιθώριο χρόνου, αφού η παράταση του προγράμματος θα έληγε στο τέλος του μήνα, ο Τουσκ παρουσίασε συγκεκριμένη πρόταση. Ήταν η πρόταση που είχαν σχεδόν επιβάλει τις προηγούμενες ημέρες οι τρεις θεσμοί στη διαπραγμάτευση κορυφής με τη συμμετοχή τόσο του Έλληνα πρωθυπουργού όσο και του Αλέξη Τσίπρα, αλλά και του Γιούνκερ, της Λαγκάρντ και του Ντράγκι. Μετά την παρουσίαση της πρότασης από τον Τουσκ, ο Α. Τσίπρας, θυμάται η ίδια, απέφυγε διακριτικά να πάρει τον λόγο, ώστε να μην καταγραφεί στα πρακτικά του Συμβουλίου η συμφωνία του. Η ίδια το κατάλαβε και έσπευσε από τη θέση της στη θέση του πρωθυπουργού της Ελλάδας για να του ζητήσει να τοποθετηθεί.
Το σχετικό απόσπασμα: «"Αλέξη, δεν είπες τίποτα ακόμη. Σκοπεύεις να πάρεις τον λόγο;". "Όχι, ο Ντόναλντ έχει ήδη εξηγήσει τα πάντα". "Και τι σκοπεύεις να κάνεις τώρα;" ρώτησα έκπληκτη. "Θα πάρω αμέσως το αεροπλάνο για Αθήνα και θα συσκεφθώ με το υπουργικό μου συμβούλιο για το τι θα κάνουμε" απάντησε ήρεμα. Έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Έκανα τον γύρο του τραπεζιού και πλησίασα τον Ολάντ. Ήταν και εκείνος έκπληκτος. Και οι δυο μας, όπως άλλωστε και οι υπόλοιποι, είχαμε αποκομίσει σαφώς την εντύπωση πως ο Τσίπρας είχε αποδεχθεί το αποτέλεσμα των νυχτερινών διαπραγματεύσεων. Ο Τουσκ είχε, επίσης, μιλήσει στο ίδιο μήκος κύματος. Επέστρεψα στον Τσίπρα και τον ρώτησα: "Και τι φαντάζεσαι πως θα προκύψει από τις διαβουλεύσεις;". "Δεν ξέρω" απάντησε. "Πότε θα ξέρεις;" επέμεινα. "Αυτό θα σου το πω σήμερα, νωρίς το βράδυ". Ο Ολάντ και εγώ κανονίσαμε να γίνει μια τριμερής τηλεφωνική επικοινωνία. Ο Τσίπρας είπε στον Ολάντ και σ’ εμένα ότι το υπουργικό του συμβούλιο αποφάσισε τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για το συμφωνηθέν πρόγραμμα. Για ένα τόσο σημαντικό ζήτημα έπρεπε να αποφασίσει ο λαός. Θα το ανακοίνωνε στους πολίτες του σε τηλεοπτικό διάγγελμα το ίδιο βράδυ. Μέχρι εδώ όλα καλά, σκέφτηκα. Στη συνέχεια ρώτησα ποια ήταν η σύσταση της κυβέρνησής του προς τον λαό. "Όχι φυσικά" είπε νέτα-σκέτα. Απ’ όλα τα τηλεφωνήματα που έχω κάνει ποτέ στην πολιτική μου ζωή, αυτό εδώ μου επιφύλαξε ίσως τη μεγαλύτερη έκπληξη. Προς στιγμήν ο Ολάντ και εγώ μείναμε άφωνοι». Η παραπάνω μαρτυρία φανερώνει ότι τους έφερε σε σημείο απόλυτου αιφνιδιασμού.
Ωστόσο, από την αφήγηση της πρώην καγκελαρίου προκύπτει και κάτι ακόμη. Ενώ στις μέχρι το δημοψήφισμα διαπραγματεύσεις η ελληνική πλευρά δεν έδειχνε ενδιαφέρον, στην τελική διαπραγμάτευση ο Α. Τσίπρας είχε φέρει μαζί του σοβαρούς εμπειρογνώμονες, με αποτέλεσμα να καταλήξουν σε συμφωνία η οποία περιλάβανε ισχυρή χρηματοδότηση από την ΕΕ και αποπληρωμή των δανείων σε μακρύτερο ορίζοντα. Σημειώνει χαρακτηριστικά η Α. Μέρκελ: «Τώρα είχε σωθεί πλέον και η Ελλάδα». Νωρίτερα είχε εξηγήσει πώς η ΕΕ είχε καταφέρει να «σωθεί» από το ελληνικό πρόβλημα ήδη από την περίοδο του πρώτου μνημονίου. Και η μόνη απροστάτευτη απέναντι στη χρεοκοπία ήταν η Ελλάδα, και παρέμεινε έτσι μέχρι το καλοκαίρι του 2015.
«Είχε σωθεί πλέον και η Ελλάδα». Στη Σύνοδο Κορυφής της 12ης Ιουλίου όλα είναι διαφορετικά. «Τα πράγματα είχαν σοβαρέψει για τα καλά, ο Τσίπρας είχε στην αντιπροσωπεία του εκλεκτούς τραπεζικούς εμπειρογνώμονες. Το δημοψήφισμα ήταν πια παρελθόν. Το πρωί συμφωνήσαμε στα βασικά σημεία ενός τρίτου προγράμματος διάσωσης με χρηματοδότηση από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ΕΜΣ). Χάριν ευχέρειας στις διεξοδικές διαπραγματεύσεις για το πρόγραμμα αυτό τις επόμενες ημέρες, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή χορήγησε στην Ελλάδα ένα δάνειο-γέφυρα. Στις 19 Αυγούστου 2015 η Μπούντεσταγκ ψήφισε υπέρ του νέου ελληνικού προγράμματος. Με το πρόγραμμα που εγκρίθηκε "είχε σωθεί πλέον και η Ελλάδα"» σημειώνει η Α. Μέρκελ και κλείνει τις αναφορές για την Ελλάδα με το ταξίδι της στην Αθήνα στις 10 Ιανουαρίου 2019, όταν πια τα μνημόνια ήταν παρελθόν.
«Δείπνησα με τον Αλέξη Τσίπρα σε ένα εστιατόριο θαλασσινών στον Πειραιά. Μιλήσαμε ξανά για τον Ιούλιο του 2015, όταν η παραμονή της Ελλάδας στην ευρωζώνη βρισκόταν στην κόψη του ξυραφιού, όπως του είπα. Ο Τσίπρας μού εξήγησε πως ήταν σημαντικό να δείξει στους πολίτες με έναν πειστικό τρόπο ότι η νέα κυβέρνηση είχε εξαντλήσει κάθε περιθώριο προκειμένου να απαλλαγεί από τη μισητή τρόικα. Όταν τα άλλα κράτη-μέλη αντιτάχθηκαν σ’ αυτό, κατέστη σαφές ότι επρόκειτο πλέον για ένα ζήτημα που αφορούσε κατά βάση τη στάση των Ελλήνων απέναντι στο ευρώ. Η πλειονότητα των Ελλήνων απέρριψε το πρόγραμμα, ήθελε ωστόσο να παραμείνει η χώρα στο ευρώ. Αυτό έδειξε η επανεκλογή του Τσίπρα στις νέες, πρόωρες εκλογές τον Σεπτέμβριο του 2015. Το ευρώ είχε αποδειχθεί ισχυρότερο» καταλήγει η Α. Μέρκελ.