Υστερα από 4 χρόνια κυβερνητικής θητείας και λίγο πριν από τις εκλογές, ο ΣΥΡΙΖΑ θυμήθηκε τις γερμανικές αποζημιώσεις και φέρνει το θέμα σε ψηφοφορία στην Βουλή.
Αν και η υπόθεση των γερμανικών αποζημιώσεων ξεκίνησε με τυμπανοκρουσίες τους πρώτους μήνες του αντιμνημονιακού ΣΥΡΙΖΑ, με σκληρές δηλώσεις, με την συμμετοχή μάλιστα και του Προέδρου της Δημοκρατίας, με προσκεκλημένους ξένους ειδικούς με σανδάλια και σαγιονάρες, καλλιτέχνες που ένωναν την αγανακτισμένη φωνή τους με τον ΣΥΡΙΖΑ και με την Ζωή Κωνταντοπούλου τότε αρχιέρεια των τελετών, επί 4 χρόνια η υπόθεση ξεχάστηκε. Οι δηλώσεις του Αλέξη Τσίπρα για τις γερμανικές αποζημιώσεις μπήκαν στο συρτάρι και η υπόθεση ούτε απασχόλησε ποτέ τις αλλεπάλληλες συναντήσεις του πρωθυπουργού με τον γερμανία καγκελάριο, ούτε ετέθη ποτέ το θέμα στους κυβερνητικούς σχεδιασμούς. Η ρεαλιστική προσέγγιση των ελληνογερμανικών σχέσεων επέβαλε την σιωπή.
Τώρα, λίγο πριν από τις ευρωεκλογές και τις εθνικές εκλογές, οι γερμανικές αποζημιώσεις ξαναβγαίνουν από το αρχείο και το ξεχασμένο πόρισμα της διακομματικής επιτροπής έρχεται προς συζήτηση στην Βουλή.
Η Βουλή αναμένεται να ζητήσει από την κυβέρνηση «να προβεί σε όλες τις ενδεδειγμένες διπλωματικές και νομικές ενέργειες» για τις γερμανικές αποζημιώσεις και να τις διεκδικήσει, με την διαδικασία να ξεκινά με ρηματική διακοίνωση προς την Γερμανική κυβέρνηση.
Εξήγηση όμως γιατί αυτή η διαδικασία για τις γερμανικές αποζημιώσεις ξεκινάει τώρα και όχι νωρίτερα, γιατί η διαδικασία ξεκινάει λίγο πριν από τις εκλογές, δεν δίδεται.
Το πόρισμα της διακομματικής επιτροπής
Το εναρκτήριο λάκτισμα για την χρησιμοποίηση του θέματος των γερμανικών αποζημιώσεων στην προεκλογική φαρέτρα της κυβέρνησης, ξεκίνησε με την σύσκεψη της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής που ενέκρινε την πρόταση του Νίκου Βούτση, να φέρει το θέμα προς ψήφιση στην Ολομέλεια της Βουλής.
Μάλιστα το τρίκ που θα χρησιμοποιηθεί για να ανανεωθεί το αίτημα για γερμανικές αποζημιώσεις, είναι οτι πλέον η ελληνική πολιτεία ζητά αποζημιώσεις και από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, σημειώνοντας ότι οι αξιώσεις και οι οφειλές της Γερμανίας προς την Ελλάδα «παραμένουν εκκρεμείς και ενεργές στο σύνολό τους». Και οτι δεν τίθεται κανένα ζήτημα παραγραφής των αξιώσεων του Ελληνικού Κράτους.
Η απόφαση της διακομματικής επιτροπής για τις γερμανικές αποζημιώσεις που στηρίζουν και τα κόμματα της αντιπολίτευσης καλεί την Ελληνική Κυβέρνηση:
«Να προβεί σε όλες τις ενδεδειγμένες, ιδίως τις διπλωματικές και νομικές, ενέργειες για τη διεκδίκηση των αποζημιώσεων και την πλήρη ικανοποίηση όλων των αξιώσεων του Ελληνικού Κράτους από τον Α΄ και Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η παρούσα απόφαση κοινοποιείται και στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.»
Πόσο υπολογίζει το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους τις οφειλές
Επικαλούμενο την Συνδιάσκεψη των Παρισίων το ΓΛΚ υπολογίζει τις αξιώσεις της Ελλάδας από την Γερμανία σε 6.7 δις δολάρια ΗΠΑ του 1938.
Γίνεται επίσης αξιοποίηση του αρχειακού υλικού κι οι αξιώσεις της Ελλάδας υπολογίζονται στα 171.4 δις ευρώ. Στο ποσό αυτό πρέπει να προστεθεί το ποσό του κατοχικού δανείου, η απαίτηση για αποθετικές ζημίες και η απαίτηση από μείωση παραγόμενου προϊόντος, με αποτέλεσμα το σύνολο των Γερμανικών αποζημιώσεων να υπολογίζεται στα 269.5 δις ευρώ.
Το ΓΛΚ δεν έχει συμπεριλάβει σε κανέναν από τους υπολογισμούς του για τις γερμανικές αποζημιώσεις τις απαιτήσεις από απώλεια ανθρωπίνων ζωών ή λόγω αναπηριών εξαιτίας των κατοχικών στρατευμάτων.
Ο Νίκος Βούτσης εξηγεί την καθυστέρηση...
Ο κ. Βούτσης, αναφερόμενος στο θέμα των γερμανικών αποζημιώσεων έκανε λόγο για μια «ηθική, πολιτική και ιστορική υποχρέωση, την οποία η παρούσα Βουλή δεν μπορούσε παρά να εκπληρώσει» και τόνισε ότι «οι διεκδικήσεις είναι πάντοτε ενεργές, καθώς ποτέ δεν μπήκαν στο περιθώριο από ελληνικής πλευράς».
Σχολιάζοντας ότι η εν λόγω έκθεση για τις γερμανικές αποζημιώσεις εισάγεται προς συζήτηση από τα μέλη της εθνικής αντιπροσωπείας δύο χρόνια μετά την κατάθεσή της ο κ. Βούτσης είπε πως «η καθυστέρηση έχει να κάνει με το ότι δεν θέλαμε σε καμία περίπτωση, μέσα στην κρίση και όσο διαρκούσαν τα μνημόνια, να επιχειρηθεί για επικοινωνιακούς λόγους συμψηφισμός με τα χρέη της χώρας μας».