Τα όσα διαδραματίζονται τις τελευταίες μέρες στον ΣΥΡΙΖΑ δεν αποτελούν έκπληξη. Αντιθέτως, μάλιστα, είναι απολύτως αναμενόμενα για ένα κόμμα που υπήρξε προϊόν της κρίσης και αποδείχθηκε ικανό να προκαλέσει ακόμη μεγαλύτερη κρίση από αυτή που κλήθηκε να διαχειριστεί.
Το σύνθημα «πρώτη φορά Αριστερά» δημιούργησε σε πολλούς την ψευδαίσθηση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα ήταν απλώς ένα κυβερνητικό κόμμα αλλά μια κυβερνητική παράταξη. Οι ψευδαισθήσεις διαψεύστηκαν πολύ γρήγορα. Πρώτα απ´ όλα με την επιλογή του Αλέξη Τσίπρα να επιλέξει ως κυβερνητικό εταίρο τον Πάνο Καμένο που ουδεμία σχέση είχε ή μπορούσε να αποκτήσει με την Αριστερά. Η σύμπραξη ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ μπορεί να αρκούσε για να σχηματιστεί κυβέρνηση και να δημιουργηθεί ένα δήθεν «αντισυστημικό» μέτωπο, επ’ ουδενί όμως οδηγούσε στη δημιουργία παράταξης. Εξ αρχής, λοιπόν, ο ίδιος ο Τσίπρας υπονόμευσε τη δυνατότητα να γίνει ο ΣΥΡΙΖΑ κάτι περισσότερο από ένα συνασπισμό τάσεων και συνιστωσών. Στη συνέχεια, πάντοτε αγκαλιά με τον Πάνο Καμένο, μετά την παγκοσμίως γνωστή «kolotoumba” του Τρίτου Μνημονίου, ο Τσίπρας επανέφερε την Αριστερά στην παλιά και εξ όσων φαίνεται αξεπέραστη ασθένεια της: το σύνδρομο της διάσπασης. Επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - τότε δηλαδή που τα κόμματα μένουν πιο εύκολα ενωμένα, μια και η εξουσία λειτουργεί ως συγκολλητική ουσία - δημιουργήθηκαν τρεις νέοι σχηματισμοί εκ της σαρκός του κυβερνώντος κόμματος: Η Πλεύση Ελευθερίας της Ζωής Κωνσταντοπούλου, που εκπροσωπείται σήμερα και στη Βουλή και στην Ευρωβουλή, το Μέρα 25 του Γιάννη Βαρουφάκη και η Λαϊκή Ενότητα του Παναγιώτη Λαφαζάνη.
Μετά την εκλογική ήττα του 2019, στην οποία ο ΣΥΡΙΖΑ κρατήθηκε στο 32%, αρκετοί πίστεψαν ξανά ότι υπήρχε η προοπτική της μετεξέλιξης του κόμματος σε παράταξη. Διαψεύστηκαν για μια ακόμη φορά. Υπό την ηγεσία του Αλέξη Τσίπρα και έχοντας απέναντι του το «αντί-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο» - προϊόν αντίδρασης στα πεπραγμένα της «πρώτης φοράς Αριστεράς» - ο ΣΥΡΙΖΑ όχι απλώς δεν μετεξελίχθηκε σε παράταξη αλλά κλείστηκε κι άλλο στον εαυτό του, καταλήγοντας να χάσει σχεδόν τη μισή εκλογική του βάση και να αναδείξει τον Κυριάκο Μητσοτάκη σε απόλυτο κυρίαρχο του πολιτικού σκηνικού. Η μεγαλύτερη διαφορά που καταγράφηκε στα πενήντα χρόνια της μεταπολίτευσης ανάμεσα στο πρώτο και στο δεύτερο κόμμα ήταν οι 23 εκατοστιαίες μονάδες με τις οποίες έχασε ο ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα από τη ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη στις εθνικές εκλογές του 2023.
Η αλλαγή ηγεσίας - από Τσίπρα σε Κασσελάκη - ήταν μια έκπληξη πρώτου μεγέθους στο ελληνικό πολιτικό σκηνικό. Ένας ελληνοαμερικανός με φιλελεύθερο προφίλ και οικονομική άνεση που ήρθε από τη Νέα Υόρκη, σύστησε στον κόσμο τον σύζυγό του και κέρδισε μέσα σε ένα μήνα το «φαβορί» (Έφη Αχτσιόγλου) με εκλογές από τη βάση. Αυτό ήταν - όπως αποδεικνύεται - το τελευταίο πράγμα που άντεχε ο «αριστερός» ΣΥΡΙΖΑ. Ο ιός των διασπάσεων ξαναχτύπησε - έφυγε η ομάδα της ηττημένης Αχτσιόγλου, ίδρυσαν τη Νέα Αριστερά με 11 βουλευτές αλλά αποδοκιμάστηκαν στις ευρωεκλογές με 2,4% μένοντας εκτός Ευρωβουλής. Ο ΣΥΡΙΖΑ επεβίωσε στις ευρωεκλογές ως αξιωματική αντιπολίτευση με το φτωχό 15%, το οποίο γίνεται όλο και φτωχότερο λόγω της φυσικής του αδυναμίας να πάψει να αποτελεί συνοθύλευμα τάσεων και προσωπικών στρατηγικών και να γίνει πολιτική παράταξη. Είναι ηλίου φαεινότερο ότι ο Κασσελάκης δεν ταιριάζει στον ΣΥΡΙΖΑ και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ταιριάζει στον Κασσελάκη. Το ποιος είναι καλύτερος είναι καθαρα υποκειμενική πολιτική άποψη. Το βέβαιο πάντως είναι ότι βάση του κόμματος είναι αυτή που εξέλεξε τον πρόεδρο, ίσως γιατί αντιλαμβανόταν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ χρειαζόταν πλέον κάποιον αρχηγό που… να μην του μοιάζει! Σήμερα, πάντως, φαίνεται αναπόφευκτο οι δυο αυτοί κόσμοι να χωρίσουν κάποια στιγμή. Με μομφή, δίχως μομφή, με αλλαγή ονόματος ή με το ίδιο όνομα ελαφρώς παραλλαγμένο, με διαγραφές, με αποχωρήσεις, με αλλαγές που κάποιοι δεν θα τις αντέξουν γιατί τους θέτουν στο περιθώριο - με όποιον από αυτούς τους τρόπους, λίγη σημασία έχει - το τέλος του μικρομεσαίου πλέον κόμματος του ΣΥΡΙΖΑ που ποτέ δεν κατάφερε να γίνει παράταξη, θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο.
Ο Κασσελάκης, που παραμένει αρχηγός και ακόμη κι αν καταφέρουν να «εκπέσει» - όπως θα έλεγε κι ο Νίκος Παππάς - είναι πολύ νέος για να τους… αδειάσει τη γωνιά εγκαταλείποντας την προσπάθεια, θα είναι εκ των πραγμάτων «στο παιχνίδι». Για να έχει όμως κάποιο νόημα το παιχνίδι δεν αρκεί ένα «κόμμα ΙΧ» - απόκομμα του ξεπερασμένου και ηττημένου ΣΥΡΙΖΑ. Χρειάζεται κάτι πραγματικά νέο. Ούτως ή άλλως στην Αριστερά που εκπροσωπεί ο ΣΥΡΙΖΑ η… «ιδιωτικοποίηση» του κόμματος έχει γίνει πολύ πριν πατήσει το πόδι του στην Ελλάδα ο σημερινός αρχηγός. Φρόντισαν γι αυτό ομαδάρχες και παράγοντες, ακολουθώντας καθένας τη δική του στρατηγική, δήθεν στο όνομα της συλλογικότητας και της συντροφικότητας. Όλα αυτά ασφαλώς συντηρούν την εσωστρέφεια και συμβάλλουν στην πολυδιάσπαση.
Το πόσο βαθύ είναι το εσωτερικό πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ σε σχέση με αυτά που κατά καιρούς έχουν αντιμετωπίσει τα άλλα συστημικά κόμματα (η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ) που είχαν σαφώς παραταξιακά χαρακτηριστικά φαίνεται από κάτι πολύ απλό: Στη ΝΔ οι δυο πρώην πρωθυπουργοί (Καραμανλής - Σαμαράς) ασκούν δριμεία κριτική στον σημερινό (Κυριάκο Μητσοτάκη) αλλά είναι παρόντες στην πρώτη γραμμή σε κάθε κομματικό ή εκλογικό αγώνα. Στο ΠΑΣΟΚ - που πάνε σε κάλπες για εκλογή ηγεσίας - μόλις προ ημερών γιόρτασαν την επέτειο της 3ης Σεπτέμβρη με παρόντες στην πρώτη σειρά και στο βήμα των ομιλητών τους τρεις πρώην προέδρους (Σημίτη, Παπανδρέου, Βενιζέλο). Η αντίθεση με τον ΣΥΡΙΖΑ είναι εντυπωσιακή. Οι ιστορικοί ηγέτες του χώρου του οποίου ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί τη συνέχεια (Δαμανάκη, Κωνσταντόπουλος, Αλαβάνος, Τσίπρας) δεν μιλούν καν μεταξύ τους. Πόσο μάλλον με το νέο πρόεδρο.
Το ερώτημα είναι αφού δεν έγινε παράταξη τόσα χρόνια ο ΣΥΡΙΖΑ, μπορεί να γίνει στο μέλλον; Θα το δείξουν σε ένα βαθμό οι επόμενες εβδομάδες. Η δυνατότητα του ΣΥΡΙΖΑ να αναγεννηθεί θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τις διαστάσεις που θα λάβει η σύγκρουση στο εσωτερικό του. Αν οι δυο πλευρές (Κασσελάκης από τη μια και «87» μαζί με Τσίπρα από την άλλη) ή οι τρεις (υπολογίζοντας και τον Πολάκη) φτάσουν τη σύγκρουση, μέχρι τέλους, ο ΣΥΡΙΖΑ όπως τον ξέρουμε θα διαλυθεί, γεγονός που θα αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο μιας πραγματικής επανεκκίνησης. Αν οι αντιμαχόμενες πλευρές οδηγηθούν σε «ανακωχή» υπό το φόβο της εσωκομματικής ήττας, ο ΣΥΡΙΖΑ απλώς θα διαλυθεί λίγο αργότερα και μάλλον τότε θα ενδιαφέρονται ακόμη λιγότεροι για την τύχη του. Οι αντιμαχόμενες πλευρές οφείλουν να αντιληφθούν ότι το «φινάλε» του έργου στο οποίο πρωταγωνιστούν είναι πια πολύ κοντά. Για κάποιους προφανώς αυτό θα είναι και το οριστικό τέλος. Για άλλους, με πολλή προσπάθεια και με μπόλικη αυτοκριτική ίσως μπορεί να αποτελέσει μια νέα αρχή.