Στην εμπέδωση του θετικού κλίματος στις ελληνοτουρκικές σχέσεις αναμένεται να επικεντρωθεί σήμερα ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατά την συνάντησή του με τον Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν στην Άγκυρα.
Με την Τουρκία όμως να επιμένει σε “λύση-πακέτο”, και ενώ παράλληλα η νέα ηγεσία της Βόρειας Μακεδονίας αμφισβητεί στην πράξη τη Συμφωνία των Πρεσπών και ο Αλβανός Πρωθυπουργός προωθεί ένα πλαστό εθνικό αφήγημα για τους συμπατριώτες του που ζουν στην Ελλάδα.
Όλα έμοιαζαν ρόδινα στις σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας μέχρι πριν από ένα μήνα. Οι τουρκικές υπερπτήσεις και παραβιάσεις στο Αιγαίο είχαν σχεδόν μηδενιστεί, οι παράτυπες μεταναστευτικές ροές στο Αιγαίο είχαν μειωθεί δραματικά, οι πρώτοι Τούρκοι τουρίστες γιόρτασαν το τέλος του Ραμαζανιού σε εορταστική ατμόσφαιρα στα νησιά του Αιγαίου, ενώ ο πολιτικός διάλογος προχωρούσε σε θετικό κλίμα. Ώσπου ήρθε ως κεραυνός εν αιθρία στις 10 Απριλίου η οργισμένη ανακοίνωση του τουρκικού Υπουργείου Εξωτερικών για την ανακήρυξη από την Ελλάδα θαλασσίων πάρκων στις Κυκλάδες και το Ιόνιο, και προσγειώθηκαν όλοι ξανά στη σκληρή πραγματικότητα των πάγιων τουρκικών διεκδικήσεων. Όχι πως είχαν βέβαια αυτές ποτέ εκλείψει. Και ως επιστέγασμα ήρθε η προκλητική -εντός του Ορθόδοξου Πάσχα- μετατροπή της βυζαντινής Μονής της Χώρας σε ισλαμικό τέμενος, για να μας δείξει το στυγνό ισλαμιστικό πρόσωπο της ηγεσίας της Τουρκίας.
Παρ' όλα αυτά η επίσκεψη του Έλληνα Πρωθυπουργού στην Άγκυρα έπρεπε να πραγματοποιηθεί και η τυχόν ακύρωσή της “εις ένδειξιν διαμαρτυρίας” δεν θα είχε κανένα πρακτικό αποτέλεσμα. Καλώς μεταβαίνει λοιπόν ο Κυριάκος Μητσοτάκης στο Προεδρικό Παλάτι του Ερντογάν και καλώς θα του μεταφέρει την έντονη δυσαρέσκεια της ελληνικής κυβέρνησης για την προκλητική παραβίαση του καθεστώτος ενός προστατευόμενου μνημείου της UNESCO. Η όποια ελληνική δυσαρέσκεια όμως είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν θα έχει κάποιο αποτέλεσμα, ώστε να υπάρξει αναστροφή της απόφασης της τουρκικής ηγεσίας. Όπως ακριβώς έγινε και με την Αγιά-Σοφιά, ο Ερντογάν ξηλώνει κάθε επίστρωμα σεβασμού των βυζαντινών και ορθοδόξων μνημείων και παραδίδει τα κλειδιά στους ισλαμιστές οπαδούς του. Παράλληλα δε, έχει το θράσος να ομιλεί για παραβίαση των θρησκευτικών δικαιωμάτων της “τουρκικής” κατ' αυτόν μειονότητας στη Θράκη.
Αυτές οι τουρκικές προκλήσεις δεν αναιρούν όμως τη σημασία και το θετικό αποτύπωμα της πρόσφατης ελληνοτουρκικής προσέγγισης. Η απουσία εντάσεων και κρίσεων στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, η δραματική μείωση των παράτυπων μεταναστευτικών ροών και ο αναβαθμισμένος πολιτικός διάλογος αποτελούν σημαντικά και προφανή οφέλη για τη χώρα. Αυτό όμως που δεν πρέπει να συμβεί είναι να εκλάβει η Τουρκία αυτό το ελληνοτουρκικό μορατόριουμ ως μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να επιβάλει νέα τετελεσμένα εις βάρος της Ελλάδας. Η απόφαση για μετατροπή της Μονής της Χώρας σε ισλαμικό τέμενος είχε ληφθεί από τον Ερντογάν ήδη το 2020, και όπως φαίνεται από το αποτέλεσμα, η ελληνική κυβέρνηση δεν φρόντισε να συμπεριλάβει το θέμα στις κόκκινες γραμμές που καταγράφηκαν με την Διακήρυξη των Αθηνών.
Παράλληλα όμως με τα σύννεφα που ενέσκηψαν στις -βελτιωμένες- ελληνοτουρκικές σχέσεις, έχουμε και τη διαφαινόμενη επιδείνωση των σχέσεων με τη Βόρεια Μακεδονία, μετά την εκλογή της νέας ηγεσίας στη γειτονική χώρα και τη φραστική προς το παρόν αμφισβήτηση της Συμφωνίας των Πρεσπών από την νέα Πρόεδρο της Δημοκρατίας, αλλά και τις ήδη επιβαρυμένες σχέσεις με την Αλβανία, λόγω της προκλητικής δίωξης και φυλάκισης του Φρέντη Μπελέρη, και της επίσκεψης του Έντι Ράμα στην Ελλάδα και της εθνικιστικής και αναθεωρητικής ομιλίας προς τους ομοεθνείς του στο Γαλάτσι.
Οι εθνικιστικές και αλυτρωτικές απόψεις του κόμματος VMRO-DPMNE είναι ίδιες και απαράλλακτες από συστάσεως του κράτους της Βόρειας Μακεδονίας. Όπως πολύ γνωστή είναι και η ανένδοτη στάση που τήρησε τα προηγούμενα χρόνια απέναντι στη Συμφωνία των Πρεσπών. Η στάση λοιπόν της κυρίας Σιλιάνοφσκα δεν αποτελεί μεν έκπληξη, αλλά επαναφέρει με οδυνηρό τρόπο στο προσκήνιο το εξαιρετικά εύθραυστο πολιτικά και νομικά έδαφος πάνω στο οποίο στήθηκε η διαβόητη συμφωνία. Όπως επίσης είναι γνωστό ότι το κόμμα αυτό διατηρεί σχέσεις με τη Ρωσία του Πούτιν, ενώ ο πρώην ηγέτης του Νίκολα Γκρούεφσκι φυγοδικεί ευρισκόμενος στην Ουγγαρία υπό την υψηλή προστασία του Βίκτορ Όρμπαν.
Ένα από τα πολλά προβλήματα που περιέχει η Συμφωνία των Πρεσπών είναι πως είναι πολύ χρονοβόρα και περίπλοκη η επίλυση τυχόν διαφορών για την εφαρμογή της Συμφωνίας. Εάν η νέα κυβέρνηση στα Σκόπια αποφασίσει να παραβιάσει στην πράξη τη Συμφωνία, τότε η Ελλάδα μπορεί μεν να ενεργοποιήσει το άρθρο 19, το οποίο προβλέπει εντέλει προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, αλλά μόνο μετά από πολλές ενδιάμεσες διαδικασίες και υποχρεωτικές συνομιλίες επίλυσης της διαφοράς. Στην πράξη δηλαδή, θα περάσουν αρκετά χρόνια μέχρις ότου υπάρξει τελεσίδικη απόφαση από τη Χάγη, και μέχρι τότε η κυβέρνηση της Βόρειας Μακεδονίας θα μπορεί να παραβιάζει τη Συμφωνία και η Ελλάδα δεν θα μπορεί πρακτικά να κάνει τίποτε. Όσο δε για τις προειδοποιήσεις για πάγωμα των ενταξιακών διαπραγματεύσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αυτές ίσως να είναι ακόμη και ευπρόσδεκτες στο VMRO-DPMNE, το οποίο έχει μια καθαρά αντιευρωπαϊκή ιδεολογία και στάση και ενδεχομένως να επιδιώκει να αναπτύξει τις σχέσεις της χώρας με τη Ρωσία.
Η Ελλάδα δεν μπορεί να κάνει τίποτε άλλο από το να προειδοποιήσει με πολύ σαφή τρόπο τις συνέπειες που θα έχει για τη γειτονική χώρα μια ενδεχόμενη παραβίαση και κατάλυση της Συμφωνίας των Πρεσπών. Η δήλωση σήμερα του Κυριάκου Μητσοτάκη βρίσκεται ακριβώς σε αυτή την κατεύθυνση, και εάν -ό μη γένοιτο- η νέα κυβέρνηση στα Σκόπια εμμείνει σε αντισυμβατική συμπεριφορά, τότε η ενεργοποίηση του άρθρου 19 της Συμφωνίας της Πρεσπών θα πρέπει να είναι άμεση.
Ο Αλβανός Πρωθυπουργός από την άλλη πλευρά ήρθε χθες στην Αθήνα και ενώ η ομιλία του περιείχε και τόνους συμφιλίωσης και καλής γειτονίας, δεν παρέλειψε να εκστομίσει και φράσεις προβλητικές για τον ελληνικό λαό και το ελληνικό κράτος. Χρησιμοποίησε δε και ανιστόρητες αναφορές, προσπαθώντας να συνδέσει ηρωϊκές μορφές της Ελληνικής Επανάστασης που είχαν αρβανίτικες ρίζες, όπως η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, με τον αλβανικό ιστορικό αναθεωρητισμό και τον παναλβανισμό. Φαίνεται πως ο Έντι Ράμα έχει αποφασίσει να παίξει ένα επικίνδυνο διεθνοπολιτικό παιγνίδι με την Ελλάδα, το οποίο μόνο καλό δεν πρόκειται να κάνει στη χώρα του.
Όλες αυτές οι δυσάρεστες εξελίξεις στη βαλκανική γειτονιά της χώρας μας, δείχνουν ότι απαιτείται συνεχής εγρήγορση και σταθερή και σθεναρή στάση από την ελληνική κυβέρνηση για να υπάρξει αποτελεσματική προάσπιση των εθνικών μας συμφερόντων. Προφανώς και θα πρέπει να συνεχίσουμε να υποστηρίζουμε την ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας και της Αλβανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά παράλληλα θα πρέπει να κάνουμε πολύ σαφές προς όλες τις πλευρές, ότι η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη να υπερασπίζεται χωρίς εκπτώσεις τα εθνικά της συμφέροντα, με βάση πάντα το διεθνές δίκαιο.