Ενώ η συναίνεση είναι σαν το τανγκό, χρειάζεται δηλαδή δύο, η ένταση είναι κάπως σαν το ζεϊμπέκικο: μπορείς να τη χορέψεις και μόνος σου, συμπαρασύροντας όλους τους υπολοίπους.
Με άλλα λόγια: όσες εκκλήσεις για συναίνεση και αν γίνουν από τα πλέον αρμόδια και επίσημα χείλη, η επιμονή της αξιωματικής αντιπολίτευσης στην ένταση είναι δύσκολο να καμφθεί και καλύτερα θα ήταν να ληφθεί ως δεδομένη. Σε μια τέτοια κατάσταση, ένα ερώτημα γεννιέται σε κάθε πολίτη: «συμφέρει τη χώρα αυτή η ένταση;». Άλλο ένα ερώτημα βέβαια τίθεται σε κάθε πολιτικό αναλυτή: «συμφέρει την κυβέρνηση μια τέτοια αντιπολίτευση;».
Ας αρχίσουμε από τα εύκολα: ο δηλητηριώδης σπόρος του διχασμού φυτεύθηκε κατά τη διάρκεια των γεγονότων που ακολούθησαν τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, καρποφορώντας την περίοδο μετά το 2010 και φτάνοντας «εν τη μεγίστη του ακμή» τον Ιούλιο του 2015. Αν σκεφτούμε την πορεία της χώρας το ίδιο χρονικό διάστημα, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η ανεξέλεγκτη ένταση έφερε μαζί της όχι μόνο τον διχασμό της κοινωνίας αλλά και την πλήρη υποβάθμιση της αξιοπιστίας μας στο εξωτερικό, φτάνοντάς μας ένα βήμα από την αποχώρηση από την ευρωπαϊκή οικογένεια.
Απαιτείται μια παύση στο σημείο αυτό για να εξάρουμε την καρτερία με την οποία περίμενε η «ριζοσπαστική αριστερή» αντιπολίτευση την ευόδωση των ιδεών της: καθ’ όλο το διάστημα 2008-2015 επέμενε στο ίδιο μοτίβο, ακόμα και αν οι κυβερνήσεις άλλαζαν, ακόμα και αν η χώρα έφτανε στα πρόθυρα της χρεωκοπίας: αυτή το βιολί της, ένα βιολί γενικευμένης αγανάκτησης, μη διστάζοντας να συναριθμηθεί στην ίδια πλατεία με κάθε μορφής ακραίους.
Τι γίνεται όμως με την κυβέρνηση; Μπορεί να είναι ήσυχη με μια τέτοια αντιπολίτευση, με τη λογική ότι έχει μείνει μόνη της στο χώρο του πολιτικού κέντρου; Δε συμφωνώ. Ξέρετε, η αντιπολίτευση είναι σαν τη φιλοσοφία: θέτει τα ερωτήματα, περιμένοντας από αλλού τις απαντήσεις. Και ορθώς. Το θέμα είναι να θέτει τα σωστά ερωτήματα, που αν δεν τίθενται από την αντιπολίτευση σπανίως τίθενται. Και αυτό γιατί στην αναζήτηση των απαντήσεων στα σωστά ερωτήματα, μια κυβέρνηση μπαίνει σε μια διαρκή πορεία βελτίωσης που νομοτελειακά την κάνει σημαντικά καλύτερη. Αν αντίθετα η αντιπολίτευση στήνει ένα πολιτικό «καρτέρι» έντασης, αδράχνοντας μια το ένα μια με το άλλο θέμα της επικαιρότητας για να επιτεθεί, μια κυβέρνηση βρίσκεται σε συνεχή προσπάθεια να μην παρερμηνευθεί από τις δυνάμεις της πλατείας.
Τι μένει λοιπόν; Τίποτα άλλο από το να ελπίζει η κυβέρνηση σε μια καλύτερη αντιπολίτευση και όλοι μαζί σε ένα καλύτερο επίπεδο δημοσίου διαλόγου.