Σε μείζον πολιτικό και νομικό ζήτημα εξελίσσεται η υπόθεση του μπλοκαρίσματος του κόμματος Κασιδιάρη μετά την εμφάνιση ως ηγέτη του επίτιμου αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστάσιου Κανελλόπουλου, της νέας τροπολογίας που έφερε η Κυβέρνηση προς ψήφιση στη Βουλή και της πρωτοφανούς αντίδρασης του προϊσταμένου του Α1 τμήματος του Αρείου Πάγου Χρήστου Τζανερίκου.
Ένα ζήτημα που αρχικά φαινόταν απλά διαδικαστικό τείνει να εκλάβει έναν αχρείαστο χαρακτήρα αντιπαράθεσης ανάμεσα στην Κυβέρνηση και ένα μέρος του ανωτάτου δικαστηρίου της χώρας. Η απροσδόκητη κίνηση του έγκλειστου Ηλία Κασιδιάρη να αναδείξει στην ηγεσία του κόμματος “Έλληνες” έναν πρώην ανώτατο δικαστικό και μάλιστα επίτιμο αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου δημιούργησε νέα δεδομένα στην υπόθεση, καθώς οι αεροπαγίτες του Α1 τμήματος θα κληθούν στις αρχές Μαΐου να αποφανθούν μέσα σε 72 ώρες εάν ένας πρώην συνάδελφός τους λειτουργεί ως “αχυράνθρωπος” ενός στυγνού ακροδεξιού που εκτίει πολυετή κάθειρξη για βαριά εγκλήματα.
Η Κυβέρνηση αντέδρασε άμεσα σε αυτή την εξέλιξη και έφερε προς κατεπείγουσα ψήφιση στη Βουλή μια νέα τροπολογία, με την οποία ανατίθεται στην ενδεκαμελή ολομέλεια του Α1 τμήματος η εξέταση της νομιμότητας των κομμάτων που κατεβαίνουν στις εκλογές, και όχι μόνο στην πενταμελή υποεπιτροπή, τα μέλη της οποίας ορίζει με αποκλειστική αρμοδιότητα ο αντεισαγγελέας ΑΠ Χρήστος Τζανερίκος. Φαίνεται πως στην Κυβέρνηση υπήρξε ανησυχία για τη σύνθεση των μελών της πενταμελούς υποεπιτροπής και με την νέα τροπολογία που αναμένεται να ψηφιστεί την Τρίτη από τη Βουλή την απόφαση για το κόμμα Κασιδιάρη θα λάβουν και τα 11 μέλη του Α1 τμήματος και όχι μόνο τα 5 μέλη που θα επέλεγε ο Χρήστος Τζανερίκος.
Η οξεία αντίδραση του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου και η απάντηση της Κυβέρνησης μέσω του Υπουργού Εσωτερικών Μάκη Βορίδη ρίχνουν μια σκιά στην πολιτικά ευαίσθητη αυτή υπόθεση, τη στιγμή μάλιστα που σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις η είσοδος ή μη του ακροδεξιού αυτού κόμματος στη Βουλή θα καθορίσει και τον πήχη της αυτοδυναμίας στις δεύτερες εκλογές. Όπως όλες σχεδόν οι έρευνες δείχνουν, την είσοδό τους στη Βουλή φαίνεται ότι θα επιτύχουν, εκτός των ΝΔ, Σύριζα, ΠΑΣΟΚ και ΚΚΕ, και η Ελληνική Λύση και το ΜέΡΑ25. Εάν τελικά το κόμμα “Έλληνες” των Κασιδιάρη-Κανελλόπουλου πάρει το πράσινο φως από τον Άρειο Πάγο και πιάσει το όριο του 3% για την είσοδο στη Βουλή, τότε το ποσοστό των εκτός Βουλής κομμάτων θα περιοριστεί δραστικά σε κάτω από 6%, καθιστώντας ιδιαίτερα δύσκολη την επίτευξη της αυτοδυναμίας.
Εάν στις δεύτερες εκλογές της 25ης Ιουνίου ή 2ας Ιουλίου εισέλθουν στη Βουλή επτά κόμματα, τότε για την αυτοδυναμία των 151 εδρών είναι πιθανό να απαιτείται ποσοστό ακόμη και πάνω από 39%. Εάν όμως στη Βουλή εισέλθουν έξι κόμματα, τότε ο πήχης της αυτοδυναμίας κατεβαίνει στο 37,5%. Αυτή η μιάμιση μονάδα διαφορά είναι πιθανό να κρίνει την αυτοδυναμία, και εμμέσως την πολιτική και οικονομική σταθερότητα στη χώρα. Όπως δείχνουν οι τελευταίες δημοσκοπήσεις, εάν η ΝΔ επιτύχει στις πρώτες εκλογές ένα ποσοστό της τάξεως του 32%~33%, τότε λόγω και της πόλωσης που θα επικρατήσει στις δεύτερες εκλογές, είναι πιθανό ένα ποσοστό της τάξεως του 37,5% να είναι εφικτό. Ποσοστό όμως 39% θεωρείται ιδιαίτερα δύσκολο, εάν όχι ανέφικτο να επιτευχθεί.
Η πολύ σκληρή αλλά ρεαλιστική αυτή αριθμητική καταδεικνύει το ποιά σημασία έχει η έκβαση της δικαστικής υπόθεσης του κόμματος Κασιδιάρη στον Άρειο Πάγο. Από την απόφαση 11 ανώτατων δικαστικών για το αν ο Αναστάσιος Κανελλόπουλος αποτελεί έναν εικονικό ηγέτη ή όχι, είναι πιθανό να κριθεί η πορεία της χώρας για τα επόμενα χρόνια. Η κρισιμότητα αυτής της υπόθεσης, την οποία έχουν αντιληφθεί και στην Κυβέρνηση αλλά και στον Άρειο Πάγο, εξηγεί σε ένα βαθμό και την ένταση των τελευταίων 24ώρων, όπως και τις αντιδράσεις από τον Σύριζα και τα φιλικά του ΜΜΕ. Αυτή όμως η ένταση επ' ουδενί δεν πρέπει να εξελιχθεί σε μια αντιπαράθεση ανάμεσα στην εκτελεστική, την νομοθετική και τη δικαστική εξουσία. Οι 11 αεροπαγίτες θα πρέπει να λάβουν την απόφασή τους μέσα σε κλίμα θεσμικής ισορροπίας, αλλά και χωρίς να έχουν στο πίσω μέρος του μυαλού τους την αριθμητική του εκλογικού νόμου.
Σε διαφορετική περίπτωση, θα πρόκειται για μια εξέλιξη lose-lose για το ίδιο το πολίτευμα, καθώς το ακροδεξιό μόρφωμα θα επαίρεται είτε εάν αποκλειστεί, είτε εάν του επιτραπεί η συμμετοχή στις εκλογές. Στην πρώτη περίπτωση θα επικαλείται εκβιασμό της δικαστικής εξουσίας από την Κυβέρνηση και την πλειοψηφία της Βουλής, με πιθανή και την προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων των Ανθρώπου και τη συσπείρωση του αντισυστημικού/αντιδημοκρατικού μετώπου. Στη δεύτερη περίπτωση θα επαίρεται ότι κατάφερε μια νίκη κατά του πολιτικού συστήματος με τη βοήθεια της “ανεξάρτητης” Δικαιοσύνης. Θα πρόκειται για εξελίξεις που κανείς δημοκράτης πολίτης δεν επιθυμεί.