Δύο χρόνια είναι ένας… αιώνας στην πολιτική. Και όσα δεν φέρνει ο χρόνος μπορεί να τα φέρει η οποιαδήποτε στιγμή.
Αυτό το γνωρίζουν πολύ καλά (κι ας καμώνονται το αντίθετο…) και στη Χαριλάου Τρικούπη αλλά και στο Μέγαρο Μαξίμου, που κάνουν τα σχέδια και καταστρώνουν τις τακτικές και στρατηγικές τους, αλλά πάντα… καιροφυλακτεί η Αριστοτέλειος «ετερογονία των σκοπών», το πλέον προβλέψιμο που δεν είναι άλλο από το απρόβλεπτο, και η τυχαιότητα που χρωματίζει ανέκαθεν την ιστορία.
Το ΠΑΣΟΚ ποντάρει και εύχεται σε μια πλήρη ανατροπή των σημερινών ισορροπιών, που θα μειώσει τη διαφορά των 8 ποσοστιαίων μονάδων που διαπιστώνεται δημοσκοπικά σήμερα, χωρίς όμως να είναι βέβαιο ότι αυτή του η βελτίωση βασίζεται αποκλειστικά στις δικές του δράσεις, ή αν απλώς το… σπρώχνουν τα απόνερα της εξαέρωσης του ΣΥΡΙΖΑ (ΣΥΡΙΖΑ δεν λέγεται ακόμη;), ο κατακερματισμός του γενικότερου αριστερού μπλοκ και το διαπιστούμενο από την κοινωνία «στολάρισμα» της κυβέρνησης.
Η κυβέρνηση μπορεί να «απολαμβάνει» μια σημαντική διαφορά από τον δεύτερο διεκδικητή, θεωρητικά, της εξουσίας, όμως δεν μπορεί να μην αντιλαμβάνεται ότι και οι δικές της ολιγωρίες, αστοχίες και υστερούσες προσπάθειες επίλυσης των καθημερινών προβλημάτων του κόσμου (ακρίβεια, υγεία, παιδεία και ασφάλεια - σε κάποιον βαθμό) έχουν παίξει δυναμικά τον ρόλο τους στη δυσαρέσκεια που διαπιστώνεται στην κοινωνία, αυτό το διάχυτο ζαβλάκωμα που καταγράφεται σε όλες τις δημοσκοπήσεις.
Αν σε κάτι συμφωνούν σχεδόν όλοι οι αναλυτές και οι δημοσκόποι, είναι ότι στις εκλογές του 2027 (χωρίς να αποκλείεται εντελώς και πιο πρόωρη διεξαγωγή τους…) το ενδεχόμενο να προκύψει αυτοδύναμη κυβέρνηση είναι εξαιρετικά απίθανο -υπό την προϋπόθεση ότι θα γίνουν με τον ίδιο εκλογικό νόμο, όπως επιμένει ο πρωθυπουργός.
Οι δεξαμενές επαναπατρισμού εκλογέων, που στις τελευταίες εκλογές στράφηκαν σε άλλο κόμμα, δείχνουν να αποξηραίνονται. Αλλά και η επανάκαμψη ψηφοφόρων της ΝΔ που μετακινήθηκαν (ακόμη και μετά τις εκλογές του '23) δεξιότερα της κυβερνώσας παράταξης δεν είναι πολύ ενθαρρυντική. Τυχόν στροφή επί το δεξιότερο (σε πρόσωπα και πολιτικές) του κ. Μητσοτάκη θεωρείται πιθανότατο να «διώξει» και άλλους κεντρογενείς, χωρίς να είναι βέβαιο ότι θα «γοητεύσει» όσους κατέφυγαν στην Ελληνική Λύση του κ. Βελόπουλου, ή τη Φωνή Λογικής της κ. Λατινοπούλου. Τα άλλα ακροδεξιά κομματίδια θα δώσουν μάχη για να μπουν στη Βουλή, αλλά σίγουρα θα κόψουν αρκετούς ψήφους.
Κάποιοι προσβλέπουν (ή και εύχονται) στην αναβίωση του «παλιού καλού δικομματισμού». Αν και ιστορικοί πολιτικοί ερευνητές διατυπώνουν την άποψη πως επί της ουσίας πραγματικός δικομματισμός στη μεταπολίτευση δεν υπήρξε, παρά μονάχα επικρατούσε μιας μορφής «πλειοψηφική κοινοβουλευτική μοναρχία» τού εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος, και κατά (σχεδόν πάντα) μεγάλα χρονικά διαστήματα εκλογικού κύκλου άλλαζε ο «μονάρχης».
Βιώνουμε μια εντελώς αβέβαιη (και μέσα αλλά και έξω) περίοδο μεταβάσεων χωρίς ασφαλή πυξίδα. Όλα συνηγορούν ότι το χθες πεθαίνει αλλά το αύριο βρίσκεται ακόμη στη φάση των ωδινών του τοκετού. Ο όποιος «δικομματισμός» δεν μπορεί σήμερα να καλύψει, να διαχειρισθεί, να αντιμετωπίσει τις αναδυόμενες και αναπόφευκτες ανάγκες και απαιτήσεις. Θα είναι θετικό να υπάρχουν στη Βουλή ισχυρά και υπεύθυνα κόμματα, υπό τον όρο ότι θα είναι αποφασισμένα να δρουν και να αντιπολιτεύονται θετικά και παραγωγικά για την κοινωνία, να διατυπώνουν εναλλακτικές (ρεαλιστικές και κοστολογημένες) προτάσεις, να αποστρέφονται το μανιχαϊστικό «όχι σε όλα!), τις συνωμοσιολογίες, τη μηδενιστική καταστροφολογία προς άγρα «δυσαρεστημένων». Το… πείραμα ΣΥΡΙΖΑ αποδείχθηκε ότι ήταν μιας χρήσεως…
Εκτός και αν με τον όρο «δικομματισμός» εννοούμε την ύπαρξη στο Κοινοβούλιο δύο ισχυρών κομμάτων που θα είναι διατεθειμένα να συνεργασθούν, βάσει αρχών και προγραμμάτων, με σεβασμό και διάθεση συμβιβασμού και αμοιβαίες υποχωρήσεις. Το «πείραμα» έχει λειτουργήσει αρκετά ικανοποιητικά (για ένα αναγκαίο κρίσιμο διάστημα, έστω…) σε ωριμότερες της Ελληνικής δημοκρατίες.
Εδώ στη γωνιά μας, όμως, οι πολιτικές συνεργασίες προκύπτουν σχεδόν πάντα ως… αναγκαίο κακό, και η εμπειρία λέει ότι τέτοιου είδους κυβερνήσεις ήταν πάντα «ειδικού σκοπού» χωρίς μεσομακροπρόθεσμη διάθεση και με έντονο «άρωμα» εσωτερικών ανταγωνισμών, με λιγότερη αίσθηση πηγής κυβερνητικής πολιτικής και πάντα το μικρότερο κόμμα να υφίσταται φθορά στις επόμενες εκλογές.
Είναι απολύτως λογικό και θεμιτό τα κόμματα πριν από τις εκλογές να απορρίπτουν την ιδέα μετεκλογικής συνεργασίας. Θα ήταν τουλάχιστον ηττοπαθές. Γι’ αυτό και όλα τα κόμματα ξορκίζουν τις συνεργασίες (ακόμη και τις «ιδανικές» που περιγράψαμε πιο πάνω) και επιμένουν στην αυτόνομη πορεία.
Δεν εννοούμε με κανέναν τρόπο ότι οι αυτοδυναμίες είναι… επιβλαβείς και πρέπει να αποφεύγονται - τουναντίον, μάλιστα. Και στην Ελλάδα, πολύ συχνά έχουν παράγει θαύματα προς μίμηση.
Αλλά η ευμετάβλητη πραγματικότητα και τα γεγονότα έχουν την τάση να είναι… πεισματάρικα και να επιμένουν!