Μέσω e-mail το πρωτοβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο της Ένωσης Συντακτών μού έδωσε λίγες ημέρες διορία προκειμένου να προσέλθω σε απολογία -κανονική, με μάρτυρες- με το αιτιολογικό ότι στις 13 Φεβρουαρίου 2025 αρθρογράφησα για τη Μαρία Καρυστιανού.
Όντως στο εν λόγω άρθρο συντάχθηκα με τους γονείς των θυμάτων των Τεμπών που δικαίως απαιτούν δικαιοσύνη. Σχολίασα όμως και την «αφηγηματική υπεροπλία» της Αριστεράς που κινητοποιήθηκε αποκλειστικά για τα Τέμπη και όχι για άλλες τραγωδίες. Και διέκρινα πίσω από τις κινήσεις και ομιλίες της κ. Καρυστιανού μια υπερβολική παρέμβαση στην πολιτική διαδικασία. Διατύπωσα την άποψή μου χωρίς ξυλόλια, πολιτικές καταδίκες και δίκες προθέσεων. Σε αντίθεση με ορισμένους οπαδούς της άλλης άποψης, οι οποίοι αναπαράγουν συνειδητά έωλες «αποκαλύψεις» και δικάζουν στα πρωτοσέλιδα. Χωρίς καμία ενόχληση από την ΕΣΗΕΑ.
Από συγκεκριμένη μερίδα του Τύπου και ανώνυμα τρολ δέχτηκα προσωπικές επιθέσεις και απειλές. Άθλιους υπαινιγμούς για την επαγγελματική και οικογενειακή μου κατάσταση. Καθώς και ακραίους χαρακτηρισμούς εναντίον μου (σφουγγαρίστρα, υπηρετικό προσωπικό, ενεργούμενο του συστήματος, ανόητη και ιδεολογικά πωρωμένη, υποκείμενο τρίτης ποιότητας και πέμπτης διαλογής). Κάποιοι μάλιστα «υποσχέθηκαν» ότι «Όταν έρθει η στιγμή δεν θα ξεχάσουμε το όνομά της».
Η ΕΣΗΕΑ επέλεξε από τα χιλιάδες δημοσιεύματα για τα Τέμπη (πολλά συκοφαντικά, εμπρηστικά ή εκ προθέσεως κατασκευασμένα) να ενοχληθεί μόνο από τη δική μου αρθρογραφία. Γεγονός από μόνο του προβληματικό, αν δεχθούμε ότι η ελευθερία του Τύπου δεν μπορεί να εφαρμόζεται α λα καρτ. Είτε την υπηρετείς συνολικά, είτε όχι. Δεν γίνεται δηλαδή να επιπλήττεις μια άποψη, όσο κι αν διαφωνείς, ενώ ολόγυρα κυκλοφορούν τερατολογίες.
Στο σκεπτικό της η ΕΣΗΕΑ με εγκαλεί ουσιαστικά για ένα «παράπτωμα»: όπως αναφέρει, στο άρθρο μου για την κ. Καρυστιανού δεν λαμβάνω υπ' όψιν μου «την γενική κοινωνική απαίτηση για δικαιοσύνη, καθώς και τον αγώνα μιας μάνας για δικαίωση και τιμωρία των ενόχων». Εξ όσων όμως γνωρίζω, η «τιμωρία των ενόχων» και η «δικαίωση» του οποιουδήποτε δεν εμπίπτουν στη δημοσιογραφική δικαιοδοσία, αλλά της Δικαιοσύνης.
Από την άλλη, αποστολή του δημοσιογράφου δεν είναι να ταυτίζεται με το κλίμα της «γενικής κοινωνικής απαίτησης». Αλλά να το αναλύει και αναλόγως να το συμμερίζεται ή και να διαφωνεί. Δουλειά του είναι να ερμηνεύει τα μεγάφωνα της εκάστοτε πλατείας και όχι a priori να τα δικαιώνει.
Για να δώσω μερικά παραδείγματα. Όταν η «γενική κοινωνική απαίτηση» ήταν η έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ (62%), διατύπωσα την αντίθετη άποψη. Κι αν αύριο π.χ. τη «γενική κοινωνική απαίτηση» εκφράζουν αντιεμβολιστές, ακροδεξιοί, αντιευρωπαίοι, οπαδοί αυταρχικών καθεστώτων ή δραχμιστές, προσωπικά πάλι απέναντι θα βρίσκομαι. Ορισμός της ελευθερίας του Τύπου, σε μια δημοκρατία, είναι η δυνατότητα να υπερασπιζόμαστε τις διαφορετικές πλευρές της Ιστορίας. Η θεωρία της μοναδικής άποψης δεν μπορεί να επισείεται ως απειλή. Αλλιώς, παραπέμπει σε ιστορίες για άλλα καθεστώτα.