À la guerre comme à la guerre... λένε οι Γάλλοι. Δηλαδή, στον πόλεμο φέρσου και δράσε όπως αρμόζει σε έναν πόλεμο. Με ό,τι μέσα διαθέτεις, με ό,τι μπορείς να εκμεταλλευθείς, προσαρμόσου στις συνθήκες.
Σήμερα η αναφορά δεν είναι μεταφορική... Είναι κυριολεκτική. Εχουμε πόλεμο στη γειτονιά μας, δεν ξέρουμε ποιες επιπτώσεις μάς επιφυλάσσει ακόμη, δεν ξέρουμε πότε και πώς θα τελειώσει. Απλώς, στους σχεδιασμούς μας δεν μπορούμε να τον αγνοήσουμε, να κάνουμε σαν να μη συμβαίνει.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης και το επιτελείο του θα ήταν ασυγχώρητο να μην προβληματίζονται με τις εξελίξεις και να μην εκπονούν εναλλακτικά σχέδια προγραμματισμού -το ίδιο ασυγχώρητη θα ήταν και οποιαδήποτε άλλη κυβέρνηση. Στα 2½ χρόνια που βρίσκεται στην εξουσία, κλήθηκε να αντιμετωπίσει αλληλοδιαδόχως (και συχνά τη μια πάνω στην άλλη) τόσες μείζονες κρίσεις, που μόνο σεναριογράφος πολιτικού θρίλερ θα μπορούσε να επινοήσει! Έβρος, προσφυγικό, πολεμική αναταραχή στο Αιγαίο, πανδημία, τεράστιες οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις εξαιτίας της, δεύτερο και τρίτο κύμα του διαβολικού ιού, πρωτοφανείς πυρκαγιές, παγκόσμια ενεργειακή κρίση με εκτίναξη των διεθνών τιμών σε παλαβά ύψη, μαζί ακρίβεια σε πλήθος προϊόντων, λόγω διακοπής της εφοδιαστικής αλυσίδας, εξαιτίας της πανδημίας, και… καπάκι πόλεμος στην Ουκρανία, που πολλαπλασίασε με γεωμετρική πρόοδο όλα τα προηγούμενα, ήδη τεράστια προβλήματα!
«Τα γεγονότα, νεαρέ μου, τα γεγονότα…», είχε απαντήσει στις αρχές του περασμένου αιώνα Βρετανός πρωθυπουργός σε ερώτηση δημοσιογράφου «τι φοβάσθε πιο πολύ;». Και τι γεγονότα στην περίπτωσή μας, ε;
Ο Μητσοτάκης, παρά τις καταιγίδες και τους κεραυνούς που του 'πεσαν κατακέφαλα, αντέδρασε αποτελεσματικά. Γεγονός που εκτιμήθηκε από την κοινωνία, η οποία, παρά τα όσα κλήθηκε να υποστεί και να περάσει (και αναλογιζόμενη με… τρόμο τι θα είχε συμβεί αν μέσα σ’ όλη αυτή την καταιγίδα βρισκόταν στην εξουσία ο ιδεοληπτικός ΣΥΡΙΖΑ), συνέχισε να στηρίζει την κυβέρνηση. Και στις δημοσκοπήσεις, ακόμη και σήμερα, όχι μόνο διατηρεί το εκλογικό της προβάδισμα έναντι του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά δεν απέχει όσο θα δικαιολογούσαν οι περιστάσεις από το ποσοστό που πέτυχε τον Ιούλιο του '19.
Η κυβέρνηση ψήφισε έναν νέο εκλογικό νόμο, που θα ισχύσει μετά τις πρώτες εκλογές με απλή αναλογική, που επέβαλε ο νόμος του ΣΥΡΙΖΑ, πολύ πιο «αναλογικό» και κατά συνέπεια «δημοκρατικότερο» από εκείνον με το μπόνους των 50 εδρών στο πρώτο κόμμα. Και πίστευε, όταν τον έφερνε στη Βουλή, ότι θα εξασφάλιζε αυτοδύναμες κυβερνήσεις, στη νέα εποχή που έμπαινε η χώρα, μετά τη… δοκιμασία της «πρώτης φορά αριστεράς».
Ο Μητσοτάκης, που έχει δώσει δείγματα της πίστης του στη θεσμική λειτουργία του κράτους, επαναλαμβάνει ότι οι εκλογές θα γίνουν με το τέλος της θητείας, ή κοντά σ’ αυτή, αλλά πάντως εντός του 2023. Αν ήθελε, είχε τις ευκαιρίες να τις προκαλέσει ήδη νωρίτερα, και μάλιστα σε εποχές με καλύτερες δημοσκοπικές καταγραφές, και να σαρώσει. Δεν το έπραξε.
Τώρα διακινείται στο πολιτικό σκηνικό η πληροφορία ή η εκτίμηση ότι σκέφτεται τις πρόωρες κάλπες. Και μάλιστα με ενδεχόμενη… αλλαγή επί το πλειοψηφικότερο του δικού του εκλογικού νόμου, ώστε οι πιθανότητες ανάδειξης αυτοδύναμης κυβέρνησης (μετά τις πρώτες «απλές» κάλπες») να είναι πολύ μεγαλύτερες, και να μην κινδυνεύει να μπει η χώρα, μέσα σε τέτοιο ευρωπαϊκό και παγκόσμιο περιβάλλον μάλιστα, στη σαρωτική διαδικασία αλλεπάλληλων εκλογικών αναμετρήσεων. Ρεαλιστικό και λογικό είναι ο πρωθυπουργός να υπολογίζει πώς με έναν πλειοψηφικότερο νόμο, στις δεύτερες αυτές εκλογές, θα νικήσει η ΝΔ, σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα.
Μέσα στη χοάνη των προβληματισμών, των εναλλακτικών σχεδιασμών, των σκέψεων, που, απόλυτα θεμιτό είναι, εξετάζονται στο Μέγαρο Μαξίμου (και να «διοχετεύονται» στη δημοσιότητα για… γραδάρισμα αντιδράσεων) μπήκε μόλις πρόσφατα και μια «ενδιαφέρουσα» δήλωση του κυβερνητικού εκπροσώπου κ. Οικονόμου, ότι «οι εκλογές θα γίνουν στο τέλος της τετραετίας και αυτή τη στιγμή την κυβέρνηση δεν την απασχολεί καμιά αλλαγή του εκλογικού νόμου, αλλά η αντιμετώπιση των συνεπειών των ανατιμήσεων (σ.σ.: της ακρίβειας, δηλαδή) στη ζωή των πολιτών»!
Είναι η πρώτη φορά που ομολογείται, έστω και… ξώφαλτσα, ότι αλλαγή του εκλογικού νόμου είναι στα ενδεχόμενα «εκτάκτου ανάγκης» που μελετά η κυβέρνηση. Στον ΣΥΡΙΖΑ, λογικό είναι να έχουν ανησυχήσει για ένα τέτοιο ενδεχόμενο, μιλάνε ήδη για «δείγμα ηττοπάθειας του Μητσοτάκη» αλλά και για «θεσμικό ατόπημα». Η αλήθεια είναι ότι, άσχετα με το τι θα επικαλεσθεί η κυβέρνηση, αν προχωρήσει σε μια τέτοια κατεύθυνση, και πέρα από τις ειλικρινείς ανησυχίες του πρωθυπουργού για τους κινδύνους ακυβερνησίας, η αλλαγή του εκλογικού νόμου αναμφίβολα θα ερμηνευθεί από ικανή μερίδα του κόσμου, ακόμη και οπαδών της ΝΔ, ως ένδειξη ηττοπάθειας. Και μπορεί να μη συνιστά «θεσμικό ατόπημα» με την αυστηρή έννοια του όρου, αφού μια κυβέρνηση έχει τη νομιμοποίηση να αλλάζει δικά της νομοθετήματα, αλλά οπωσδήποτε είναι αξιοπρόσεκτο ότι η κυβέρνηση αλλάζει έναν δικό της κομβικό νόμο, όπως ο εκλογικός, χωρίς καν να τον εφαρμόσει…
Όσοι εισηγούνται (και από κυβέρνηση και από κόμμα) στον κ. Μητσοτάκη αλλαγή του εκλογικού νόμου, τονίζουν ότι «μέχρι τις εκλογές αυτή η αλλαγή θα έχει ξεχαστεί, τουλάχιστον από τον κόσμο». Αυτό το επιχείρημα σημαίνει ότι, αν αλλάξει τελικά ο εκλογικός νόμος, οι εκλογές θα γίνουν υποχρεωτικά μέσα στο 2023 και όχι φέτος, ώστε να έχει επιδράσει ο… πανδαμάτωρ χρόνος.
Επίσης, με νέο πλειοψηφικότερο νόμο, η κυβέρνηση δεν θα μπορεί πλέον παρά να στοχεύει σε «βέβαιη» αυτοδυναμία κατά τις δεύτερες κάλπες, μετά τις «αναλογικές», δεδομένου ότι θα είναι πολύ δύσκολο (αλλά ποτέ δεν ξέρει κανείς…) να υπολογίζει στη συνδρομή άλλων κομμάτων, κυρίως του ΠΑΣΟΚ, για σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας, μετά την «ντρίπλα» με την αλλαγή του εκλογικού νόμου.
Σε κάθε περίπτωση, δεν θα είναι εύκολη η όποια απόφαση του κ. Μητσοτάκη. Η καθεμιά έχει τα πιθανολογούμενα οφέλη, αλλά και τα αναμφισβήτητα ρίσκα της -ιδίως αν αναλογισθεί κανείς ότι ο πρωθυπουργός από την αρχή έχει δώσει μεγάλη έμφαση και έχει επενδύσει στο θεσμικό προφίλ του.
Αλλά είπαμε: ‘A la guerre, comme ‘a la guerre…