Υπέρ της αναγνώρισης της μειονότητας στη Θράκη ως «τουρκικής» τάσσεται ο Σωτήρης Βαλντέν, μέλος της γραμματείας του τμήματος ευρωπαϊκής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ και υποψήφιος ευρωβουλευτής με το κόμμα το 2019.
Παράλληλα, ζητά να προσληφθούν Τούρκοι αστυνομικοί και δικαστές στην περιοχή.
«Μια σύγχρονη ελληνική πολιτική απέναντι στην μειονότητα θα ξεκινούσε από θετικά μέτρα υπέρ της, ανάλογα με αυτά που εφαρμόζονται σε ολόκληρη την Ευρώπη: αναγνώριση του δικαιώματος του αυτοπροσδιορισμού, πρόσληψη Τούρκων αστυνομικών και δικαστών στην περιοχή, πινακίδες στα τουρκικά πλάι στα ελληνικά σε μαγαζιά και δρόμους, δικαίωμα εκλογής των μουφτήδων τους, αναβάθμιση της εκπαίδευσης στα τουρκικά, και βέβαια αναπτυξιακές πολιτικές με στόχο τη σύγκλιση του βιοτικού επιπέδου της μειονότητας με αυτό του μέσου όρου της χώρας» αναφέρει μεταξύ άλλων ο Σωτήρης Βαλντέν σε άρθρο του που δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα tvxs.
«Η αναγνώριση της μειονότητας στη Θράκη ως τουρκικής επιβάλλεται από την πραγματικότητα, από τις αρχές που πρέπει να διέπουν τη δημοκρατία μας και από τις διεθνείς μας υποχρεώσεις. Θα συνέβαλε ουσιαστικά στη βελτίωση του κλίματος στη μειονότητα. Θα αποτελούσε δε και ένα βήμα, από τα πιο εύκολα, για τη βελτίωση των σχέσεων με την γείτονα», τονίζει επίσης.
Ολόκληρο το άρθρο του Σωτήρη Βαλντέν
Πριν μερικά χρόνια είχε ξεσηκωθεί μεγάλος αχός όταν ο Γιάννης Τσιρώνης, συνεργαζόμενος τότε με τον ΣΥΡΙΖΑ, υποστήριξε πως το Καστελόριζο δεν βρίσκεται στο Αιγαίο. «Εθνομηδενιστής σε παραλήρημα», «αγράμματος, αστοιχείωτος, αγεωγράφητος, αμόρφωτος», «άνοιξε την Κεκρόπορτα», «υποτιμά τη νοημοσύνη των Ελλήνων, λες και μόνον ο ίδιος γνωρίζει πού βρίσκεται το νησί» ήταν μερικοί από τους χαρακτηρισμούς με τους οποίους τον στόλισαν ΜΜΕ και διαδίκτυο.
«Αδιανόητη», «επιπόλαιη» που «διασπά τον εθνικό χώρο» σχολίασε τη δήλωση ο εκπρόσωπος της ΝΔ Κουμουτσάκος. «Να φύγει η κυβέρνηση [του ΣΥΡΙΖΑ]», ζητούσε ο εκπρόσωπος του ΚΙΝ.ΑΛΛ Ανδρέας Λοβέρδος. Ακόμη και το ΚΚΕ καταδίκασε τον Τσιρώνη.
Είχα τότε περιγράψει το παράλογο της κατάστασης με το ερώτημα «Πετάει ο γάιδαρος;» (ΕφΣυν 26/3/2019). Έκτοτε το Καστελόριζο δεν άλλαξε βέβαια θέση, ούτε ξανακούσαμε όμως πώς είναι στο Αιγαίο. Αντίθετα μάλιστα, ο Αλέξης Τσίπρας, μας καθησύχαζε αργότερα πως η επέκταση των χωρικών μας υδάτων στα 12 μίλια, όπως την προτείνει, δεν εμπίπτει στο τουρκικό casus belli γιατί το Καστελόριζο δεν είναι στο Αιγαίο. Κανείς από τους νεο-γεωγράφους δεν αντέδρασε.
Στην προεκλογική περίοδο που μόλις τέλειωσε είχαμε μια ανάλογη υπόθεση και μάλιστα σοβαρότερη και σε μεγαλύτερη κλίμακα: δεν υπάρχουν Τούρκοι στη Θράκη, μόνο Έλληνες μουσουλμάνοι είναι το νέο θέσφατο. Όλοι συμφώνησαν σ’ αυτό. Διαφώνησαν μόνο στο αν κάποιος «δικαιούται» να λέει πως υπάρχουν Τούρκοι, ή πως είναι ο ίδιος Τούρκος, με τη ΝΔ να καταγγέλλει τον ΣΥΡΙΖΑ ως «εθνική εξαίρεση», να ζητεί δηλώσεις μετανοίας από υποψήφιους βουλευτές του και να απειλεί απροκάλυπτα τη μειονότητα.
Συζήτηση σοβαρή για το μειονοτικό ήταν αδύνατη στο προεκλογικό κλίμα, οπότε και εγώ είχα περιοριστεί στην κριτική της «επιχείρησης Θράκη» του Κυριάκου Μητσοτάκη και της ανεκδιήγητης στάσης της κυρίας Μπακογιάννη σε μειονοτικό χωριό (ΕφΣυν 12/6). Με τις εκλογές όμως πλέον πίσω μας, είναι νομίζω πια καιρός να δούμε την ουσία του ζητήματος.
Πριν εξετάσω αναλυτικά το επίσημο αφήγημα για τη μειονότητα στη Θράκη, επιβάλλεται μια απλή ερώτηση που αποκαλύπτει νομίζω τον γυμνό βασιλιά: Υπάρχει κανένας Έλληνας που να αμφιβάλλει στ’ αλήθεια πως υπάρχουν Τούρκοι στη Θράκη;
Υπάρχει κανένας Έλληνας που να μην ξέρει πως, όπως στην Ελλάδα υπάρχουν μουσουλμάνοι Πακιστανοί και μουσουλμάνοι Αλβανοί, έτσι υπάρχουν και μουσουλμάνοι Τούρκοι, που μάλιστα δεν είναι μετανάστες ή πρόσφυγες, αλλά αποτελούν γηγενή μειονότητα στη Θράκη και είναι άρα Έλληνες πολίτες;
Ας είμαστε ειλικρινείς, όλοι το γνωρίζουμε. Απλά κάποιοι και σύσσωμο το πολιτικό σύστημα θεωρούν πως δεν πρέπει να το λέμε. Ο γάιδαρος λοιπόν και πάλι πετάει, αφού το επιβάλλει το εθνικό συμφέρον.
Λίγη ιστορία: όταν η επίσημη Ελλάδα ονόμαζε τη μειονότητα «τουρκική»
Έχει γραφτεί τελευταία κατά κόρον, αλλά απευθύνονται φαίνεται σε ώτα μη ακουόντων. Γι’ αυτό και επαναλαμβάνω: Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας ’50, οι «μουσουλμάνοι» της Θράκης, όλοι ή το «τουρκογενές» τμήμα τους, αυτό δηλαδή που έχει τα τουρκικά ως μητρική γλώσσα, αποκαλούνταν και επισήμως «Τούρκοι». Πριν από τα γεγονότα της Κωνσταντινούπολης και της Κύπρου, οι σχέσεις με την Τουρκία ήταν καλές, κυρίως όμως, στις συνθήκες του Ψυχρού Πολέμου, ο εχθρός ήταν η Βουλγαρία και δεν θέλαμε οι Πομάκοι -που ως γνωστόν μιλούν μια βουλγαρική διάλεκτο- να διεκδικηθούν από τη Σόφια.
Όμως και αργότερα, πριν σαρώσει τη χώρα ο εθνικισμός του ανδρεϊκού ΠΑΣΟΚ (Παπαθεμελής, Καψής κ.ά.), πολύ συχνά ακουγόταν πως στη Θράκη έχουμε Τούρκους, χωρίς να δημιουργείται θέμα. Ακόμα και από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Ήταν άραγε οι πολιτικοί της χώρας πριν από το ’80 εθνικοί μειοδότες; Ή μήπως, επειδή ενδεχομένως φούντωσε έκτοτε ο τουρκικός αναθεωρητισμός, άλλαξε η εθνική ταυτότητα της μειονότητας;
Κανένα πρόβλημα από την αναγνώριση τουρκικής μειονότητας
Πόσο τρομερό είναι άραγε να αναγνωρίσουμε ως τουρκική μειονότητα όσους κατοίκους της Θράκης το επιθυμούν; Ουδείς εξηγεί ρητά γιατί το ζήτημα είναι τόσο σοβαρό. Υπονοείται πως έτσι θα διευκολύναμε την τουρκική διείσδυση στη Θράκη. Μα ποιος πιστεύει στα σοβαρά πως η διείσδυση της Άγκυρας δυσκολεύεται επειδή ονομάζουμε τη μειονότητα μουσουλμανική και όχι τουρκική;
Το αντίθετο βέβαια συμβαίνει. Απαγορεύοντας τον αυτοπροσδιορισμό των μειονοτικών, προσφέρουμε στην Τουρκία την ευκαιρία να εμφανίζεται, στη Θράκη και διεθνώς, ως υπερασπιστής της μειονότητας, του διεθνούς δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Με άλλα λόγια, η όλη φασαρία που ξεσηκώνουμε αποτελεί μια διαμάχη περί όνου σκιάς, αλλά και ένα δώρο προς την Άγκυρα.
Η εθνικιστική προπαγάνδα σκόπιμα μπερδεύει εδώ τα χαρτιά. Πώς γίνεται, αντιτείνει, να έχουμε Τούρκους και μάλιστα βουλευτές στη χώρα μας; Έλληνες δεν είμαστε όλοι; Προφανώς είμαστε όλοι Έλληνες πολίτες, όχι όμως εθνοτικά Έλληνες. Όπως δεν θα διανοούμασταν να ονομάσουμε τους μειονοτικούς μας στην Αλβανία, ορθόδοξους ή ελληνογενείς Αλβανούς και όχι Έλληνες, ή τον Τούρκο πολίτη Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, Τούρκο και όχι Έλληνα.
Περί Λοζάνης και διεθνούς δικαίου
Μήπως όμως η αναγνώριση τουρκικής μειονότητας αντιβαίνει στη Συνθήκη της Λοζάνης;
Η χώρα μας έχει γεμίσει τελευταία με υπερασπιστές της Λοζάνης. Γιατί; Γιατί στην Τουρκία υπάρχουν ακραίες φωνές που ζητούν την αναθεώρησή της όσον αφορά την κυριαρχία των νησιών μας. Βέβαια οι καθ’ ημάς θεματοφύλακες των συνθηκών δεν διστάζουν να δηλώσουν πως στο διεθνές δίκαιο το δικαίωμα της άμυνας υπερισχύει των όποιων διατάξεων των συνθηκών (για αποστρατιωτικοποίηση νησιών).
Τι ισχύει λοιπόν για τη μειονότητα από πλευράς διεθνούς δικαίου;
Να θυμηθούμε κατ’ αρχάς πως το όνομα της μειονότητας δεν αποτελεί κεντρικό στοιχείο της Λοζάνης. Η Ελλάδα δεν αγωνίστηκε να μην αναφέρεται ως τουρκική. Ενδεχομένως η Άγκυρα να ζήτησε το «μουσουλμανική» για να μπορεί να θεμελιώσει ενδιαφέρον και για μη Τούρκους μουσουλμάνους στην ελληνική επικράτεια.
Ως «καυτό» θέμα, το όνομα της μειονότητας εμφανίστηκε πολύ αργότερα. Πιστεύει κανείς σοβαρά πως αν η χώρα μας εφαρμόσει στη Θράκη τις σύγχρονες ευρωπαϊκές αρχές για τις μειονότητες, θα ανατρέψει τη Συνθήκη της Λοζάνης που ορίζει τα σύνορά και την εδαφική κυριαρχία μας;
Από τη Λοζάνη έχουν περάσει 100 χρόνια. Έκτοτε αναπτύχθηκε το διεθνές και ευρωπαϊκό δίκαιο για τις μειονότητες. Κεντρικό του στοιχείο σήμερα είναι η αρχή του αυτοπροσδιορισμού. Ο κάθε πολίτης και η κάθε μειονότητα έχουν το δικαίωμα να ορίζουν οι ίδιοι την εθνική τους ταυτότητα. Αν θεωρώ πως είμαι Τούρκος ή Μακεδόνας, είμαι Τούρκος και Μακεδόνας και η πολιτεία οφείλει να το αναγνωρίσει, ατομικά και συλλογικά. Τελεία και παύλα. Οι θεωρίες για την ταυτότητα και την καταγωγή των διαφόρων μειονοτικών ομάδων είναι χρήσιμες για την κοινωνιολογία και τη λαογραφία, όχι όμως για την αναγνώριση των μειονοτήτων.
Αυτό ακριβώς υποστηρίζει εξάλλου η Ελλάδα -και ορθώς- όσον αφορά την ελληνική μειονότητα στην Αλβανία. Όχι όμως για όσους δηλώνουν Τούρκοι ή Μακεδόνες στην χώρα μας. Και ως γνωστόν, η Ελλάδα έχει επανειλημμένα καταδικαστεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων επειδή θέτει εμπόδια στην εφαρμογή της αρχής του αυτοπροσδιορισμού από εθνοτικά Μακεδόνες και Τούρκους Έλληνες πολίτες.
Τις αποφάσεις αυτές δεν εφαρμόζει η χώρα μας που κατά τα άλλα θέλει να εμφανίζεται ως υπερασπιστής του διεθνούς δικαίου.
Από πού και ως πού η προσαρμογή στο σύγχρονο δίκαιο απαγορεύεται από τη διμερή συνθήκη με την Τουρκία; Η Λοζάνη υπογράφηκε για τον ορισμό των συνόρων και την προστασία των μειονοτήτων που απέμειναν στις δύο χώρες, όχι για τον περιορισμό των δικαιωμάτων τους. Ας σοβαρευτούμε.
Η ανάμειξη της Τουρκίας
Η ΝΔ ανακάλυψε ξαφνικά πως το τουρκικό προξενείο στήριξε την εκλογή των δύο βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ σε Ξάνθη και Ροδόπη. Μάλιστα επικαλείται εκθέσεις της ΕΥΠ από τις οποίες παρεμπιπτόντως προκύπτει πως παρακολουθούνται, ως μη έδει, τα φρονήματα Ελλήνων πολιτών, υποψήφιων βουλευτών.
Προσποιούνται λοιπόν πως δεν γνωρίζουν πως ανέκαθεν, σε κάθε εκλογική αναμέτρηση, η επίσημη Τουρκία στηρίζει κάποιους υποψήφιους άλλοτε του ενός και άλλοτε του άλλου κόμματος που μάλιστα δηλώνουν Τούρκοι. Παραδείγματα στήριξης τέτοιων υποψηφίων της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ, και του εφήμερου κόμματος της κυρίας Μπακογιάννη προ καιρού υπάρχουν άφθονα.
Έχει δικαίωμα η Τουρκία να αναμειγνύεται στις ελληνικές εκλογές και ποια πρέπει να είναι η στάση των Τούρκων μειονοτικών και υποψηφίων;
Ας δούμε το ζήτημα από την αρχή. Την ευθύνη για την άσκηση μειονοτικής πολιτικής έχει βέβαια πρώτιστα το κράτος όπου ζει η μειονότητα, εξ ου και η υποχρέωση π.χ. να σέβεται την αρχή του αυτοπροσδιορισμού.
Ωστόσο δικαίωμα να ενδιαφέρεται μια χώρα για τις μειονότητες ομοεθνών της σε άλλες χώρες αναγνωρίζεται από το διεθνές δίκαιο. Η Τουρκία δηλαδή νομιμοποιείται να θέτει το ζήτημα της μειονότητας στην ατζέντα των διμερών σχέσεων, όπως εμείς θέτουμε το ζήτημα της ελληνικής μειονότητας στις ελληνο-αλβανικές σχέσεις, ή την τύχη του Πατριαρχείου και της Ίμβρου στις ελληνο-τουρκικές.
Αυτά, ανεξάρτητα από τη Συνθήκη της Λοζάνης. Οι διατάξεις της Λοζάνης αποτελούν ένα πρόσθετο λόγο. Μάλιστα η ελληνική πλευρά υπερβάλλει αυτόν τον λόγο, αφού συρρικνώνει τα ζητήματα και τα δικαιώματα της μειονότητας στα όσα προβλέπει η Συνθήκη, δηλαδή στα όσα έχουν συμφωνηθεί με την Τουρκία. Τι άλλο σημαίνει η ανάθεση των μειονοτικών ζητημάτων που αφορούν Έλληνες πολίτες στο υπουργείο Εξωτερικών και την ΕΥΠ;
Συνεπώς, είναι απολύτως θεμιτό, ίσως και χρήσιμο, η Αθήνα να συζητά με την Άγκυρα για τη τουρκική μειονότητα της Θράκης και για την ελληνική μειονότητα στην Τουρκία. Να ένα ζήτημα που καταρρίπτει το δόγμα περί μιας και μοναδικής διαφοράς με την Τουρκία και που κάλλιστα θα μπορούσε και να συζητηθεί και να λυθεί.
Το ότι η Τουρκία νομιμοποιείται να ενδιαφέρεται για τη μειονότητα στη Θράκη δεν σημαίνει βέβαια πως νομιμοποιείται να παρεμβαίνει χονδροειδώς στην ελληνική πολιτική ζωή ή να στηρίζει ή και να υποθάλπει ακραίες ή και αναθεωρητικές δυνάμεις στη μειονότητα. Και δυστυχώς αυτό συχνά συμβαίνει.
Το φαινόμενο δεν είναι βέβαια πρωτόγνωρο. Συναντάται απανταχού της οικουμένης όπου οι σχέσεις ανάμεσα στα δύο εμπλεκόμενα κράτη είναι δύσκολες. Και εμείς αυτό ακριβώς κάνουμε με τους Έλληνες της Αλβανίας, τελευταία με την απροκάλυπτη στήριξη του ακροδεξιού δήμαρχου της Χιμάρας.
Η εργαλειοποίηση μειονοτήτων είναι όσο συνήθης όσο και η καταπίεσή τους. Στη Θράκη υπάρχει συνεπώς πρόβλημα, αν και δεν είναι τόσο οξύ όσο αλλού ή και όσο παλιότερα. Και για την ύπαρξη του δεν ευθύνεται μόνο η Άγκυρα.
Πώς όμως αντιμετωπίζονται τέτοιες καταστάσεις; Η διεθνής πείρα λέει πως ο μόνος δρόμος είναι η βελτίωση των διμερών σχέσεων, ο σεβασμός των μειονοτικών δικαιωμάτων και η βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης της μειονότητας. Στόχος πρέπει να είναι η μειονότητα να καταστεί γέφυρα φιλίας και όχι εργαλείο αντιπαράθεσης. Ο δρόμος της καταστολής και της όξυνσης των σχέσεων οδηγεί σε εντάσεις, πολέμους και εγκλήματα.
Εν προκειμένω, λύση δεν αποτελεί η παρεμπόδιση των επαφών της μειονότητας με το προξενείο ή το κλείσιμό του. Στην εποχή μας και τη δημοκρατία μας (και εφόσον δεν την καταργήσουμε πλήρως στη Θράκη) τέτοια μέτρα θα ήταν συν τοις άλλοις αναποτελεσματικά.
Κυρίως όμως θα οδηγούσαν σε μια επικίνδυνη διακοινοτική πόλωση, με συνέπεια την ακόμη μεγαλύτερη παρέμβαση της Άγκυρας και από ισχυρές θέσεις. Οι Τούρκοι μειονοτικοί θα «στριμώχνονταν» ανάμεσα στα δύο κράτη. Θα ήταν δε πολιτικά και ηθικά απαράδεκτο να θέτουμε σε μειονοτικούς το δίλημμα «με ποια από τις δύο χώρες είσαι;»
Σε όλη την υφήλιο, οι μειονοτικοί έχουν αναπόφευκτα διπλή ταυτότητα: ως πολίτες της χώρας όπου ζουν και ως ανήκοντες σε ένα έθνος που κυριαρχεί σε γειτονική χώρα, την «μητέρα-πατρίδα».
Η άρνηση αυτής της πραγματικότητας οδηγεί σε αδιέξοδα και συγκρούσεις. Ας σκεφθούμε αντίστοιχα τι θα λέγαμε αν η αλβανική κυβέρνηση ζητούσε από τους μειονοτικούς της χώρας να δηλώσουν πως δεν είναι Έλληνες ως προϋπόθεση για να κατέβουν ως υποψήφιοι σε εκλογές. Και όμως αυτό ζήτησε σήμερα από τους Τούρκους της Θράκης ο Κυριάκος Μητσοτάκης, αλλά και πολλοί άλλοι.
Η «εθνική γραμμή»
Ποια είναι η περίφημη «εθνική γραμμή» στο μειονοτικό που έχει ανακηρυχθεί σε ταμπού; Ποιος την αποφάσισε και πότε; Η ΕΥΠ και το υπουργείο Εξωτερικών; Οι κατά καιρούς υπερπατριώτες υπουργοί; Τέτοια εθνική γραμμή δεν υπάρχει. Έχουμε όμως φθάσει να θεωρούμε εθνική γραμμή αυτό που εκάστοτε ορίζει το εθνικιστικό λόμπι, το οποίο είναι πράγματι «εθνικό» γιατί διαπερνά όλα περίπου τα κόμματα. Όμως ούτε συμφωνημένη ούτε αμετάβλητη είναι.
Εξάλλου και ιστορικά τα περί εθνικής γραμμής αποτελούν μύθο. Δεν εννοώ φυσικά την αυτονόητη εθνική ενότητα σε περίπτωση επίθεσης ή έκδηλης απειλής κατά της ανεξαρτησίας και ακεραιότητας της χώρας. Πότε όμως υπήρξε «εθνική γραμμή» στις μεγάλες αποφάσεις εξωτερικής πολιτικής; Στις συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου; Στην ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ; Στην άρση της εμπολέμου με την Αλβανία; Στην κρίση των Ιμίων; Στο σχέδιο Ανάν; Στις Πρέσπες;
Ας μην κοροϊδεύουμε εαυτούς και αλλήλους. Εθνική γραμμή στην εξωτερική πολιτική σπάνια υπήρξε και αυτό είναι απολύτως φυσιολογικό σε μια δημοκρατία, καθώς η εξωτερική πολιτική είναι βαθύτατα πολιτική και άρα προϊόν πολιτικών και κομματικών επιλογών. Το αν τα κριτήρια για τις επιλογές αυτές είναι η δημαγωγία και ο λαϊκισμός και όχι το εθνικό συμφέρον όπως το ορίζει ο καθένας είναι άλλο ζήτημα. Όμως κατά κανόνα πίσω από τις φωνές περί «εθνικής γραμμής» βρίσκεται η ιδεολογική τρομοκρατία των πατριδοκάπηλων.
Στη χώρα μας, ο εθνικισμός έχει βαθιές ρίζες και μας έχει στοιχίσει τις δύο μεγαλύτερες εθνικές συμφορές στη σύγχρονη ιστορία μας: την Μικρασιατική καταστροφή και την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974. Ο εθνικισμός διαπερνά ολόκληρη την κοινωνία, με κύριους φορείς την παιδεία, την ορθόδοξη εκκλησία, τον στρατό και τα ΜΜΕ και, με την πάροδο του χρόνου, γίνεται όλο και πιο αναχρονιστικός.
Το πολιτικό σύστημα σχεδόν σύσσωμο, αντανακλά και αναπαράγει τα εθνικιστικά αφηγήματα, ελπίζοντας να αποκομίσει έτσι κομματικά οφέλη και φοβούμενο να συγκρουστεί σ’ αυτό το πεδίο με τους υπερπατριώτες και με τα αντίπαλα κόμματα που καιροφυλακτούν.
Τις τελευταίες δεκαετίες έχει κλιμακωθεί μια πλειοδοσία εθνικισμού, αρχής γενομένης με τη διακυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου και με σημαντικούς σταθμούς τις δύο εξάρσεις του μακεδονικού (1992-1995, 2018-2019). Οι αντιστάσεις στα κόμματα είναι αδύνατες, με λίγες εξαιρέσεις: την περίοδο Σημίτη, που όμως έληξε άδοξα με την απόρριψη του σχεδίου Ανάν λίγο αργότερα, και βέβαια με τη Συμφωνία των Πρεσπών, όπου για πρώτη φορά επικράτησε η λογική και είχαμε λύση, αλλά με σημαντικό πολιτικό κόστος για τον ΣΥΡΙΖΑ.
Η στάση των κομμάτων και ο ΣΥΡΙΖΑ
Η σημερινή εθνικιστική έξαρση επινοήθηκε από τη ΝΔ με τρεις στόχους: να τρομοκρατήσει τους Τούρκους της Θράκης ώστε να μην ξαναψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ (η Ροδόπη ήταν ο μόνος «κόκκινος» νομός στις εκλογές τις 21/5), να αποτρέψει τη φυγή δεξιών ψηφοφόρων, ιδίως στη βόρεια Ελλάδα, προς τα μικρότερα κόμματα της ακροδεξιάς, και να στοχοποιήσει πανεθνικά τον ΣΥΡΙΖΑ ως αμφιβόλου εθνικοφροσύνης και να του επιφέρει νέο εκλογικό πλήγμα στις 25/6.
Σ’ αυτό ο Κ. Μητσοτάκης εμπνεύστηκε από το αντίστοιχο πετυχημένο στρατήγημά του το 2019 με τις Πρέσπες. Όπως τότε, αγνόησε και τώρα τις επικίνδυνες επιπτώσεις της στάσης του. Όπως το 2019, με περισσό θράσος συμμάχησε με αυτόκλητους εθναμύντορες για να αμφισβητήσει τον πατριωτισμό της αξιωματικής αντιπολίτευσης (τότε της κυβέρνησης) και να την καταγγείλει ως «εθνική εξαίρεση». Επιστράτευσε εμφυλιοπολεμικές μεθόδους, ζητώντας μέχρι και δηλώσεις εθνικοφροσύνης από βουλευτές και απειλώντας τους μειονοτικούς.
Δεν είναι σαφές αν η «επιχείρηση Θράκη» του Κ. Μητσοτάκη συνέβαλε στην παραπέρα συρρίκνωση του ΣΥΡΙΖΑ στις χθεσινές εκλογές. Βέβαιο είναι όμως πως απέτυχε παταγωδώς να τρομοκρατήσει τους μειονοτικούς που συσπειρώθηκαν γύρω από τους υποψηφίους τους. Δεν φαίνεται να πέτυχε να αποτρέψει και τη διόγκωση της ακροδεξιάς σε όλη τη χώρα. Και βέβαια οι συνέπειες στις διακοινοτικές σχέσεις, αλλά και στις σχέσεις με την Τουρκία είναι πιθανότατο να φανούν σύντομα.
Δυστυχώς, ΠΑΣΟΚ και ΚΚΕ, προτίμησαν να εμείνουν στην ισοβαρή καταγγελία ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, παρά να υιοθετήσουν μια στάση αρχών. Ο Νίκος Ανδρουλάκης κατήγγειλε τον «επικίνδυνο τυχοδιωκτισμό» και των δύο, εννοώντας προφανώς πως ο τυχοδιωκτισμός του ΣΥΡΙΖΑ συνίσταται στο ότι δεν αποκήρυξε ή δεν απέσυρε τους Τούρκους βουλευτές του. Όποιος μιλά για τουρκική μειονότητα αμφισβητεί τη Λοζάνη, λειτουργεί εις βάρος της πατρίδας μας και δεν πρέπει να είναι βουλευτής, εξήγησε.
Μερικές μέρες αργότερα ζήτησε μάλιστα από τους μειονοτικούς υποψηφίους του ΣΥΡΙΖΑ -και μόνο από αυτούς, οι υπόλοιποι υποψήφιοι έχουν φαίνεται την έξωθεν καλή μαρτυρία- να κάνουν δημόσια δήλωση ότι σέβονται τη Λοζάνη. Θα ήταν ενδιαφέρον να μάθουμε τι σκέπτεται επ’ αυτών το Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα, στο οποίο με τόσο ενθουσιασμό ανήκει το ΠΑΣΟΚ.
Το ΚΚΕ κατήγγειλε τα «επικίνδυνα παιχνίδια» που παίζουν ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ (και ΠΑΣΟΚ) πίσω τα οποία βλέπει αμερικανοΝΑΤΟΪκή παρέμβαση με στόχο, μεταξύ άλλων, να εμπεδωθεί η λογική του “συλλογικού αυτοπροσδιορισμού” ως “τουρκική μειονότητα”, πράγμα που αντιτίθεται, λέει, στη Συνθήκη της Λοζάνης και ανοίγει πολύ επικίνδυνους δρόμους. Ο Λένιν θα γυρνάει στον τάφο του. Ο Στάλιν ίσως θα χαμογελάει.
Από την πλευρά του, ο ΣΥΡΙΖΑ κατήγγειλε την εργαλειοποίηση του μειονοτικού και τις απειλές κατά της μειονότητας, ξεσκέπασε την υποκρισία των κατηγοριών για σχέσεις με το προξενείο και δεν ενέδωσε στην απαίτηση να εκδιώξει τους μειονοτικούς από τα ψηφοδέλτιά του, ούτε να τους ζητήσει δηλώσεις νομιμοφροσύνης. Υπερασπίστηκε ακόμη το δικαίωμα του Νίκου Φίλη να λέει ότι οι υποψήφιοι «δικαιούνται» να δηλώνουν Τούρκοι («προσωπική του άποψη, όχι αιτία διαγραφής»).
Όμως στο κρίσιμο ζήτημα, αν δηλαδή η μειονότητα είναι και δικαιούται να δηλώνει τουρκική, ο ΣΥΡΙΖΑ εμμένει και αυτός στην «εθνική», δηλαδή την εθνικιστική γραμμή. Αντί να δώσει τη μάχη στο ζήτημα του αυτοπροσδιορισμού, της συμμόρφωσης της Ελλάδας προς το διεθνές δίκαιο και τις αποφάσεις του δικαστηρίου του Στρασβούργου, αναλώθηκε μεταξύ άλλων στο αν και πότε τον είχε ειδοποιήσει η ΕΥΠ.
Για ποιο πράγμα άραγε; Πως οι υποψήφιοί του δηλώνουν Τούρκοι και έχουν σχέση με το προξενείο; Χρειαζόταν μυστική υπηρεσία για να το μάθει αυτό; Φυσικά και το ήξερε και φυσικά -και πολύ ορθώς- δεν έκρινε πως έπρεπε να τους αποκλείσει. Εκ των υστέρων όμως δεν τολμά να το ομολογήσει.
Πολλώ μάλλον που πριν μερικούς μήνες, όταν ο ένας από τους βουλευτές του, ο Χουσεΐν Ζεϊμπέκ, είχε μιλήσει για τουρκική μειονότητα, το κόμμα έσπευσε, δια στόματος του αρμοδίου Γιώργου Κατρούγκαλου, να τον καταδικάσει. Του έγινε, λέει, «ξεκάθαρη και σοβαρή παρατήρηση […]. Η Συνθήκη της Λοζάνης είναι σαφής: υπάρχει μια μειονότητα στην Ελλάδα και αυτή είναι η μουσουλμανική».
Πολύ φοβάμαι πως όταν κανείς κάθεται ανάμεσα σε δύο καρέκλες, χάνει και από τις δύο πλευρές και, κυρίως, χάνει την «ψυχή» του. Όπως και σε άλλα θέματα (πρόσφυγες, φορολογία, κλπ.), ο ΣΥΡΙΖΑ τον τελευταίο καιρό έχτισε την πολιτική του στο να μην «ενοχλεί» με αριστερές θέσεις, νόμιζε δε πως το αναπληρώνει με τεχνητή πόλωση, δαιμονοποίηση του Μητσοτάκη και ανταλλαγή εξυπνακισμών και ύβρεων.
Οι εκλογές έδειξαν πως αυτή η στρατηγική «δεν έπιασε». Ταυτόχρονα όμως, καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ παραχωρεί την ιδεολογική ηγεμονία στη δεξιά, παίζοντας στο γήπεδό της, βρίσκεται συνεχώς στην άμυνα χωρίς δικό του αφήγημα.
Είναι αδιανόητο για ένα κόμμα της Αριστεράς, ριζοσπαστικής ή και σοσιαλδημοκρατικής, που μάλιστα δηλώνει φιλοευρωπαϊκό, να μην παίρνει σαφή και δημόσια θέση υπέρ του δικαιώματος αυτοπροσδιορισμού της τουρκικής μειονότητας στη Θράκη.
Μια σύγχρονη ελληνική πολιτική απέναντι στην μειονότητα θα ξεκινούσε από θετικά μέτρα υπέρ της, ανάλογα με αυτά που εφαρμόζονται σε ολόκληρη την Ευρώπη: αναγνώριση του δικαιώματος του αυτοπροσδιορισμού, πρόσληψη Τούρκων αστυνομικών και δικαστών στην περιοχή, πινακίδες στα τουρκικά πλάι στα ελληνικά σε μαγαζιά και δρόμους, δικαίωμα εκλογής των μουφτήδων τους, αναβάθμιση της εκπαίδευσης στα τουρκικά, και βέβαια αναπτυξιακές πολιτικές με στόχο τη σύγκλιση του βιοτικού επιπέδου της μειονότητας με αυτό του μέσου όρου της χώρας.
Οι θέσεις αυτές αποτελούν την αυτονόητη στάση ενός προοδευτικού κόμματος, χωρίς μισόλογα και δικολαβίες περί Λοζάνης και ενημέρωσης από την ΕΥΠ. Υποθέτω πως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν το τολμάει γιατί φοβάται το εθνικιστικό κλίμα που κυριαρχεί, ίσως και εσωτερικές αντιδράσεις από μια πλευρά στην οποία έχει επενδύσει για τη διεύρυνσή του.
Όμως έτσι συμβάλλει και ο ίδιος στην ενίσχυση του εθνικισμού, πράγμα που αναπόφευκτα αποβαίνει εις βάρος του, καθώς, ενόσω στον ΣΥΡΙΖΑ επιβιώνει έστω και ένας κόκκος Αριστεράς, οι άλλοι θα τον ξεπερνούν στο ρόλο του εθνικιστή.
Εξάλλου, η μίμηση του «πατριωτικού» ΠΑΣΟΚ δεν είναι κατά τη γνώμη μου συνταγή επιτυχίας για τον ΣΥΡΙΖΑ. Ας ελπίσουμε πως, μετά και τον εκλογικό καταποντισμό της Κυριακής, η ριζική επανεξέταση της γραμμής του που υπόσχεται το κόμμα θα περιλάβει και τη χωρίς διφορούμενα επιστροφή σε πολιτική αρχών στα λεγόμενα «εθνικά ζητήματα».
Συνοψίζω:
Η αναγνώριση της μειονότητας στη Θράκη ως τουρκικής επιβάλλεται από την πραγματικότητα, από τις αρχές που πρέπει να διέπουν τη δημοκρατία μας και από τις διεθνείς μας υποχρεώσεις. Θα συνέβαλε ουσιαστικά στη βελτίωση του κλίματος στη μειονότητα. Θα αποτελούσε δε και ένα βήμα, από τα πιο εύκολα, για τη βελτίωση των σχέσεων με την γείτονα.
Οι σχέσεις μας με την Τουρκία έχουν αρκετά αγκάθια για να μην τις φορτώνουμε και με ζητήματα που μπορούμε και πρέπει να λύσουμε μόνοι μας.
Αν σήμερα η αναγνώριση τουρκικής μειονότητας εμφανίζεται από το σύνολο του πολιτικού συστήματος ως έγκλημα καθοσιώσεως, αυτό οφείλεται στην αυτοπαγίδευσή μας σε αναχρονιστικές εθνικιστικές θέσεις που οδηγούν σε πλήρη ακαμψία και γίνονται εμπόδιο στην αντιμετώπιση υπαρκτών προβλημάτων στη μειονότητα, περιλαμβανομένου και του τουρκικού εθνικισμού.
Αποτελεί μεγάλο λάθος να νομίζουμε πως θα λύσουμε τα προβλήματα στη Θράκη με την εμμονή σε συνταγές του παρελθόντος. Το μειονοτικό εμπεριέχει δυναμικό αποσταθεροποίησης και πρέπει να είμαστε προμηθείς.
Όσον αφορά την Αριστερά και ειδικά τον ΣΥΡΙΖΑ, ο φόβος να υιοθετήσουμε ξεκάθαρες θέσεις, που να αντιστοιχούν με τις αξίες μας, είναι κακή συνταγή. Όπως έδειξαν οι εκλογές, η εγκατάλειψη των αρχών μας, ούτε βραχυπρόθεσμο κομματικό όφελος αποφέρει, αλλά κυρίως συμβάλλει στην ιδεολογική ηγεμονία της Δεξιάς, με καταστροφικές υπαρξιακές συνέπειες για την Αριστερά.
* Μέλος της γραμματείας του τμήματος ευρωπαϊκής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ.