Να τρέξουν πιο γρήγορα τον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης οφειλών και να ξαναδούν το θέμα της τιμολογιακής τους πολιτικής ζητά ο Χρήστος Σταϊκούρας από τις τράπεζες.
Στη συνάντησή του με τις διοικήσεις των τραπεζών, ο υπουργός Οικονομικών θέτει τη βελτιωμένη εικόνα της ελληνικής οικονομίας, την επικείμενη αύξηση του κατώτατου μισθού, αλλά και το ζήτημα των πλειστηριασμών. Θέματα για τα οποία ο κ. Σταϊκούρας μίλησε και σε ραδιοφωνική του συνέντευξη.
Οι πληροφορίες ανέφεραν ότι ο ΥΠΟΙΚ θα πιέσει στη συνάντησή του με τους τραπεζίτες να αναμορφώσουν τα επιτόκια τους «στα σημεία των καιρών», καθώς αυτό αποτελεί κυβερνητική θέση, δεδομένης της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί.
Στόχος είναι το τραπεζικό σύστημα της χώρας να αναμορφώσει την τιμολογιακή πολιτική δανείων, καταθέσεων και προμηθειών, με τρόπο που δεν θα επιβαρύνει δυσανάλογα επιχειρήσεις και νοικοκυριά.
Σε ραδιοφωνική του συνέντευξη στο ραδιόφωνο των Παραπολιτικών, ο κ. Σταϊκούρας ανέφερε ότι «υπάρχει ζήτημα πιστωτικής επέκτασης, υπάρχει ζήτημα λειτουργίας του εξωδικαστικού μηχανισμού, υπάρχει ζήτημα διμερών ρυθμίσεων, υπάρχει ζήτημα τιμολογιακής πολιτικής στις καταθέσεις, υπάρχει ζήτημα τιμολογιακής πολιτικής στις προμήθειες και υπάρχει και το ζήτημα της αύξησης του κόστους δανεισμού των πολιτών υφιστάμενων και νέων.
»Όλα αυτά συζητούνται με το χρηματοπιστωτικό σύστημα στη βάση αυτών που επιτρέπονται από τους ευρωπαϊκούς κανόνες και αυτών που ρεαλιστικά μπορούμε να υλοποιήσουμε, με δεδομένο των υφιστάμενο ή προσδοκώμενο δημοσιονομικό χώρο».
Ερωτηθείς για το αν θα στηριχθούν οι συνεπείς δανειοληπτες, ο υπουργός Οικονομικών απάντησε: «Δεν θα πάρετε απάντηση, γιατί δεν υπάρχει απάντηση αυτήν τη στιγμή. Δεν υπάρχει απάντηση, γιατί πρέπει να συνεκτιμηθούν όλα αυτά που λέμε και εν πάση περιπτώσει με τι δημοσιονομικό κόστος; Πού είναι ο δημοσιονομικός χώρος; Δεν μπορούμε συνεπώς εκ προοιμίου να λέμε ότι θα υλοποιήσουμε ένα μέτρο, όταν τώρα ξεκινάμε ή έχουμε ξεκινήσει πρόσφατα τις συζητήσεις».
Ωστόσο, και από τα λόγια αυτά, γίνεται σαφές ότι η κυβέρνηση έχει θέσει το θέμα στο τραπέζι και περιμένει και από την πλευρά των τραπεζών να δείξουν ανάλογη διάθεση.
Αναλυτικά οι δηλώσεις του Χρήστου Σταϊκούρα:
Αναφορικά με το ζήτημα των πλειστηριασμών: «Έχουμε το υφιστάμενο ιδιωτικό χρέος το οποίο το κουβαλάει η χώρα εδώ και χρόνια εξαιτίας κυρίως της δεκαετούς κρίσεως που μετά ακολούθησε η υγειονομική κρίση και τώρα η ενεργειακή και ο πληθωρισμός. Άρα έχουμε ένα υφιστάμενο ιδιωτικό χρέος, και έχουμε το δυνητικό κίνδυνο αύξησης του ιδιωτικού χρέους εξαιτίας της κρίσεως του πληθωρισμού, όχι μόνο στην Ελλάδα πανευρωπαϊκά.
»Ο πληθωρισμός οδηγεί τη νομισματική πολιτική να αυξήσει το κόστος δανεισμού το οποίο μετακυλύετε μετά τους πολίτες σε υφιστάμενα δάνεια και νέα δάνεια. Άρα το ζήτημα είναι πως αντιμετωπίζεις ένα υφιστάμενο πρόβλημα και πως περιορίζεις τις πιθανότητες να διογκωθεί αυτό το ζήτημα με μια νέα γενιά κόκκινων δανείων ή οφειλών στο Δημόσιο».
Για το ότι απευθύνθηκε με αυστηρό τόνο στις τράπεζες και τους servicers, κατηγορώντας τους ότι δεν έχουν σταθεί στο ύψος των περιστάσεων σε ότι αφορά τον εξωδικαστικό μηχανισμό και ότι δεν παίρνουν τα μέτρα για να λύσουν το υφιστάμενο πρόβλημα, σχολίασε: «Στο υφιστάμενο πρόβλημα η Πολιτεία ανέλαβε τις ευθύνες της, προσπάθησε μέσα από τη διοχέτευση σημαντικών πόρων προς την πραγματική οικονομία, μεταξύ άλλων και δύο προγραμμάτων Γέφυρα που κόστισαν 500 εκατ. ευρώ, να στηρίξει το διαθέσιμο εισόδημα του πολίτη ώστε να μπορέσει να είναι συνεπής στις υποχρεώσεις που είχε στο παρελθόν. Τι έπρεπε να κάνουν οι τράπεζες και οι servicers; Όχι μόνο διμερείς ρυθμίσεις, αλλά έπρεπε να τρέξουν πολύ πιο γρήγορα στον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης οφειλών. Δεν κινήθηκαν κατά το παρελθόν με τις ταχύτητες που θα έπρεπε».
Σχετικά με τις καθυστερήσεις των τραπεζών και των servicers για να βγάλουν περισσότερα κέρδη, επισήμανε: «Θα μπορούσε κάποιος να καταλήξει σε αυτή την ερμηνεία αν δεν υπήρχαν οι διμερείς ρυθμίσεις που ήταν 746 χιλιάδες στεγαστικά- καταναλωτικά και επιχειρηματικά δάνεια 43 δις από τον Ιούλιο του ’19 μέχρι και σήμερα. Αυτό σημαίνει ότι οι τράπεζες και οι διαχειριστές επιλέγουν μέχρι σχετικά πρόσφατα κυρίως στις διμερείς ρυθμίσεις με τον εξωδικαστικό συμβιβασμό ουσιαστικά να παραμένει ανενεργός μέχρι σχετικά πρόσφατα αλλά για να λέμε και τα θετικά, να τρέχει με πολύ πιο ικανοποιητικούς ρυθμούς το τελευταίο διάστημα.
»Σήμερα σε σχέση με πριν από ένα μήνα έχουν ρυθμιστεί 2.072 οφειλές, 373 εκατομμύρια που είναι 500 τον τελευταίο μήνα άρα αυτό σημαίνει ότι τρέχει καλύτερα ο εξωδικαστικός. Συνεχίζουμε να πιέζουμε για να τρέξει ακόμα καλύτερα και πρέπει να τρέξει ακόμα καλύτερα με διορατικότητα για τους κινδύνους ή το ρίσκο που έχουμε μπροστά μας».
Ερωτηθείς αν είναι ικανοποιητικός ο νόμος ή πρέπει να γίνουν διορθώσεις, απάντησε: «Διορθώσεις με την έννοια της μείωσης των επιτοκίων κάναμε πρόσφατα αλλά όταν βλέπουμε ο νόμος να τρέχει πολύ καλύτερα το τελευταίο διάστημα αυτό σημαίνει ότι δεν υπήρχε η βούληση από τους συμμετέχοντες να τρέξει ο νόμος σωστά. Τώρα πάει καλύτερα. Αυτό είναι το ένα κομμάτι, το δεύτερο κομμάτι είναι η πιστωτική επέκταση. Οφείλουν οι τράπεζες να διευρύνουν την περίμετρο των δυνητικών προς χρηματοδότηση πελατών έτσι ώστε να στηρίξουν ακόμα περισσότερο τις επιχειρήσεις.
»Εδώ σημαντικός είναι ο ρόλος του δανειακού χαρτοφυλακίου του ταμείου ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, σημαντικό εργαλείο μέσα στο 2023. Φτάνει αυτό; Όχι. Τι έχουμε; Έχουμε αύξηση επιτοκίων άρα θα πρέπει οι τράπεζες να αναμορφώσουν την τιμολογιακή τους πολιτική και στα δάνεια και στις καταθέσεις και στις προμήθειες.
Σε ερώτηση αναφορικά με το ότι μέχρι στιγμής βλέπουμε να ανεβαίνουν μόνο τα επιτόκια στο κομμάτι του δανεισμού, δεν βλέπουμε να ανεβαίνουν στις καταθέσεις, τόνισε: «Αυτήν την εβδομάδα ένα πιστωτικό ίδρυμα ξεκίνησε να αυξάνει τις αποδόσεις των καταθέσεων και η κυβέρνηση πιέζει προς αυτή την κατεύθυνση. Μέχρι εδώ σας απάντησα ολιστικά για το πώς θα πρέπει να βοηθήσει την κοινωνία το τραπεζικό σύστημα με δεδομένο ότι η κυβέρνηση κάνει αυτό που μπορεί για να στηρίξει το διαθέσιμο εισόδημα του πολίτη ώστε να μην υπάρξει ο κίνδυνος».
Για το αν σκοπεύει η Πολιτεία να επιδοτήσει τους συνεπείς δανειολήπτες, σημείωσε: «Πρώτα από όλα μεταξύ συνεπών δανειοληπτών και μπαταχτζήδων υπάρχει και άλλη μια κατηγορία, υπάρχει η κατηγορία των συμπατριωτών μας που δεν κατάφεραν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους γιατί δεν μπορούν. Οφείλουμε να σεβαστούμε και αυτούς. Στο πρόγραμμα Γέφυρα Ι και ΙΙ για πρώτη φορά η κυβέρνηση επιβράβευσε και τη συνέπεια καλύπτοντας δόσεις των δανείων σε μια περίοδο που η οικονομία ήταν κλειστή.
»Σήμερα αξιολογούνται όλες οι δυνητικές παρεμβάσεις που μπορούμε να κάνουμε λαμβάνοντας υπόψη και τον υφιστάμενο δημοσιονομικό χώρο γιατί δεν υπάρχει η δημοσιονομική ευελιξία του παρελθόντος. Και μια ακόμα παρατήρηση, ας αξιολογήσουμε λίγο καλύτερα τι πάνε να κάνουν άλλες χώρες για παράδειγμα η πρώτη εικόνα που έχουμε από την Ισπανία είναι ότι δεν θα υπάρχει δημοσιονομικό κόστος αλλά ουσιαστικά θα υπάρχει μια μετακύληση του κόστους των πολιτών στο μέλλον.
»Δεν είμαστε απολύτως σίγουροι για τις παραμέτρους που συζητάνε σε άλλες χώρες άρα θέλει υπευθυνότητα και προσοχή. Αυτό που μπορώ να πω είναι ότι το αμέσως προσεχές χρονικό διάστημα εντατικοποιούνται οι ήδη υφιστάμενες συζητήσεις με τράπεζες και διαχειριστές δανείων σε όλες τις ενότητες που ανέφερα προηγουμένως.
Αναφορικά με τους συνεπείς, είπε ότι «δεν θα πάρετε απάντηση γιατί δεν υπάρχει απάντηση αυτή τη στιγμή, δεν υπάρχει απάντηση γιατί πρέπει να συνεκτιμηθούν όλα αυτά που λέμε και εν πάση περιπτώσει με τι δημοσιονομικό κόστος; που είναι ο δημοσιονομικός χώρος; Δεν μπορούμε συνεπώς εκ προοιμίου να λέμε ότι θα υλοποιήσουμε ένα μέτρο όταν τώρα ξεκινάμε ή έχουμε ξεκινήσει πρόσφατα τις συζητήσεις.
»Άρα υπάρχει ζήτημα πιστωτικής επέκτασης, υπάρχει ζήτημα λειτουργίας του εξωδικαστικού μηχανισμού, υπάρχει ζήτημα διμερών ρυθμίσεων, υπάρχει ζήτημα τιμολογιακής πολιτικής στις καταθέσεις, υπάρχει ζήτημα τιμολογιακής πολιτικής στις προμήθειες και υπάρχει και το ζήτημα της αύξησης του κόστους δανεισμού των πολιτών υφιστάμενων και νέων, όλα αυτά συζητούνται με το χρηματοπιστωτικό σύστημα στη βάση αυτών που επιτρέπονται από τους ευρωπαϊκούς κανόνες και αυτών που ρεαλιστικά μπορούμε να υλοποιήσουμε με δεδομένο των υφιστάμενο ή προσδοκώμενο δημοσιονομικό χώρο».
Άρα, μπορεί να υπάρξει ένα παράθυρο να υπάρξουν κινήσεις που αφορούν και τους συνεπείς δανειολήπτες, ήταν η ερώτηση που του έγινε, για να απαντήσει: «Πρώτα θα μετρήσουμε, πρώτα θα δούμε τις εναλλακτικές που έχουμε και στη συνέχεια θα υλοποιήσουμε πολιτικές επ’ ωφελεία των πολιτών και επιδίωξή μας είναι και των συνεπών δανειοληπτών».
Σχετικά με την έκθεση της Κομισιόν και σε τι πλεονάσματα στοχεύει η Ελλάδα μετά το 2024, ανέφερε: «Πρόσφατα κατατέθηκε μια πρόταση της ευρωπαϊκής επιτροπής η οποία θα ξεκινήσει να συζητάτε από το προσεχές Eurogroup της μεθεπόμενης εβδομάδος έτσι ώστε μέσα στο 2023 να καταλήξουμε, εύχομαι μέσα από συμβιβασμούς γιατί υπάρχουν σημαντικά διαφορετικές προσεγγίσεις μεταξύ των κρατών μελών, στο νέο πλαίσιο για δημοσιονομικούς κανόνες από το 2024 και μετά.
»Φαίνεται σε σχέση με το υφιστάμενο πλαίσιο και με βάση τις προτεραιότητες που έχει θέσει και η ελληνική κυβέρνηση να υπάρχει μια σχετική μεγαλύτερη ευελιξία στο ρυθμό με τον οποίο επιτυγχάνεις τους στόχους μείωσης του δημοσίου χρέους. Αυτό αναφέρεται στους δημοσιονομικούς στόχους δηλαδή στα πρωτογενή πλεονάσματα. Εμείς και μέσα στον προϋπολογισμό μας έχουμε πει ότι από του χρόνου επιστρέφουμε σε πρωτογενή πλεονάσματα τα οποία θα είναι της τάξεως του 2% περίπου από το 2024 και μετά κυρίως μέσα από την ανάπτυξη, την υψηλή και βιώσιμη οικονομική μεγέθυνση.
»Το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο, αυτό το λένε όλοι οι αναλυτές και η ευρωπαϊκή επιτροπή γιατί έχει τα εξής χαρακτηριστικά. Οι ετήσιες χρηματοδοτικές του ανάγκες είναι οι μισές του μέσου ευρωπαϊκού όρου. Η Ελλάδα έχει πετύχει από το 2012 και μετά μια τέτοια αναδιάρθρωση χρέους που κάθε χρόνο έχουμε να πληρώνουμε τα μισά του μέσου ευρωπαϊκού όρου.
»Έχουμε υψηλά, ισχυρά ταμειακά διαθέσιμα, το μεγαλύτερο κομμάτι του χρέους είναι στον επίσημο τομέα, είναι σταθερού επιτοκίου και το πιο σημαντικό όπως φαίνεται και στον προϋπολογισμό την περίοδο 2021-23 το χρέος μας μειώνεται κατά 50% του ΑΕΠ, πέφτει περίπου στο 160% του ΑΕΠ αυτό είναι μεγάλη επιτυχία για τη χώρα που οφείλεται στις θυσίες των πολιτών αλλά και στην υψηλή ανάπτυξη κυρίως της τελευταία περιόδου βεβαίως συνεπικουρούμενη και από τον πληθωρισμό αλλά βασικός παράγοντας είναι η ανάπτυξη».
Για το αν θα μπορέσουμε να καλύψουμε τις ανάγκες μας για φυσικό αέριο, υπογράμμισε: «Υπάρχει ένα βασικό σενάριο και υπάρχουν και δυσμενή σενάρια έτσι, ώστε κάθε φορά η χώρα να έχει την επάρκεια των πόρων για να ενισχύει νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Με βάση τη σημερινή εικόνα και τις μελλοντικές προβλέψεις που γίνονται σε παγκόσμιο επίπεδο για την τιμή του φυσικού αερίου το 1 δις είναι υπεραρκετό, πιθανότατα δεν θα χρειαστεί. Αν όμως υπάρχει εξαιτίας της αβεβαιότητας, αύξηση των τιμών μελλοντικά για αυτό το λόγο υπάρχει το 1 δις επιπλέον του κλασικού 1 δις που είναι το αποθεματικό της χώρας για να καλύψεις ανάγκες που θα απορρέουν από ένα ψηλότερο ενεργειακό κόστος. Σε κάθε περίπτωση θα δούμε πως θα εξελιχθεί η κατάσταση».
Ερωτηθείς αν αντέχει η αγορά τρίτη αύξηση του κατώτατου μισθού, απάντησε: «Ξέρετε ότι οι αυξήσεις στον κατώτατο μισθό απορρέουν από συζητήσεις με τους κοινωνικούς εταίρους, καταλήγουν σε εισήγηση του υπουργού Εργασίας στο υπουργικό συμβούλιο και στη συνέχεια στην αντίστοιχη εφαρμογή αυτού. Δεν είμαι σε θέση να σας πω τώρα ποιο είναι το ποσοστό αύξησης αλλά είμαι σε θέση να σας πω ότι η ελληνική κυβέρνηση έχει αποφασίσει μια τρίτη αύξηση του κατώτατου μισθού σε χρονικό διάστημα περίπου ενός έτους και αυτό είναι μια πολύ γενναία αύξηση στις απολαβές ενός σημαντικού τμήματος εργαζομένων της ελληνικής κοινωνίας.
»Το 7,75% στην αύξηση των συντάξεων τελικά έχει ένα δημοσιονομικό κόστος που υπερβαίνει κατά πολύ τις αρχικές εκτιμήσεις, υπερβαίνει τα 900 εκατομμύρια € αν σε αυτό προσθέσουμε και την κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης που πλήρωνε ένα κομμάτι συνταξιούχων τότε μιλάμε για μόνιμες παρεμβάσεις στο σκέλος των συνταξιούχων για πρώτη φορά μετά από πολλά έτη που υπερβαίνουν το 1,2 δις. μόνιμα από το 2023 και μετά».