«Θέλουμε αστυνομία κοντά στον πολίτη, εκπαιδευμένη, η οποία να σέβεται τους κανόνες της Δημοκρατίας», αναφέρει σε συνέντευξή του στο Kontra ο τομεάρχης Προστασίας του Πολίτη του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, Χρήστος Σπίρτζης, και καταγγέλλει το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη και την ηγεσία της ΕΛΑΣ ότι έλεγαν «εν γνώσει τους, ψέματα γύρω από το περιστατικό στο Πέραμα σε μια προσπάθεια συγκάλυψης».
Κάνοντας λόγο για «ψέματα του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη και της φυσικής ηγεσίας της ΕΛΑΣ», υποστήριξε:
Τα ηχητικά ντοκουμέντα που έχουν δει το φως της δημοσιότητας αποδεικνύουν ότι αυτό που είχε διαρρεύσει γύρω από την ηλικία του νεκρού δεν ίσχυε, δεν ήταν 21 ετών, ήταν 18 και οι άλλοι επιβαίνοντες στο αυτοκίνητο ήταν ακόμη μικρότεροι.
Ο νεκρός δεν ήταν οδηγός του αυτοκινήτου, ο οδηγός έχει διαφύγει: Αυτό θέτει κι άλλα θέματα. Όταν μια ομάδα επτά αστυνομικών θέλει να σταματήσει ένα όχημα χωρίς να δέχονται πυροβολισμούς και σκοτώνουν εν ψυχρώ ένα επιβαίνοντα υπάρχει μείζον ζήτημα γύρω από τη λειτουργία της ελληνικής αστυνομίας.
Στα ηχητικά ντοκουμέντα καθίσταται σαφές ότι δεν υπήρχε κανείς αστυνομικός τραυματίας. Ρωτάει το κέντρο και οι ίδιοι αστυνομικοί απαντάνε ότι δεν υπάρχει τραυματισμένος αστυνομικός. Επομένως η επίσημη θέση της ΕΛΑΣ για τραυματίες αστυνομικούς συνιστά απροκάλυπτη απόπειρα συγκάλυψης.
Τα ηχητικά ντοκουμέντα, επίσης, αποδεικνύουν ότι υπήρχαν εντολές, οι οποίες δεν ακολουθήθηκαν.
Οι διάλογοι φανερώνουν ότι οι αστυνομικοί γνώριζαν ότι στο αυτοκίνητο υπήρχαν Ρομά. Αυτό φανερώνει ρατσιστική διάθεση και, δυστυχώς, επιβεβαιώνει ότι οι ακροδεξιές ομάδες μέσα στην ελληνική αστυνομία έχουν επικρατήσει και δρουν ανεξέλεγκτα. Επί ΝΔ, έγιναν 4.500, κατ' εξαίρεση, προσλήψεις ειδικών φρουρών χωρίς εκπαίδευση που έχουν συγκεκριμένη πολιτική κατεύθυνση. Ο κ. Σπίρτζης είπε ότι «συγκεκριμένα τμήματα της ΕΛΣ έχουν αυτονομηθεί και λειτουργούν με λογική ακροδεξιών ομάδων» και πρόσθεσε: «Η Νέα Δημοκρατία έλεγε προεκλογικά ότι την ενδιαφέρει η ασφάλεια των πολιτών. Που υπάρχει αυτή η ασφάλεια; Έχουμε να κάνουμε με ακραία καταστολή και πλέον με δολοφονίες». Και κατέληξε: «Καταθέτουμε πρόταση και απευθύνουμε έκκληση για κεντρικό σύστημα καταγραφής οπλοκατοχής γιατί είναι η πολλοστή φορά που γίνεται έγκλημα με όπλο, χωρίς η αστυνομία να έχει καταγράψει ποιος έχει όπλο και ποιος δεν έχει».