Τα όσα αναφέρει ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε στην αυτοβιογραφία του σχετικά με την Ελλάδα σχολιάζει η DW.
«Στην αυτοβιογραφία του ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε λέει πολλά και έχει δίκιο. Αλλά ακόμη και ένας Σόιμπλε δεν έχει πάντα δίκιο» αναφέρει στο άρθρο-ανάλυσή του ο νομικός και δημοσιογράφος του γερμανικού μέσου, Γιάννης Παπαδημητρίου, ο οποίος ασχολείται κυρίως με ευρωπαϊκά, πολιτικά και οικονομικά θέματα.
Το σημείο που είχε άδικο ο Σόιμπλε ήταν ότι η έξοδος από το ευρώ δεν θα ήταν ούτε ανακουφιστική για την ελληνική οικονομία, αλλά ούτε και προσωρινή.
Δείτε την ανάλυση της DW:
«Η ιστορία θα είναι ευγενική μαζί μου, διότι σκοπεύω να τη γράψω ο ίδιος» έλεγε ο Ουίνστον Τσόρτσιλ. Και έπραττε αντιστοίχως. Όπως και να το κάνουμε, οι πολιτικοί συνήθως ενδιαφέρονται για την υστεροφημία τους. Αποχωρώντας από την ενεργό δράση, παρουσιάζουν συχνά μία δική τους εκδοχή των γεγονότων στα απομνημονεύματά τους. Ο καθένας με τον τρόπο του.
Στα μέσα της δεκαετίας του '90 η Γερμανία ανέμενε με αγωνία τα απομνημονεύματα του Χανς Ντίτριχ Γκένσερ. Τι θα έλεγε ο μακροβιότερος υπουργός Εξωτερικών του Δυτικού Κόσμου για κοσμοϊστορικά γεγονότα, όπως η Επανένωση της Γερμανίας και η αποσύνθεση της Γιουγκοσλαβίας; Όχι και πολλά, όπως τελικά διαπίστωσαν οι αναγνώστες ενός μάλλον διεκπεραιωτικού πονήματος, γεμάτου με αδιάφορες υπηρεσιακές σημειώσεις.
Εν έτει 2024 και μετά θάνατον ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε αφήνει μία διαφορετική παρακαταθήκη. Δεν αγνοεί τα μεγάλα διλήμματα, δεν σιωπά σε κρίσιμα ερωτήματα.
Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, επιβεβαιώνει την επιμονή του για μία «προσωρινή έξοδο» από το ευρώ. Το επιχείρημά του: «Ένα σοκ είναι πιο εύκολο να αντιμετωπιστεί από τα χρόνια προγράμματα λιτότητας». Ή, όπως λέει ένα παραδοσιακό γερμανικό ρητό, «καλύτερα ένα τέλος με τρόμο, παρά ένας τρόμος χωρίς τέλος».
Δημοσιονομική πειθαρχία, αλλά και «κούρεμα»
Ουσιαστικά, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε επαναλαμβάνει το πάγιο δόγμα του, ότι κάθε χώρα-μέλος της ευρωζώνης οφείλει να κάνει τα «homework» που της αναλογούν, να ρυθμίζει τα του οίκου της, να θωρακίζει την ανταγωνιστικότητά της.
Την ίδια στιγμή, ωστόσο, διεκδικεί εύσημα για τη συμβολή του στο «κούρεμα» του 2011 απέναντι στους ιδιώτες πιστωτές (PSI), που έβαλε για πρώτη φορά σε τροχιά βιωσιμότητας το ελληνικό χρέος.
Σε αυτό δεν είχε άδικο, παρά τις παράπλευρες απώλειες για μικροομολογιούχους και ασφαλιστικά ταμεία. Σε παλαιότερο σημείωμα είχαμε επισημάνει ότι το «κούρεμα» δια χειρός Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και Ευάγγελου Βενιζέλου επέτυχε το αδιανόητο μέχρι τότε: Να «ελαφρύνει» το ελληνικό χρέος κατά 100 δισεκατομμύρια ευρώ, χωρίς να εκλαμβάνεται ως πιστωτικό γεγονός η ουσιαστική αδυναμία εξόφλησης.
Αλλά ούτε οι παραινέσεις περί δημοσιονομικής πειθαρχίας ήταν παράλογες σε μία συγκυρία που οι Ευρωπαίοι εταίροι καλούνταν να χορηγήσουν το μεγαλύτερο δάνειο που δόθηκε στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Σε ένα κρίσιμο ζήτημα δεν είχε δίκιο, ωστόσο, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε: Η έξοδος από το ευρώ δεν θα ήταν ούτε ανακουφιστική για την ελληνική οικονομία, αλλά ούτε και προσωρινή.
Αλήθεια, πιστεύει κανείς ότι σε περιόδους έξαρσης της πανδημίας ή σε εποχές γεωπολιτικής σύγχυσης λόγω Ουκρανίας, με τις αμυντικές δαπάνες να πιέζουν ασφυκτικά τους κρατικούς προϋπολογισμούς, θα έσπευδαν οι Ευρωπαίοι εταίροι να δώσουν προτεραιότητα στην επανένταξη της Ελλάδας στην ευρωζώνη;
Και αν η Ελλάδα όντως παρέμενε εκτός ευρωζώνης: Πιστεύει κανείς ότι θα μπορούσε να ανταγωνιστεί στον τουρισμό και την ελαφρά βιομηχανία τους γείτονές της (Τουρκία, Βουλγαρία, Αλβανία, Βόρεια Μακεδονία, Αίγυπτο) με κύρια όπλα το χαμηλό κόστος και τη συνεχή υποτίμηση του εθνικού νομίσματος; Δηλαδή, την ανακύκλωση της οικονομικής εξαθλίωσης, ιδιαίτερα για τα χαμηλότερα εισοδήματα;
Η συμμετοχή στην ευρωζώνη προσφέρει προνομιακή πρόσβαση σε πολύτιμα κεφάλαια. Αρκεί τα κεφάλαια αυτά να κατευθύνονται στην παραγωγή και στην καινοτομία, όχι στην ανέμελη κατανάλωση. Ας μη λησμονείται αυτό σε μία εποχή που η Ελλάδα ανακάμπτει μεν από την κρίση, αλλά επιμένει στο παραγωγικό μοντέλο που ακολουθούσε πριν από την κρίση, απολύτως ευάλωτο στις διακυμάνσεις του οικονομικού κύκλου. Και με την απειλή του χρέους να καραδοκεί, το αργότερο από το 2033, οπότε καθίστανται ληξιπρόθεσμοι και απαιτητοί οι τόκοι παλαιότερων δανείων που είχαν «παγώσει» στα πλαίσια ευνοϊκών ρυθμίσεων για το ελληνικό δημόσιο χρέος.
Πηγή: DW