Είναι εφικτή η επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης της Ελλάδας στα 12 ναυτικά μίλια αλλά προϋποθέτει συμφωνίες, αναφέρει ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης σε άρθρο του στην «Καθημερινή της Κυριακής».
Ο κ. Σημίτης τονίζει ότι «το διεθνές δίκαιο είναι η πυξίδα μας» και εξηγεί ότι «εάν η Ελλάδα επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη της στα 12 μίλια , όπως έχει δικαίωμα, το σύνολο σχεδόν του κεντρικού Αιγίου θα είναι μια επιτηρούμενη από την Ελλάδα θάλασσα με εξαίρεση ορισμένες περιοχές που θα υπάρχουν στενά». Σημειώνει δε ότι μια πιθανή επέκτασή της «θα προκαλέσει αντιδράσεις όχι μόνο από την Τουρκία, αλλά και από πολλές άλλες χώρες των οποίων τα πλοία διέρχονται τώρα ελεύθερα», υπογραμμίζοντας πως «γι΄ αυτό απαιτείται να υπάρξει ζώνη ή ζώνες ελεύθερης ναυσιπλοΐας που να διασχίζουν το Αιγαίο».
Οπως εξηγεί σχετικά με την αιγιαλίτιδα ζώνη «είναι απλοϊκό να ταυτίζουμε την αιγιαλίτιδα ζώνη με την ανοιχτή θάλασσα. Η αιγιαλίτιδα ζώνη είναι έδαφος του παράκτιου κράτους, κάτω από την κυριαρχία του, ενώ η ανοιχτή θάλασσα διακρίνεται για την απουσία κυριαρχίας. Το παράκτιο κράτος έχει γι’ αυτό το δικαίωμα να ορίζει το καθεστώς που αφορά τη διέλευση πλοίων στην αιγιαλίτιδα ζώνη». Σύμφωνα με τον κ. Σημίτη «κατά κανόνα ισχύει η αβλαβής διέλευση, δηλαδή η διέλευση είναι ελεύθερη αλλά πραγματοποιείται με προϋπόθεση την υπακοή του διερχόμενου πλοίου στους ορισμούς του παράκτιου κράτους». Τονίζει δε πως «το κράτος διατηρεί το δικαίωμα να διακόψει τη διέλευση σε περιπτώσεις μη συμμόρφωσης του πλοίου με τους κανόνες που υπαγορεύει το διεθνές δίκαιο. Ιδιαίτερα τα πολεμικά πλοία τα διερχόμενα την αιγιαλίτιδα ζώνη πρέπει να μη θέτουν σε κίνδυνο την ασφάλεια του παράκτιου κράτους, και να πλέουν, ως προς τα υποβρύχια, στην επιφάνεια».
Κώστας Σημίτης: Δεν αποκλείω νέα Ιμια
Σύμφωνα με τον πρώην πρωθυπουργό, η ρύθμιση του θέματος από την ελληνική πλευρά, δηλαδή «η επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης στα 12 μίλια και ο καθορισμός ελεύθερων ζωνών ναυσιπλοΐας, είναι μια δυνατή πρωτοβουλία, προϋποθέτει όμως συνεννοήσεις και συμφωνίες με τις χώρες των οποίων τα πλοία πλέουν κατά κανόνα στο Αιγαίο».
Σχολιάζοντας τις αντιδράσεις στο άρθρο του στην «Κ» της 9ης Ιουνίου για τα προβλήματα που προκύπτουν σε σχέση με την αιγιαλίτιδα ζώνη, την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ της Ελλάδος. Ο κ. Σημίτης αναφέρει ότι κάποιες ήταν «επιπόλαιες και εμπαθείς» και άλλες «σοβαρές και εμπεριστατωμένες όπως το άρθρο του καθηγητή Α. Συρίγου στην «Κ» της 15-16ης Ιουνίου». «Συμφωνώ με την άποψη του κ. Συρίγου ότι «η τακτοποίηση των εκκρεμοτήτων πρέπει να γίνει βάσει του διεθνούς δικαίου με σύνεση, προσοχή, αλλά και τις σωστές διεθνείς συμμαχίες». Διαφωνώ, όμως, όσον αφορά την ερμηνεία του διεθνούς δικαίου που επικαλείται και γι’ αυτό δεν δέχομαι και το συμπέρασμά του, ότι δεν χρειάζονται πρωτοβουλίες και από την ελληνική πλευρά»τονίζει ο κ. Σημίτης.
Σχετικά με τις συντεταγμένες, τονίζει ότι «η Ελλάδα στην υπάρχουσα αντιπαράθεση πρέπει να δείξει αποφασιστικότητα ως προς τη βούλησή να επιλύσει ειρηνικά οποιαδήποτε διαφορά, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο που απαιτεί συνεργασία και εφόσον δεν επέλθει συμφωνία, λύση των διαφορών από το διεθνές δικαστήριο».
Ο κ. Σημίτης, μεταξύ άλλων, επισημαίνει ότι η οριοθέτηση αποκλειστικής οικονομικής ζώνης συνεπάγεται υποχρέωση των παράκτιων χωρών να καταθέσουν συντεταγμένες, να προσδιορίσουν το γεωγραφικό μήκος και πλάτος της ΑΟΖ τους, προσθέτοντας ότι «συνεννοήσεις για τα όρια της ελληνικής αποκλειστικής οικονομικής ζώνης με την Τουρκία μέχρι σήμερα δεν υπήρξαν.Η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα και το δικαίωμά της να προβάλλει την άποψή της για την ΑΟΖ της. Η Τουρκία έχει δηλώσει «προφορικά» συντεταγμένες, αλλά δεν είναι σαφές αν έχει ολοκληρώσει την υποβολή συντεταγμένων.Αλλά ακόμα και αν αυτό έχει συμβεί, οι δηλώσεις της δεν δημιουργούν τετελεσμένα» σημειώνει.
Τέλος, ο κ. Σημίτης υπογραμμίζει ότι «η Ελλάδα στην υπάρχουσα αντιπαράθεση πρέπει να δείξει αποφασιστικότητα ως προς τη βούλησή να επιλύσει ειρηνικά οποιαδήποτε διαφορά, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο που απαιτεί συνεργασία και εφόσον δεν επέλθει συμφωνία, λύση των διαφορών από το διεθνές δικαστήριο».
Και καταλήγει τονίζοντας ότι «η Ελλάδα μπορεί να αναλάβει πρωτοβουλίες όταν αυτό θεωρηθεί χρήσιμο, ώστε να καταστεί σαφές στις σχέσεις με τις γειτονικές χώρες δεν ισχύει το δίκαιο του ισχυρότερου και μονόπλευρες αποφάσεις δεν μπορούν να γίνουν δεκτές».