Ο άλλοτε πρωθυπουργός της Βρετανίας Χάρολντ ΜακΜίλαν είχε ερωτηθεί κάποτε τι είναι αυτό που μπορεί ενδεχομένως να αποσταθεροποιήσει μια κυβέρνηση. Η απάντηση του πραγματιστή συντηρητικού πολιτικού και συνεργάτη του Ουίνστον Τσόρτσιλ έμεινε ιστορική: «Τα γεγονότα, αγαπητέ, τα γεγονότα».
Το πολύνεκρο σιδηροδρομικό δυστύχημα που συνέβη, πέρα από κάθε πρόβλεψη, το βράδυ της 28ης Φεβρουαρίου κατέδειξε με έναν καταλυτικά τραγικό τρόπο πως στην πολιτική υπάρχουν πάντα αστάθμητοι παράγοντες που μπορεί να ανατρέψουν ακόμη και τους καλύτερα οργανωμένους σχεδιασμούς. Είτε συμφωνεί κανείς με τις πολιτικές της Κυβέρνησης, είτε διαφωνεί, είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο ότι από τη στιγμή που ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας τον Ιούλιο του 2019, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει κινηθεί με ένα πολύ συγκεκριμένο πλάνο και με προγραμματισμό των στόχων και των ενεργειών.
Ένας λάθος όμως χειρισμός ενός κλειδιού σε ένα σιδηροδρομικό σταθμαρχείο στη Λάρισα φέρνει μια εντελώς απροσδόκητη νέα κατάσταση στο πολιτικό τοπίο και θέτει σε δοκιμασία και αμφισβήτηση την πορεία της Κυβέρνησης Μητσοτάκη, και μάλιστα σε ένα κρίσιμο πολιτικά χρονικό σημείο, λίγους μήνες ή ακόμη και μερικές εβδομάδες πριν από τις εκλογές. Το δυστύχημα στα Τέμπη ανέδειξε την σκοτεινή πλευρά των συστημικών παθογενειών του ελληνικού κράτους, σε έναν τομέα κρατικής λειτουργίας που παρότι είχε κοστίσει πολλά δισεκατομμύρια στον Έλληνα φορολογούμενο, εν τούτοις δεν είχε τεθεί με τη δέουσα ενάργεια στο επίκεντρο των μεταρρυθμιστικών ενεργειών της Κυβέρνησης.
Ο Οργανισμός Σιδηροδρόμων Ελλάδας ενσαρκώνει όλες σχεδόν τις διαχρονικές παθογένειες του ελληνικού κράτους και κατέληξε να γίνει ο Μολώχ των συγκοινωνιών στη χώρα, προκαλώντας το θάνατο και τον τραυματισμό δεκάδων ανθρώπων, καταδικάζοντας σε δυστυχία δεκάδες οικογένειες, βυθίζοντας σε συλλογική θλίψη και οργή την κοινωνία και δυσφημώντας τη χώρα σε παγκόσμιο επίπεδο. Όσες βελτιώσεις και αναβαθμίσεις του σιδηροδρομικού δικτύου και αν έγιναν τα τελευταία χρόνια, δεν ήταν ικανές να αποτρέψουν ένα από τα πλέον πολύνεκρα δυστυχήματα όλων των εποχών.
Η χθεσινή ανάρτηση του Πρωθυπουργού στο Facebook έδειξε ότι, έστω και με καθυστέρηση, ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατανόησε πως αυτό το -κατά ΜακΜίλαν- «γεγονός» δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με τα συνήθη πολιτικά εργαλεία και την οδυνηρά γνωστή κρατική αδράνεια. Πρόκειται για μια κρίση αξιοπιστίας για την Κυβέρνηση, που δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να συγκριθεί με άλλα «γεγονότα», όπως οι πυρκαγιές του Αυγούστου 2021 ή η πανδημία. Το δυστύχημα στα Τέμπη έπληξε τον πυρήνα της πολιτικής της Κυβέρνησης Μητσοτάκη, που είναι η αποτελεσματικότητα και οι μεταρρυθμίσεις. Η «συγγνώμη» που εξέφρασε δημόσια και εγγράφως ο Πρωθυπουργός δείχνει ότι αυτή η υπόθεση δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί με πρακτικές τύπου «business as usual», αλλά απαιτεί τολμηρές και βαθιές τομές, που θα αποκαταστήσουν την εμπιστοσύνη της κοινωνίας στο κράτος και θα αποκλείσουν την πιθανότητα επανάληψης ενός δυστυχήματος τέτοιου μεγέθους και κλίμακας.
Κανείς δεν μπορεί να σκεφτεί ότι θα διέλθουν και πάλι επιβατικές αμαξοστοιχίες από το ίδιο σημείο στα Τέμπη, και επειδή δεν έχει ακόμη εγκατασταθεί το σύστημα τηλεδιοίκησης και ηλεκτρονικού ελέγχου, θα κρέμονται οι ζωές εκατοντάδων επιβατών από το αν θα γυρίσει σωστά και την κατάλληλη ώρα το κλειδί μιας διάβασης ένας τυχαίος σταθμάρχης. Ένα μεγάλο μάθημα που θα πρέπει να εξαχθεί από την τραγωδία των Τεμπών είναι πως ο παράγοντας ασφάλεια πρέπει να είναι αδιαπραγμάτευτος και να μην υποχωρεί μπροστά στις πρακτικές ανάγκες της γρήγορης μετακίνησης και της πρόσκαιρης ευκολίας.
Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει ποιές μπορεί να είναι οι επιπτώσεις του πολύνεκρου δυστυχήματος στο πολιτικό πεδίο, και εν τέλει στο εκλογικό αποτέλεσμα. Η Κυβέρνηση όμως δεν πρέπει να φοβηθεί να πάρει τις αποφάσεις που απαιτούνται για την αποκατάσταση της μεγάλης αυτής βλάβης. Η κοινωνία απαιτεί ειλικρίνεια και ανάληψη ευθύνης από την πολιτική ηγεσία της χώρας, όπως και απονομή δικαιοσύνης από τους δικαστικούς λειτουργούς. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η ηγεσία της Δικαιοσύνης δείχνουν ότι έχουν λάβει το μήνυμα, πως πρόκειται για ένα σημείο καμπής και για την Κυβέρνηση, αλλά κυρίως για την αξιοπιστία των θεσμών του κράτους απέναντι στην κοινωνία.