Ο Άκης Σκέρτσος μίλησε για την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και εξέφρασε την αντίθεσή του.
«Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία αποτελεί έναν βίαιο ιστορικό και γεωπολιτικό αναχρονισμό που επιχειρεί να μας σύρει σε ένα κακό παρελθόν το οποίο η πλειονότητα των Ευρωπαίων θεωρούσαμε ότι είχαμε αφήσει οριστικά πίσω μας», δηλώνει σε συνέντευξή του στη Real News.
Ο υπουργός Επικρατείας τονίζει ότι καμία χώρα δεν μπορεί να αποφασίζει μόνη της για τα σύνορα μιας άλλης χώρας και σημειώνει ότι και εμείς έχουμε στη γειτονιά μας την Τουρκία που έχει κάνει ακριβώς το ίδιο στην Κύπρο και απειλεί να το επαναλάβει στο Αιγαίο.
«Η προσπάθεια της Ρωσίας να ξαναγράψει την ιστορία και να χαράξει νέα σύνορα είναι τρομερά επικίνδυνη και μας βρίσκει απέναντι», υπογραμμίζει.
Παράλληλα αναφέρει ότι η Ρωσία πραγματοποιεί δύο πολέμους αυτή τη στιγμή.
Ο πρώτος με στόχο την Ουκρανία και την εδαφική της κυριαρχία και ο δεύτερος είναι ένας υβριδικός ενεργειακός πόλεμος κατά της Ευρώπης με στόχο τον στραγγαλισμό των οικονομιών μας δια των ακριβών τιμών ενέργειας.
Ο κ. Σκέρτσος προσθέτει πως απέναντι σε αυτή την εξόφθαλμη και υπεροπτική επίδειξη ισχύος, ο μόνος δρόμος -που υποστήριξε σθεναρά ο Πρωθυπουργός στο προχθεσινό συμβούλιο- είναι η Ευρώπη να αναλάβει άμεσα και άλλες πρωτοβουλίες, πέρα από την επιβολή οικονομικών κυρώσεων, που θα αφαιρέσουν την πίεση που ο Πούτιν θεωρεί ότι ασκεί με την άνοδο των τιμών φυσικού αερίου.
Επ’ αυτού αναφέρει ότι η Ελλάδα έχει καταθέσει σχετική πρόταση από τον Οκτώβριο να δημιουργηθεί ευρωπαϊκός μηχανισμός εξομάλυνσης των αυξήσεων στις διεθνείς τιμές ενέργειας.
«Έτσι μόνο μπορεί να ακυρωθεί στην πράξη ο ρωσικός εκβιασμός», επισημαίνει υπογραμμίζοντας πως πρόκειται για υπαρξιακό ζήτημα για την Ευρώπη που απειλεί ευθέως την προσδοκώμενη μεταπανδημική ανάκαμψη των οικονομιών.
Ο κ. Σκέρτσος επιπλέον δηλώνει κατηγορηματικά ότι δεν υπάρχει ενδεχόμενο η Ελλάδα να μείνει χωρίς φυσικό αέριο αν ενταθεί η σύρραξη στην Ουκρανία σημειώνοντας ότι η διάρκειά της θα επηρεάσει σημαντικά την πορεία τόσο των τιμών στις διεθνείς αγορές όσο και των ενεργειακών ροών.
«Για αυτό είναι σημαντικό τώρα να εξαντληθούν όλα τα μέσα και να γίνει κάθε προσπάθεια ώστε η σύρραξη αυτή να τελειώσει γρήγορα και να αφήσει όσο το δυνατόν λιγότερες πληγές στην παγκόσμια και τις εθνικές οικονομίες. Στο μεταξύ θα κάνουμε ως κυβέρνηση ο,τι είναι ανθρωπίνως δυνατό και δημοσιονομικά υπεύθυνο για να παρέχουμε στοχευμένες ελαφρύνσεις στους πιο ευάλωτους», τονίζει.
Για μείωση φόρων στα καύσιμα
Σχετικά με την πρόταση της αντιπολίτευσης να μειωθούν οι φόροι στα καύσιμα, ο κ. Σκέρτσος την κατηγορεί ότι «πουλάει φθηνό και επικίνδυνο λαϊκισμό».
Και προσθέτει: «Όσοι ζητούν μείωση της φορολογίας στα καύσιμα είναι σαν να επιδιώκουν ένα νέο καθεστώς μνημονίων και δημοσιονομικής επιτήρησης. Πολύ απλά διότι θα προκύψει μια τεράστια "τρύπα" στα δημόσια έσοδα που χρηματοδοτούν τα σχολεία, τα νοσοκομεία και την ασφάλεια μας, χωρίς να υπάρξει πραγματικό όφελος για τους ευάλωτους συμπολίτες μας από μια τέτοια μείωση. Αντιθέτως το όφελος θα το καρπωθούν οι πλουσιότεροι και οι επιχειρήσεις του κλάδου καυσίμων».
Επιπρόσθετα λέει ότι η κυβέρνηση μελετά πολιτικές στην αγορά καυσίμων που έχουν να κάνουν με τον περιορισμό της κερδοφορίας των επιχειρήσεων σε πολύ λογικά επίπεδα ώστε να υπάρχει το αναγκαίο burden sharing σε μια περίοδο έντονης πίεσης των εισοδημάτων.
Δημοσιονομικές αντοχές της οικονομίας
Τέλος αναφερόμενος στις δημοσιονομικές αντοχές της οικονομίας δηλώνει ότι η κυβέρνηση κάνει ο,τι πιο αποτελεσματικό μπορεί εντός των δυνατοτήτων μας, χωρίς να ρισκάρουμε να τινάξουμε την οικονομία στον αέρα.
«Έχοντας την τραγική εμπειρία του πρόσφατου παρελθόντος πρέπει πάντα να θυμόμαστε ότι λεφτόδεντρα δεν υπάρχουν και όσοι τα επικαλούνται είναι αναξιόπιστοι και επικίνδυνοι.
Η δημοσιονομική υπευθυνότητα και η αποτελεσματική στόχευση των φοροελαφρύνσεων σε παραγωγικές δραστηριότητες και στη μείωση της φορολογίας εισοδήματος είναι ο σωστός συνδυασμός για να πετύχουμε υψηλή οικονομική ανάπτυξη και έτσι μεγαλύτερη προστασία των ευάλωτων συμπολιτών μας. Χωρίς ισχυρή οικονομία άλλωστε δεν υπάρχει αποτελεσματικό κράτος πρόνοιας», υπογραμμίζει μεταξύ άλλων.