Η εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας είχε επί χρόνια μετατραπεί σε όχημα εκβιασμού πρόωρων εκλογών. Τελευταίος «εκβιαστής» στην ιστορία της Μεταπολίτευσης ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος καταψήφισε τον Σταύρο Δήμα και έριξε την κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου, δρομολογώντας τις εκλογές που τελικώς κέρδισε (2015).
Σήμερα, αυτή η δυνατότητα «εκβιασμού» έχει παρέλθει.
Με την αναθεώρηση του Συντάγματος το 2019, από την κυβέρνηση Μητσοτάκη, 151 ψήφοι της πλειοψηφίας αρκούν για να εκλεγεί Πρόεδρος Δημοκρατίας και η χώρα να συνεχίσει την πορεία της.
Επομένως, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει τα χέρια λυμένα. Δεν απειλείται ούτε με πρόωρες εκλογές, ούτε με πολιτική αστάθεια. Αν θέλει, μπορεί να κρατήσει στη θέση της την Κατερίνα Σακελλαροπούλου ή να ορίσει Πρόεδρο από τον αντίπαλο πολιτικό χώρο, κεντροαριστερό ή κεντροδεξιό. Για λόγους πολιτικής αβροφροσύνης και όχι πλέον πολιτικής ανάγκης.
Γιατί λοιπόν συζητάμε ένα θέμα που δεν συγκινεί το πλατύ κοινό; Για μια θέση χωρίς ρόλο, απλώς συμβολική, που δεν συνιστά πλέον απειλή πολιτικών εξελίξεων; Διότι η όλη διαδικασία απλοποιήθηκε, αλλά δεν παύει να έχει στρατηγική σημασία. Πρώτον, είδαμε ότι τη χρησιμοποίησαν κουτοπόνηρα ορισμένοι για να στήσουν το «αντι-μητσοτακικό μέτωπο». Τη μια πρότειναν τον Καραμανλή, την άλλη τον Σαμαρά για Πρόεδρο. Πίστευαν ότι έτσι θα έβαζαν «κηδεμόνα» στον πρωθυπουργό. Το σενάριο ναυάγησε - με παράπλευρες, μάλιστα, απώλειες τη διαγραφή του ενός εκ των δύο πρώην πρωθυπουργών που το σχεδίαζαν.
Δεύτερον, στο παιχνίδι μπήκαν και κάποιοι αριστεροί πονηρούληδες (Νέα Αριστερά), σε αναζήτηση ενός «αντικυβερνητικού υποψηφίου». Έτσι, ανακάλυψαν τον επικεφαλής ανεξάρτητης αρχής Χρήστο Ράμμο - πρόταση που επίσης ναυάγησε, όχι μόνο επειδή η Νέα Αριστερά είναι ένα ανύπαρκτο και απομονωμένο κόμμα, αλλά και γιατί κανείς στην αντιπολίτευση δεν συμφώνησε με την άστοχη και διχαστική επιλογή.
Αφού λοιπόν εξέλιπαν ο «αντι-μητσοτακικός υποψήφιος» και ο «αντικυβερνητικός υποψήφιος» και η προεδρική εκλογή δεν οδηγεί σε πρόωρες εκλογές, ο Μητσοτάκης έχει όντως τα χέρια λυμένα να επιλέξει τον υποψήφιο της προτίμησής του. Με τους συμβολισμούς της αρεσκείας του.
Υπάρχει ωστόσο ένα πρόβλημα: Η επιλογή της κ. Σακελλαροπούλου το 2020 σηματοδοτούσε ότι ο Κ. Μητσοτάκης, ως κυρίαρχος στο πολιτικό σκηνικό, είχε την ευχέρεια να επιλέξει μια γυναίκα (για πρώτη φορά) και ένα πρόσωπο χωρίς κομματική φθορά και πολιτικές φορτίσεις.
Πλέον, μετά από έξι χρόνια στην εξουσία, ο πρωθυπουργός έχει περισσότερα διλήμματα να προκρίνει, πριν επιλέξει το πρόσωπο. Πρώτον, τη συνοχή της παράταξής του σε μια περίοδο που η ΝΔ εξακολουθεί να είναι κυρίαρχη αλλά με μειωμένα ποσοστά. Δεύτερον, την εκλογική προοπτική της ΝΔ, αφού για να διασφαλίσει τρίτη θητεία ο πρωθυπουργός χρειάζεται όλα τα κρίσιμα κοινά: από τη σκληρή Δεξιά ως την μετριοπαθή Αριστερά. Πρέπει να μη δυσαρεστήσει κανέναν.
Αν επιλέξει ακραιφνώς κεντροαριστερό πρόσωπο, μπορεί να δυσαρεστήσει ένα μέρος της λαϊκής πτέρυγας, σε μια περίοδο κατά την οποία η ΝΔ δείχνει να πιέζεται από κόμματα στα δεξιά της. Αν κάνει κομματική δεξιά επιλογή, κινδυνεύει να χαρακτηριστεί άτολμος από το κεντρώο ακροατήριο, στο οποίο ο κ. Μητσοτάκης έχει βαθιά ερείσματα. Όπως φάνηκε εξάλλου και στις «Τάσεις» της MRB, το 51,4% των πολιτών προτιμούν ο επόμενος Πρόεδρος Δημοκρατίας να μην είναι κομματικό στέλεχος.
Επομένως, ποιο είναι το πρόσωπο, χωρίς κομματική φθορά, που να συμβολίζει το μεταρρυθμιστικό Κέντρο, χωρίς να ενοχλεί το δεξιό κοινό;
Το μόνο που γνωρίζουμε προς το παρόν είναι ότι η θέση προτάθηκε (εμμέσως) στον Νίκο Δένδια, τον δημοφιλέστερο υπουργό της κυβέρνησης. Ωστόσο, η άρνησή του να αποδεχθεί υποδηλώνει το σαφές: η εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας δεν οδηγεί πλέον τις πολιτικές εξελίξεις, αλλά τις συμβολίζει στο ακέραιο: κάποιοι κομματικοί στη ΝΔ ονειρεύονται υψηλότερα οφίτσια από μια συμβολική καρέκλα στην Ηρώδου Αττικού. Το επόμενο στοίχημα του Κ. Μητσοτάκη είναι να τους διαψεύσει, λύνοντας ταυτόχρονα και τον «γρίφο» του/της Προέδρου Δημοκρατίας χωρίς παρατράγουδα.