Μπορεί να φαίνεται ότι οι δεύτερες εκλογές (δεύτερες, εξ αρχής, είναι, όχι β’ γύρος αυτών της περασμένης Κυριακής) της 25ης Ιουνίου είναι πιο προβλέψιμες από τις πρώτες, να διαγράφονται φαβορί και αουτσάιντερ, αλλά δεν επιτρέπουν βεβαιότητες, εφησυχασμό, επανάπαυση.
Ίσως ο νικητής, ο πρώτος, να διακρίνεται ευκρινώς, αλλά το τι θα βγάλουν και με ποια σειρά οι κάλπες για τους πιο κάτω είναι αυτό που θα εξασφαλίσει ασφαλή αυτοδύναμη κυβέρνηση. Δείχνει τώρα το κρίσιμο «ματς» να αφορά τον δεύτερο (που θα είναι και αξιωματική αντιπολίτευση) και τον τρίτο, αλλά και το πόσα κόμματα θα μπουν στη Βουλή, με τι ποσοστό, και πού θα πάει η ελάχιστη βάση για την επίτευξη αυτοδυναμίας, που είναι αποφασιστικής σημασίας παράμετροι.
Στη ΝΔ φαίνεται ότι ξέρουν (και εύλογα προβληματίζονται για τον προεκλογικό σχεδιασμό τους) τους κινδύνους και τις παγίδες που κρύβει αυτή η νέα προεκλογική περίοδος προκειμένου όχι απλώς να κερδίσουν την «πρωτιά», που φαίνεται να είναι απόλυτα εφικτή, αλλά με ποσοστό που θα επιτρέψει την αυτοδύναμη διακυβέρνηση της χώρας, που είναι (πάντα ήταν) και το ζητούμενό τους.
Ο μεγάλος πονοκέφαλος είναι για τον ΣΥΡΙΖΑ. Οι πρώτες αντιδράσεις αποκαλύπτουν αγωνία για να εξασφαλίσουν ότι στις 26 Ιουνίου θα είναι αυτός και όχι το ΠΑΣΟΚ στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Όλες οι πρώτες κινήσεις αλλά και οι δηλώσεις ομολογούν ηττοπάθεια, ουδείς ισχυρίζεται ή πιστεύει ότι σκοπεύουν στην πρωτιά και στη διακυβέρνηση της χώρας, είτε αυτοδύναμα είτε με συνεργασία με το τρίτο κόμμα, που πιστεύουν ότι θα καταφέρουν να είναι το ΠΑΣΟΚ, και όχι αυτοί, όπως είναι σήμερα το κλίμα. Είναι στρατηγική διαχείρισης μιας ακόμη ήττας, μια προσπάθεια «να σωθούν» στο ελάχιστο δυνατόν επίπεδο.
Οι πρώτες αντιδράσεις (και του κ. Τσίπρα αλλά και των στελεχών του) προδίδουν ότι δεν έχουν αλλάξει μυαλά, αν και… ο «κόσμος» άλλαξε άρδην. Για τη συντριβή τους ευθύνεται το ΠΑΣΟΚ και «άλλες προοδευτικές» δυνάμεις, που δεν έσπευσαν να παίξουν το δικό τους παιγνίδι (κάτι σαν «σφάξε με αγά μου ν’ αγιάσω»…) που είχαν στρώσει με το απελπισμένο τέχνασμα της απλής αναλογικής. Ήδη άρχισαν ν’ αλλάζουν τροπάρι, και να παραδέχονται λάθος προεκλογική στρατηγική, απανωτά ολέθρια σφάλματα (για το είδος της… «προοδευτικής κυβέρνησης», από ηττημένων σε ανοχής και από «προοδευτική» μέχρι ενίσχυσης με τις ψήφους Κασιδιάρη), θολό και πανικόβλητο μήνυμα που έστελναν, εκτός τόπου και χρόνου τοξικότητα και εκφορά εμφυλιοπολεμικού λόγου, παντελώς αναντίστοιχο με τις προσδοκίες και τα «θέλω» της κοινωνίας…
Λένε τώρα ότι συνειδητοποίησαν τα λάθη τους τόσο ως αντιπολίτευση όσο και ως προεκλογικό σχεδιασμό, και θα αλλάξουν ρότα. Ας υποθέσουμε ότι θα το επιδιώξουν. Το πρόβλημά τους είναι, πρώτον, πόσο εύκολο και κυρίως πειστικό είναι να διαβεβαιώσουν ότι «τώρα πια» θα ακολουθήσουν μια πολιτική στην οποία δεν πιστεύουν (αν την πίστευαν, θα την είχαν υιοθετήσει), και, δεύτερον, αν στο ασφυκτικό χρονικό διάστημα του ενός μηνός μέχρι τις επόμενες κάλπες προφταίνουν να «ξαναγοητεύσουν» το εκλογικό σώμα, ότι «τώρα το εννοούν», και δεν πρόκειται για μια ακόμη παραπλανητική, κακόβουλη «κωλοτούμπα» για να το εξαπατήσουν. Το παρελθόν τους δεν εγγυάται το μέλλον τους…
Κι ενώ κατηγορούν (κυρίως το ΠΑΣΟΚ) ότι δεν συντάχθηκαν με τον ΣΥΡΙΖΑ για να διώξουν «τη χειρότερη κυβέρνηση που γνώρισε ποτέ ο κόσμος και τον πιο αντιδημοκράτη, διαπλεκόμενο, ολετήρα, αυταρχικό και επικίνδυνο πρωθυπουργό, τον Μητσοτάκη», ταυτόχρονα του… κλείνουν το μάτι και τον καλούν ο νέος προεκλογικός αγώνας του κ. Ανδρουλάκη να στρέφεται αποκλειστικά εναντίον της ΝΔ, «για να μην ξαναπροκύψει στις 26 Ιουνίου ανεξέλεγκτος ηγεμόνας πρωθυπουργός!», και όχι και κατά του ΣΥΡΙΖΑ…
Ο κ. Ανδρουλάκης, από την πλευρά του, στοχεύει να είναι το ΠΑΣΟΚ η νέα αξιωματική αντιπολίτευση που θα προκύψει από τις κάλπες, προσβλέπει να αποσπάσει κεντρώους ψηφοφόρους που (ξανα)ψήφισαν δυναμικά τη ΝΔ του Μητσοτάκη, αλλά και να προσελκύσει ακόμη περισσότερους κεντροαριστερούς ψηφοφόρους από τον ΣΥΡΙΖΑ από όσους ήδη κέρδισε στις 21 Μαΐου. Εκ των πραγμάτων, είναι αναγκασμένος σε «διμέτωπο» αγώνα για να ξεφύγει από το χαμηλό διψήφιο αποτέλεσμα που πέτυχε (πόρρω απέχει από το «ισχυρό» στο οποίο στόχευε), να σιγουρέψει την ηγεσία του στο κόμμα.
Η λογική λέει ότι για να το πετύχει θα πρέπει να εγκαταλείψει τα εμμονικά αντιδεξιά του στερεότυπα (υποκλοπές, έλεγχος των θεσμών, αντιδημοκρατικές μεθοδεύσεις, αυταρχισμός, σχέσεις με την ολιγαρχία) που «φόρτωνε» στον κ. Μητσοτάκη, να επικεντρωθεί στην εκπόνηση ενός συγκεκριμένου και κοστολογημένου «εναλλακτικού σχεδίου» διαχείρισης της χώρας, να χειραφετηθεί από το «παλιό ΠΑΣΟΚ» -που, όμως, εξέθρεψε και τον ίδιο…-, να σταματήσει τις κόντρες για το ποιος είναι… η αυθεντικότερη μετενσάρκωση του Αντρέα. Μόνον έτσι θα κατορθώσει να πλασαρισθεί ως αξιόπιστη σύγχρονη αντιπολίτευση και να καλύψει το χαώδες αντιπολιτευτικό κενό.
Αν ο κ. Μητσοτάκης συγκρατήσει (όπως δείχνει αποφασισμένος) την όποια αλαζονεία των στελεχών του από την πρωτοφανή εκλογική του νίκη, πείσει ότι στη δεύτερη θητεία του θα επικεντρωθεί στη «διόρθωση ημαρτημένων» της πρώτης (επίσπευση μεταρρυθμίσεων, πλήρη απαλλαγή από «περίεργες» εσωκομματικές επιρροές, ανασχεδιασμό του επιτελικού κράτους, επιλογή των κατάλληλων συνεργατών και υπουργών, περισσότερο «προσγειωμένες» υποσχέσεις κ.λπ), θα μπορέσει να αποτρέψει την εκλογική ενίσχυση και είσοδο στη Βουλή ακραίων δεξιών σχημάτων, και να αναδειχθεί σε αδιαμφισβήτητο σύγχρονο, φιλελεύθερο κεντροδεξιό ηγέτη, μακράς πνοής…