Έχει στοιχεία σουρεαλισμού αυτή η 2η προεκλογική περίοδος. Ο «μεγάλος τελικός» έχει κριθεί, όλοι το γνωρίζουν και το έχουν αποδεχθεί.
Η μάχη δίνεται στον «μικρό τελικό», ανάμεσα στο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ και αφορά στον μεταξύ τους εκλογικό συσχετισμό και στην αναδιάταξη δυνάμεων στον κεντροαριστερό χώρο. Είναι μάχη αντιπολίτευσης, όχι διακυβέρνησης-αυτή τη δίνει μόνη της η ΝΔ και αφορά το ποσοστό και το εύρος της αυτοδυναμίας που θα εξασφαλίσει.
Εξού και προβάλλεται ως βασικό προεκλογικό σλόγκαν της αντιπολίτευσης, η ανάγκη να αποτραπεί «η παντοδυναμία της ΝΔ και του Κυριάκου Μητσοτάκη».
Εάν κρίνουμε όμως από τις δημοσκοπήσεις, η προτροπή αυτή «δεν πιάνει», δείχνει να πέφτει στο κενό. Η ΝΔ φαίνεται κατά τι ακόμα να ενισχύεται, ο ΣΥΡΙΖΑ κατά τι ακόμα να συρρικνώνεται και το ΠΑΣΟΚ μένει πάνω-κάτω στα ποσοστά του. Το γιατί είναι απλό:
Οι νέες δημοσκοπήσεις, επιβεβαιώνουν συμπεράσματα που προέκυπταν και από την προηγούμενη κάλπη, αλλά ως φαίνεται ακόμη δεν παραλήφθηκαν.
Ο εκλογικός θρίαμβος της ΝΔ και η εκλογική κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ δεν προέκυψαν μόνο, ούτε καν κυρίως, εξαιτίας της «μνήμης» της διακυβέρνησης 2015-2019. Ούτε εξαιτίας του φόβου της -λόγω απλής αναλογικής-ακυβερνησίας. Αυτά έπαιξαν το ρόλο τους ασφαλώς, αλλά δεν ήταν τα κυρίαρχα. Εάν «ο φόβος της επιστροφής του ΣΥΡΙΖΑ» ή της ακυβερνησίας ήταν τα καθοριστικά στοιχεία του εκλογικού αποτελέσματος της 25ης Μαΐου, το λογικό θα ήταν, ενόψει δεύτερης κάλπης, να καταγράφεται μια τάση επανεξισορρόπησης του πολιτικού συστήματος. Έτσι ώστε να υπάρχει -και οπωσδήποτε αυτό η χώρα το έχει ανάγκη-μια «ισχυρή και αξιόπιστη αντιπολίτευση».
Αλλά τί θα πει «ισχυρή και αξιόπιστη αντιπολίτευση»; Κρίνοντας πάλι από το εκλογικό αποτέλεσμα αλλά και από τις τελευταίες δημοσκοπήσεις, το ζήτημα της «ισχυρής και αξιόπιστης αντιπολίτευσης» δεν προσεγγίζεται από τους ψηφοφόρους ως ποσοτικό ζήτημα αλλά ως ποιοτικό. Μοιάζει να αντιστρέφουν το δίλημμα που τους τίθεται από τα κόμματα-«ενίσχυσέ με εκλογικά για να παίξω το ρόλο μου ως ισχυρή και αξιόπιστη αντιπολίτευση» και να λένε-δηλαδή δεν λένε απλώς, σχεδόν «φωνάζουν»- «πρέπει να με πείσεις με τις συγκεκριμένες θέσεις και προτάσεις σου ότι είσαι αξιόπιστος και σοβαρός, για να σε εμπιστευτώ ως ισχυρή αντιπολίτευση». Αυτή την αντιστροφή του διλήμματος, τα κομματικά επιτελεία της αντιπολίτευσης είτε δεν την αντιλαμβάνονται είτε δεν ξέρουν πώς να την απαντήσουν.
Σημαίνει αυτό ότι η ΝΔ τα έκανε όλα καλά ως κυβέρνηση ή ότι το δικό της πρόγραμμα μπορεί να χαρακτηριστεί, με βάση τα ευρωπαϊκά πρότυπα, ολιστικό, συνεκτικό και πλήρως τεκμηριωμένο;
Προφανώς όχι. Αλλά στις εκλογές, δεν επιλέγουμε με βάση το ιδεατό, επιλέγουμε μεταξύ των επιλογών που έχουμε στη διάθεσή μας. Πολύ περισσότερο σήμερα που, όπως έδειξαν και οι εκλογές της 25ης Μαΐου, πολλοί πολίτες, πολύ περισσότεροι από το πρόσφατο παρελθόν, δεν επιλέγουν με κριτήριο τον ιδεολογικοπολιτικό αυτοπροσδιορισμό, δεν ταυτίζουν το δίπολο πρόοδος-συντήρηση με τον παραδοσιακό άξονα αριστερά-δεξιά και αντιλαμβάνονται, έστω και ενστικτωδώς, ότι συντελούνται γύρω μας τεκτονικές αλλαγές σε όλα τα επίπεδα που απαιτούν νέες απαντήσεις και νέες προσεγγίσεις. Επί του πρακτέου, όχι επί του θεωρητικού.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης κέρδισε και ως φαίνεται θα κερδίσει και πάλι με άνεση τις εκλογές όχι γιατί τα έκανε όλα καλά ούτε γιατί παρουσίασε ένα πλήρες πρόγραμμα με ικανοποιητικές απαντήσεις για όλα. Κέρδισε γιατί, σε αντίθεση με τους πολιτικούς αντιπάλους του, έδειξε ότι γνωρίζει καλύτερα πώς και πού παίζεται η μάχη σήμερα, τί σκέφτεται, τί προσδοκά και για ποια θέματα ανησυχεί ο μέσος ψηφοφόρος. Γιατί απευθύνθηκε πρωτίστως σε αυτόν και δευτερευόντως στον παραδοσιακό σκληρό πυρήνα των ψηφοφόρων της Νέας Δημοκρατίας. Γιατί η ψήφος με βάση την «παράδοση» -η οικογένειά μας ή εμείς προσωπικά ψηφίζαμε πάντα το α, το β ή το γ- έχει -ευτυχώς-δραματικά συρρικνωθεί, ολοένα και περισσότεροι ψηφοφόροι ακούνε, κρίνουν, αξιολογούν και μετά αποφασίζουν. Ίσως -αλλά αυτό είναι περισσότερο δουλειά των δημοσκόπων να το πουν- αυτό να εξηγεί και το μεγάλο ποσοστό ανθρώπων που είναι προβληματισμένοι μέχρι την τελευταία στιγμή, που αποφασίζουν μέσα στο παραβάν τί θα ψηφίσουν.
Εάν ισχύει αυτή η υπόθεση εργασίας για τις αλλαγές στα κριτήρια του εκλογικού σώματος, θα πρέπει να ληφθεί πολύ σοβαρά υπόψη, όχι μόνο από την αντιπολίτευση αλλά και από την αυριανή κυβέρνηση.
Οι ψηφοφόροι είναι πλέον πιο «ψιλιασμένοι» και πιο απαιτητικοί. Θέλουν να πάει η χώρα μπροστά, θέλουν ένα καλύτερο μέλλον για τους ίδιους και τα παιδιά τους. Όταν οι προσδοκίες τους διαψεύδονται, όταν αισθάνονται ότι τους κοροϊδεύουν, αναζητούν πολύ πιο εύκολα απ’ ότι στο παρελθόν, εναλλακτική.