Η ένταση που ξεκίνησε αναπάντεχα στις αρχές Μαρτίου, εξαιτίας της απεργίας πείνας του Δημήτρη Κουφοντίνα, εξελίσσεται σε ένα σπιράλ επικίνδυνης βίας και ακρότητας καθώς έφερε στην επιφάνεια την υπόγεια οργή και την κούραση της κοινωνίας.
Κυβερνητικά στελέχη εκτιμούν ότι ο «μαύρος κύκλος» που άνοιξε δεν θα κλείσει εύκολα, και προετοιμάζονται για ακόμα πιο δύσκολες μέρες. Πιθανόν να μην υπερβάλλουν εκθέτοντας τις ανησυχίες τους. Η κυβέρνηση πολιορκείται από τις διαδηλώσεις που υποκινούνται πολιτικά από διάφορες εκφάνσεις της Αριστεράς και ο ΣΥΡΙΖΑ βρήκε ένα νέο κύμα αγανάκτησης για να επενδύσει. Πώς θα σπάσει αυτός ο φαύλος κύκλος και ποιος θα φέρει την ευθύνη αν υπάρξει νεκρός;
Η απαράδεκτη συμπεριφορά ενός αστυνομικού, σε μια άλλη συγκυρία, θα καταγραφόταν ως αυτό που ήταν: ένα μεμονωμένο περιστατικό. Την προπερασμένη Κυριακή, ο έλεγχος για τυχόν παραβίαση των υγειονομικών μέτρων στην πλατεία της Νέας Σμύρνης και ο άγριος ξυλοδαρμός ενός νεαρού ζωντάνεψαν ξανά το τέρας που οι περισσότεροι πίστεψαν ότι εξοντώθηκε με το τέλος της οικονομικής κρίσης. Όμως όχι. Τα ανορθολογικά στοιχεία της κοινωνίας βγήκαν ξανά στον δρόμο, ένας αχταρμάς αναρχικών, χούλιγκαν, πολιτικά και οικονομικά νεοαγανακτισμένων, έτοιμος να σπάσει, να κάψει, ακόμα και να σκοτώσει, όπως έδειξε η σοκαριστική επίθεση στον αστυνομικό. Ο ΣΥΡΙΖΑ έσπευσε να εκμεταλλευτεί τον θυμό, πολιτικοποιώντας την καταγγελλόμενη «αστυνομική βία και αυθαιρεσία». Παράλληλα, στοχοποίησε με επικίνδυνο τρόπο τον υπουργό Προστασίας του Πολίτη Μιχάλη Χρυσοχοΐδη.
Στη Βουλή, ο Αλέξης Τσίπρας επιχείρησε να φορέσει το καπέλο της υπευθυνότητας. Κατηγόρησε τον Κυριάκο Μητσοτάκη ότι είναι «ο ενορχηστρωτής της έντασης» και τον προειδοποίησε να φοβάται «την οργή των νοικοκυραίων». Λίγο αργότερα, ωστόσο, ο ΣΥΡΙΖΑ καλούσε τον κόσμο σε 31 διαδηλώσεις σε όλη τη χώρα, ενώ ο κορωνοϊός θερίζει και οι ειδικοί ζητούν πολιτικό μορατόριουμ προκειμένου να σταματήσουν οι διαδηλώσεις και η περαιτέρω διασπορά του ιού.
Είναι φανερό ότι ο κ. Τσίπρας θέλει να πλήξει τον αντίπαλό του στο πεδίο που είναι ισχυρός: στην ασφάλεια και στην κανονικότητα. Η συμμαχία της βίας στους δρόμους και στις πλατείες μπορεί να είναι εσωτερικά ασυνάρτητη, όμως δεν παύει να είναι επικίνδυνη. Και ασφαλώς οι ψηφοφόροι της Νέας Δημοκρατίας ενοχλούνται από την ένταση και από την αδυναμία της κυβέρνησης να την ελέγξει. Είναι η ενόχληση τόσο μεγάλη ώστε να διαταραχθεί η εμπιστοσύνη τους προς την κυβέρνηση; Η απάντηση θα δοθεί το προσεχές διάστημα, γιατί ακόμα δεν έχει ξεκαθαρίσει το τοπίο.
Παρότι ο Κουφοντίνας σταμάτησε την απεργία πείνας, εκείνος και οι υποστηρικτές του συνεχίζουν να διεκδικούν διάφορα, ακόμα και την αποφυλάκισή του με πολιτική απόφαση.
Η συνεχιζόμενη καραντίνα έχει κουράσει όλη την κοινωνία, φέρνει σε οικονομική απόγνωση εργαζόμενους και επιχειρηματίες, τα μέτρα τηρούνται πλημμελώς και τα νοσοκομεία ασφυκτιούν. Τα εμβόλια καθυστερούν, χωρίς ευθύνη της κυβέρνησης. Η αστυνομία έχει κουραστεί επειδή, στην πραγματικότητα, δεν καλείται απλώς να κάνει ελέγχους, αλλά επωμίζεται ένα κομμάτι άσκησης πολιτικής που δεν της αναλογεί. Και στα πανεπιστήμια δημιουργούνται νέες εστίες έντασης, εξαιτίας του νόμου που προβλέπει την αστυνόμευσή τους, τις οποίες υποδαυλίζει, μεταξύ άλλων, και ο ΣΥΡΙΖΑ.
Η κυβέρνηση άνοιξε ταυτόχρονα πολλά ιδεολογικά μέτωπα, χωρίς να εξηγήσει το γιατί, χωρίς να βρίσκεται, όπως επιμένουν στο Μέγαρο Μαξίμου, σε δυνάμει προεκλογική περίοδο και χωρίς εμφανές σχέδιο αντιμετώπισης των συνεπειών της έντασης. Η ανησυχία για τη δημιουργία κόμματος στα δεξιά της ΝΔ δεν δίνει επαρκή εξήγηση και μια ομιλία του πρωθυπουργού στη Βουλή, όσο συναινετική και αν είναι, δεν μπορεί να θεωρηθεί αρκετή για να ομαλοποιηθεί το κλίμα. Ομοίως και η συνεχής υπόδειξη των -προφανών- ευθυνών του ΣΥΡΙΖΑ.
Θα πάρει κάποιες πρωτοβουλίες εκτόνωσης ο πρωθυπουργός ή θα αφήσει τα γεγονότα να εξελιχθούν; Αν επιλέξει το δεύτερο και η ένταση συνεχιστεί, τότε θα βρεθεί σε ένα δύσκολο σταυροδρόμι. Τον έναν δρόμο τον πήρε η κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή τον Δεκέμβριο του 2008, στα επεισόδια που ακολούθησαν τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Ηταν το δόγμα του Προκόπη Παυλόπουλου «αφήστε τους να εκτονωθούν». Η Αθήνα και άλλες πόλεις της Ελλάδας κάηκαν, αλλά ο τότε υπουργός κέρδισε την εκτίμηση του ΣΥΡΙΖΑ και συνακολούθως την ανάδειξή του στο ύπατο πολιτειακό αξίωμα.
Ο άλλος δρόμος είναι να διασφαλιστούν ο νόμος και η τάξη, η περιουσία και η ζωή. Στο Μέγαρο Μαξίμου και στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη φαίνεται να προκρίνουν τη δεύτερη επιλογή. Όχι όμως με τυφλό και άκαμπτο τρόπο, αλλά με ευελιξία, με ευαισθησία και με δημοκρατική λογοδοσία. Το στοίχημά τους είναι να επιτύχουν αυτόν τον στόχο γρήγορα, να βελτιώσουν τα αντανακλαστικά τους, να μιλούν καθαρότερα, ώστε να μη χρειάζεται να εξηγούν διαρκώς τις προθέσεις και τις αποφάσεις τους. Γιατί το επόμενο διάστημα δεν θα είναι εύκολο. Όταν προχωρήσουν οι εμβολιασμοί και ανοίξει η οικονομία, ο τουρισμός (με τα covid-free νησιά) ίσως δεν είναι αρκετός για διασωθούν κλάδοι ολόκληροι που έχουν πληρώσει βαρύ τίμημα στη διάρκεια της πανδημικής κρίσης. Αν εκτοξευθεί η ανεργία, θα προκληθεί κοινωνική δυσαρέσκεια πολύ δυσκολότερα διαχειρίσιμη από τις περιθωριακές ομάδες που διαταράσσουν σήμερα την ομαλότητα.
Ο κ. Μητσοτάκης από την πλευρά του κατηγόρησε τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ ότι ενσαρκώνει την υποκρισία και ότι κάνει υγειονομικό σαμποτάζ στη χώρα. «Θα μιλήσω για έναν μεγάλο κίνδυνο να μετατρέψουν κάποιοι την πανδημία κατά της υγείας σε κίνδυνο κατά της κοινωνίας και να εκμεταλλευτούν την εύφλεκτη ύλη της κόπωσης για τα περιοριστικά μέτρα, που όλοι ομολογούμε πως είναι αναγκαία. Να ανάψουν μία φωτιά που θα κάψει την κοινωνική ενότητα», δήλωσε.
Αναμφίβολα, ο κ. Τσίπρας περπατάει σε ναρκοπέδιο. Οι διαδηλωτές δεν μπορούν να ελεγχθούν πολιτικά και εκείνος, με τη στάση που κράτησε, κινδυνεύει να βρεθεί υπόλογος αν εκτροχιαστεί η κατάσταση. Ακόμα και στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ πληθαίνουν όσοι συνιστούν να επικρατήσει γραμμή μετριοπάθειας και αντιπολίτευση με σύγχρονες προτάσεις και όχι με νοσταλγία του «αγωνιστικού» παρελθόντος. Ο πυρήνας του 3% ανθίσταται στο διευρυμένο κόμμα του εκλογικού 35% και είναι στην αποκλειστική αρμοδιότητα του κ. Τσίπρα να επιλέξει τι είδους κόμμα θέλει να είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. Τα δύο καρπούζια που προσπάθησε να κρατήσει στη μασχάλη του δεν τον έφεραν απλώς στην αντιπολίτευση αλλά βύθισαν το κόμμα του σε βαθιά εσωστρέφεια και στέρησαν σε εκείνον την προσωπική του αξιοπιστία. Είναι άλλο να διατηρεί υψηλούς τόνους κριτικής, χαρακτηρίζοντας επικίνδυνο τον πρωθυπουργό, και τελείως διαφορετικό να χρεωθεί την κοινωνική ένταση και την αδυναμία της χώρας να ανακάμψει μετά τον κορωνοϊό. Να εγκλωβιστεί, δηλαδή, μέσα στα αδιέξοδα που ο ίδιος καλλιεργεί.
Το μαχαίρι της βίας κόβει και από τις δύο πλευρές και θα ήταν καλύτερα να μπει γρήγορα στο θηκάρι του.