Στην αρχή κάποιοι έλεγαν ότι ο Τραμπ απλώς απειλεί για εσωτερική κατανάλωση. Μετά κάποιοι είπαν ότι τα λέει ως διαπραγματευτικό χαρτί. Από τη στιγμή όμως που έγινε γνωστό το περιεχόμενο της τηλεφωνικής συνομιλίας που είχε πριν από μια εβδομάδα με τη Δανή πρωθυπουργό Μέτε Φρέντερικσεν για την τύχη της Γροιλανδίας, κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί πλέον ότι ο Αμερικανός Πρόεδρος δεν εννοεί αυτά που λέει.
Οι παραδοσιακά ψύχραιμοι Δανοί είναι πλέον σοκαρισμένοι από το επιθετικό ύφος του Τραμπ, ο οποίος επιβεβαίωσε ουσιαστικά το περιεχόμενο της 45λεπτης συνομιλίας με τη Φρέντερικσεν, δηλώνοντας ότι πιστεύει πως «τελικά» θα το «πάρουν» οι ΗΠΑ το γιγαντιαίο νησί του Αρκτικού κύκλου. Η πρόφαση που εμφανίζει είναι ότι τη Γροιλανδία την εποφθαλμιούν η Ρωσία και η Κίνα, και πως η Δανία δεν είναι σε θέση να υπερασπιστεί την κυριαρχία της. Οι Δανοί όμως δηλώνουν με κάθε τρόπο ότι οι ΗΠΑ είναι ευπρόσδεκτες να αυξήσουν την αμυντική τους παρουσία στο νησί, πέρα από τη μία αεροπορική βάση που διαθέτουν ήδη με διμερή συμφωνία από το 1951. Το προφανές όμως ζητούμενο για τον Τραμπ στη Γροιλανδία είναι τα τεράστια κοιτάσματα υδρογονανθράκων, σπάνιων γαιών και μετάλλων. Business über alles.
Η Δανή πρωθυπουργός ξεκίνησε άμεσα μια σειρά επαφών και συναντήσεων με Ευρωπαίους ηγέτες, προσπαθώντας να δημιουργήσει μια ομπρέλα προστασίας για την κυριαρχία της Γροιλανδίας. Οι υπόλοιποι Σκανδιναβοί ηγέτες, ο Όλαφ Σολτς και ο Εμανουέλ Μακρόν δήλωσαν αλληλέγγυοι με τη Δανία, και μάλιστα έγινε και άτυπη συζήτηση για την εγκατάσταση ευρωπαϊκών στρατευμάτων στο νησί. Διπλωματικοί κύκλοι πάντως στις Βρυξέλλες εξέφραζαν την έκπληξή τους για τις αιτιάσεις του Προέδρου Τραμπ, καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν αναγνωρίσει βάσει του Διεθνούς Δικαίου την πλήρη κυριότητα της Δανίας στη Γροιλανδία, στη Συνθήκη που συνήφθη με τη Δανία το 1917 για τη μεταβίβαση νησιών στην Καραϊβική, τις σημερινές Αμερικανικές Παρθένες Νήσους.
Η πρωτοφανής αυτή κατάσταση κρίσης ανάμεσα σε Δυτικούς συμμάχους φέρνει τους Ευρωπαίους ηγέτες μπροστά σε πολύ σοβαρά διλήμματα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες αποτελούν εδώ και πάνω από 100 χρόνια τον έναν από τους δύο βασικούς πυλώνες της αρχιτεκτονικής ασφάλειας στην Ευρώπη, και η σκέψη και μόνο ότι μπορεί να υπάρξει στρατιωτική εμπλοκή για παραβίαση κυριαρχίας ευρωπαϊκού κράτους είναι απλώς αδιανόητη. Και δεν είναι μόνο, βέβαια, το ζήτημα της Γροιλανδίας. Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ έχει απειλήσει επανειλημμένα την Ευρωπαϊκή Ένωση με την οριζόντια επιβολή δασμών στα ευρωπαϊκά προϊόντα. Στο πρόσφατο οικονομικό συνέδριο στο Νταβός o Τραμπ δήλωσε μέσω videolink πως «αγαπά την Ευρώπη», αλλά «η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι πολύ, πολύ κακή για εμάς».
Είναι όμως τόσο «πολύ κακή» η Ευρωπαϊκή Ένωση για τις Ηνωμένες Πολιτείες; Μια πρώτη εικόνα δείχνει πως η ΕΕ έχει μεγάλο εμπορικό πλεόνασμα έναντι των ΗΠΑ, το οποίο έφτασε το 2023 στα 150 δισεκατομμύρια ευρώ. Από αυτό το νούμερο θα πρέπει κανείς να αφαιρέσει το μεγαλύτερο μέρος του πλεονάσματος της Ιρλανδίας ύψους 31 δισ. ευρώ που αφορά κατά κανόνα αμερικανικές εταιρείες που έχουν μεταφέρει την έδρα τους για φορολογικούς λόγους. Από τα υπόλοιπα 120 δισ. ευρώ, η συντριπτική πλειοψηφία αφορά στα πλεονάσματα της Γερμανίας (86 δισ.) και Ιταλίας (42 δισ.), ενώ η Ελλάδα έχει ένα μικρό πλεόνασμα του 0,6 δισ. ευρώ.
Επειδή όμως κάθε νόμισμα έχει δύο όψεις, οι διεθνείς οικονομικές σχέσεις δεν αφορούν μόνο στο εμπόριο. Από την Ευρωπαϊκή Ένωση προήλθε το 45% των άμεσων ξένων επενδύσεων που εισέρευσαν το 2023 στις ΗΠΑ, ύψους 2,4 τρισεκατομμυρίων δολαρίων. Από τη μια δηλαδή πλευρά η ΕΕ (δύο χώρες βασικά) έχουν ένα εμπορικό πλεόνασμα απέναντι στις ΗΠΑ ύψους 120 δισ. ευρώ ετησίως, από την άλλη όμως αποτελούν τον μεγαλύτερο επενδυτή στις ΗΠΑ με 2.000 δισ. ετησίως. Ποιος είναι λοιπόν τελικώς ο κακός στην υπόθεση;
Ο Αμερικανός Πρόεδρος μπορεί να εμφανίζει τον εαυτό του πως έχει το πάνω χέρι απέναντι στην ΕΕ, αλλά στην πράξη τα πράγματα είναι πολύ πιο πολύπλοκα. Ένας εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ-ΕΕ θα πλήξει και πολλές αμερικανικές εταιρείες και εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας, ενώ, σύμφωνα με τη συντριπτική πλειονότητα των αναλυτών, θα φέρει ένα νέο κύμα πληθωρισμού. Η τεράστια δε αγορά ενέργειας της ΕΕ δεν είναι εσαεί δεδομένη για τους Αμερικανούς εξαγωγείς. Όσο τρελή και αν ακουγόταν η ρήξη στις ενεργειακές σχέσεις της ΕΕ με τη Ρωσία πριν από την εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία, εν τούτοις έγινε πλέον η νέα πραγματικότητα. Ποιος, όμως, μπορεί να είναι βέβαιος ότι, εάν υπάρξει ειρήνευση στην Ουκρανία, οι ενεργειακές σχέσεις με τη Μόσχα δεν μπορούν να αποκατασταθούν, με χαμένους τους Αμερικανούς εξαγωγείς φυσικού αερίου;
Η Ευρωπαϊκή Ένωση λοιπόν δεν είναι άοπλη απέναντι στην επιθετική στάση του Ντόναλντ Τραμπ. Οι ευρωαμερικανικές οικονομικές σχέσεις είναι τεράστιες και οποιαδήποτε ρήξη ή αναστάτωση δεν θα έχει χαμένους μόνο στην Ευρώπη. Για να υπάρξει όμως μια σοβαρή στάση της ΕΕ απέναντι στις απαιτήσεις της νέας αμερικανικής κυβέρνησης, θα πρέπει να υπάρχει ένα ενιαίο και αρραγές ευρωπαϊκό μέτωπο, κάτι που προς το παρόν φαίνεται αρκετά δύσκολο. Ένα πρώτο τεστ της ευρωπαϊκής ενότητας θα είναι η άτυπη σύνοδος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου τη Δευτέρα στις Βρυξέλλες, με βασικό θέμα την ενίσχυση της κοινής ευρωπαϊκής άμυνας. Σύμφωνα όμως με την επίσημη ατζέντα, θα συζητηθούν και οι ευρωαμερικανικές σχέσεις.