Η αποδοχή που απολαμβάνει ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η κυβέρνησή του στο μέσον της θητείας τους, αναμφίβολα είναι ζήτημα που προκαλεί ιδιαίτερο πολιτικό ενδιαφέρον. Πέραν των όποιων υποκειμενικών κρίσεων και αξιολογήσεων, η πραγματικότητα δεν αλλάζει. Άλλωστε, η απήχηση του πρωθυπουργού δεν αντανακλά μόνο κομματικές προτιμήσεις. Ούτε περιορίζεται στους εκλογείς του. Το γεγονός αυτό αποκτά ξεχωριστή αξία και σημασία.
Ως εκ τούτου, το ερώτημα που τίθεται είναι απλό: Πού οφείλεται, άραγε, η αποδεδειγμένη πλέον κυριαρχία του; Σίγουρα δεν πρόκειται για μεταφυσικό φαινόμενο. Οι ερμηνείες πάντως ποικίλουν.
Μια πρώτη είναι πως η πλειονότητα των πολιτών τον αποδέχεται καθώς εκτιμά ότι στη συγκεκριμένη συγκυρία αποδεικνύεται ο πιο κατάλληλος. Μια άλλη ότι εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο την ανάγκη η χώρα να υπερβεί τις παθογένειες του παρελθόντος. Υπάρχει, ωστόσο, και μια τρίτη, την οποία ασπάζεται η αντιπολίτευση. Πιστεύει πως η απήχησή του είναι τεχνητή. Και τούτο διότι, όπως ισχυρίζονται, τυγχάνει μιας πρωτοφανούς υποστήριξης από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Τώρα, ποια από τις τρεις ισχύει, μάλλον είναι προφανές.
Κατ’ αρχάς η ερμηνεία των κομματικών ανταγωνιστών του πάσχει από πολλές πλευρές. Πρωτίστως, γιατί υποτιμά τη νοημοσύνη των ανθρώπων. Τους θεωρεί ευάλωτους στις όποιες μιντιακές και επιχειρηματικές σκοπιμότητες. Με μια τέτοια προσέγγιση οι αντιπολιτευόμενοι διαπράττουν διπλό σφάλμα. Αντιμετωπίζουν τους πολιτικούς αντιπάλους τους ως υποχείρια συμφερόντων. Ταυτόχρονα, αυτοϋπονομεύονται, αδυνατώντας να καλλιεργήσουν σχέση εμπιστοσύνης με το κοινωνικό σώμα μιας και το ενοχοποιούν.
Αντί, λοιπόν, ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΙΝΑΛ να καταφεύγουν σε απλοποιήσεις και σε άστοχες εξηγήσεις, χρησιμότερο θα ήταν να σταθούν στην ουσία των πολιτικών που πρεσβεύουν. Κυρίως να εξετάσουν αν αυτές ανταποκρίνονται στην τωρινή εποχή. Αλλά και αν οι ηγεσίες τους έχουν αίσθηση της σημερινής πραγματικότητας. Το παράδοξο δε είναι ότι ο Αλέξης Τσίπρας, παρά τη γνώση και την εμπειρία που απέκτησε ως πρωθυπουργός, βρίσκεται σε δυσαρμονία με το νέο οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον. Η αδυναμία του να εναρμονιστεί με αυτό είναι πασιφανής.
Μια ψύχραιμη και νηφάλια ματιά στα όσα συμβαίνουν στην εγχώρια σκηνή, μας βοηθά να κατανοήσουμε σε τι συνίσταται η κυριαρχία του Κυριάκου Μητσοτάκη. Οι παραδοσιακοί ψηφοφόροι της συντηρητικής παράταξης την ερμηνεύουν με στενά κομματικά κριτήρια. Την αποδίδουν στην ισχύ των αντιλήψεων και των ιδεών τους. Συνήθως, επιχειρούν να τη νοθεύσουν, φέρνοντάς τη στα δικά τους μέτρα. Είτε αναφέρονται σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, όπως στην περίπτωση του ελληνοτουρκικού διαλόγου και του Μακεδονικού. Είτε σε ζητήματα οικονομίας και μεταρρυθμίσεων. Μάλιστα, την ίδια στιγμή την αποσυνδέουν από τα πολιτικά ανοίγματα του πρωθυπουργού, τα οποία και αντιμετωπίζουν με αμηχανία έως και άρνηση.
Βέβαια, πέρα από τις νεοδημοκρατικές αυταρέσκειες και τις τετριμμένες προσεγγίσεις, συγκριτικό πλεονέκτημα του Κυριάκου Μητσοτάκη αποτελεί η αυθύπαρκτη ιδεολογικοπολιτική ταυτότητά του. Δεν παραπέμπει σε μια φορτισμένη Δεξιά. Ούτε χαρακτηρίζεται από βαθύ συντηρητισμό. Οι ενστάσεις περί νεοφιλελευθερισμού στερούνται περιεχομένου. Το ουσιώδες είναι ότι ενσαρκώνει έναν πραγματιστή, ο οποίος στηρίζεται στη γόνιμη σύνθεση επίκαιρων ιδεών, και υπερβαίνει τις παλιές συνταγές.
Η απεξάρτησή του από διάφορες ιδεοληψίες και τα παρωχημένα στερεότυπα του κρατισμού και του λαϊκισμού συνιστούν προτέρημα. Ουσιαστικά, τον καθιστούν έναν «επιχειρησιακό πρωθυπουργό». Το μοντέλο αυτό βασίζεται σε ένα σύγχρονο πολιτικό μάνατζμεντ, που σχεδιάζει, προωθεί, διαχειρίζεται και εποπτεύει συγκεκριμένες επιλογές. Η χρησιμότητα και η αποτελεσματικότητά του δεν προσμετράται με τις γενικόλογες διακηρύξεις. Αλλά με την ικανότητά του να δείχνει ότι ξέρει να κάνει τη δουλειά, την οποία έχει επωμιστεί.
Η εμπειρία -διεθνής και εγχώρια- δείχνει ότι οι πρωθυπουργοί που επέδειξαν έργο ακολούθησαν συγκεκριμένο επιχειρησιακό σχέδιο, συνδυάζοντας τους μεσοπρόθεσμους με τους μακροπρόθεσμους στόχους. Διηύθυναν την κυβέρνησή τους με μεθοδικότητα, προτάσσοντας και ιεραρχώντας σωστά τις προτεραιότητές τους. Μια τέτοια ερμηνεία, χωρίς να αυθαιρετεί, εξηγεί κατά τη γνώμη μου την κυριαρχία του Κυριάκου Μητσοτάκη. Εξάλλου, ο ίδιος δεν διεκδικεί για τον εαυτό του την ιδιότητα ή τον χαρακτηρισμό του χαρισματικού ηγέτη.
Ωστόσο, το πρωθυπουργικό μοντέλο του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν εξουδετερώνει τις αποδεδειγμένες αγκυλώσεις, αδυναμίες και ανεπάρκειες κάποιων υπουργών του. Οι καθυστερήσεις, οι αμφιταλαντεύσεις, η αναβλητικότητα στην προώθηση του κυβερνητικού έργου, ακόμη και η ελαφρότητά τους, είναι αναμφισβήτητες. Προς το παρόν τουλάχιστον η κυριαρχία του πρωθυπουργού τις αποσοβεί. Η περαιτέρω εμπέδωσή της διασφαλίζεται μόνο με τόλμη, αποφασιστικότητα και μεταρρυθμίσεις σε όλα τα πεδία.