Οκτώ δημοσκοπήσεις μετά το Πάσχα κατέγραψαν τους πολιτικούς συσχετισμούς ενόψει των ευρωεκλογών και κατέληξαν σε σχεδόν πανομοιότυπα συμπεράσματα: η ΝΔ κινείται κοντά στην επίτευξη του εκλογικού της στόχου, αγγίζοντας ή και ξεπερνώντας το 33%.
Αν επιβεβαιωθούν τα νούμερα αυτά, ανεξαρτήτως των επιδόσεων που θα επιτύχουν τα λοιπά κόμματα, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο μεγάλος νικητής της βραδιάς θα είναι η ΝΔ και ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Το κυβερνών κόμμα διατηρεί περίπου 15 μονάδες διαφοράς από τον δεύτερο ΣΥΡΙΖΑ χωρίς καμία ένδειξη ανατροπής.
Το δεύτερο συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουν όλες ανεξαιρέτως οι δημοσκοπήσεις αφορά την δεύτερη θέση και την αξιωματική αντιπολίτευση. Εκεί όπου αρχικά το ΠΑΣΟΚ εμφανιζόταν με μία δυναμική και είχε περάσει στην δεύτερη θέση, εκμεταλλευόμενο την εκλογική κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ και την αλλαγή ηγεσίας που ακολούθησε, φαίνεται πως αυτή η τάση έχει ανατραπεί. Παρά τη διάσπαση και τις παλινωδίες του Στέφανου Κασσελάκη, ο ΣΥΡΙΖΑ πλέον παγιώνεται στην δεύτερη θέση, έστω με μικρά ποσοστά.
Οι ευρωεκλογές δεν θα κρίνουν συνεπώς τη διακυβέρνηση της χώρας, δεδοµένης της πολιτικής ηγεµονίας του κυβερνώντος κόμματος. Αλλά θα κριθεί η εικόνα και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του νέου πολιτικού τοπίου με ορίζοντα το 2027. Και το θέμα που θα τεθεί επιτακτικά στην κεντροαριστερά είναι ποιος θα είναι ο αντίπαλος του κ. Μητσοτάκη στις επόµενες εθνικές εκλογές.
Οι δύο βασικοί πρωταγωνιστές της «επόμενης μέρας», κ.κ. Κασσελάκης και Ανδρουλάκης, βρίσκονται στην κόψη του ξυραφιού. Ακόμη και με ποσοστά 15-17% στις ευρωεκλογές θα είναι επικεφαλής κομμάτων διαμαρτυρίας, τα οποία σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν πρόταση εξουσίας ικανή να αντιπαρατεθεί με αξιώσεις στη Νέα Δημοκρατία.
Και οι δύο παρουσιάζουν έλλειμμα εναλλακτικής πρότασης απέναντι στην κεντροδεξιά ΝΔ. Μάλιστα, όσο η κυβέρνηση θα υποστηρίζεται από τα δυναμικότερα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας (δες πρόσφατες εκλογές ΤΕΕ), τόσο τα κόμματα της αντιπολίτευσης θα περιορίζονται σε ειδικά κοινά «θυμωμένων» ψηφοφόρων, τα οποία ωστόσο αποτελούν μειοψηφία στην παρούσα συγκυρία.
Ας πάρουμε για παράδειγμα τις µέχρι τώρα επιδόσεις του ΣΥΡΙΖΑ στους νέους, µια κατηγορία εντέλει που συµπυκνώνει τα απολιτίκ γνωρίσµατα της τωρινής εκλογικής δεξαµενής του. Σε τίποτα, λοιπόν, αυτά δεν δικαιολογούν τη ΣΥΡΙΖΑϊκή αισιοδοξία. Στους νέους 17-34 ετών ο ΣΥΡΙΖΑ καταγράφει µεν την πρώτη θέση, χωρίς όµως µεγάλη διαφορά από το ΠΑΣΟΚ, µε τη ΝΔ να βρίσκεται στην τρίτη θέση. Σύµφωνα µε τη µέτρηση της MRB, o ΣΥΡΙΖΑ συγκεντρώνει 19,2%, το ΠΑΣΟΚ 14,7% και η ΝΔ 14,5%. Ισχνό το ταμείο.
Ένα άλλο χρήσιμο στοιχείο στη συζήτηση είναι πως ο χώρος της κεντροαριστεράς εξακολουθεί να είναι πλειοψηφικός στην Ελλάδα, παρά τη στασιμότητα του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ.
Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της διαΝΕΟσις που παρουσίασε ο καθηγητής Γ. Μοσχονάς, «το 2024 το σύνολο των ιδεολογικών προτιμήσεων που εντάσσονται στην ευρεία κεντροαριστερά/αριστερά υπερέχει σημαντικά εκείνων που εντάσσονται στην κεντροδεξιά/δεξιά (45,1%, έναντι 39,1% αντιστοίχως)». Αυτό δείχνει ότι η ιδεολογική ταυτότητα παραμένει ισχυρή, παρά την εξασθένιση των κομμάτων που την εκπροσωπούν.
Το ερώτημα ποιος από τους Στέφανο Κασσελάκη ή Νίκο Ανδρουλάκη μπορεί να ανασυνθέσει την κεντροαριστερά ή το προοδευτικό κέντρο -όπως ήδη καυχήθηκαν- δεν προκαλεί ενθουσιασμό ούτε στους δικούς τους ψηφοφόρους. Στην τελευταία δημοσκόπηση της GPO (Παραπολιτικά) για το ποιον θέλουν αρχηγό οι κεντροαριστεροί πρώτος βγήκε ο Αλέξης Τσίπρας! Ενώ το 52,6% των κεντροαριστερών ψηφοφόρων εκτίμησε ότι, τελικά, κανείς από τους 6 πολιτικούς που προτάθηκαν στη δημοσκόπηση δεν μπορεί να κερδίσει τον Μητσοτάκη.
Σύντομα λοιπόν θα (ξανα)ξεκινήσει η συζήτηση για το πρόσωπο που μπορεί να αναλάβει με αξιώσεις πρωτοβουλία ανασυγκρότησης των προοδευτικών δυνάμεων ή του προοδευτικού κέντρου. Η τελευταία φορά που έγινε προσπάθεια για κάτι τέτοιο ήταν τον Νοέμβριο του 2017, με την συγκόλληση ΠΑΣΟΚ, Ποταμιού και ΔΗΜΑΡ, υπό την καθοδήγηση του καθηγητή Νίκου Αλιβιζάτου. Και η προτελευταία προσπάθεια (Κίνηση των «58») ήταν το μακρινό 2013, με πρωτεργάτη τον καθηγητή και διανοούμενο Γιάννη Βούλγαρη.
Και τα δύο εγχειρήματα ναυάγησαν, παρά τη φιλότιμη προσπάθεια των πρωταγωνιστών τους. Το μεν κεντροαριστερό φιλοευρωπαϊκό κόμμα εξουσίας (ΠΑΣΟΚ) αποδεκατίστηκε στα απόνερα της χρεοκοπίας. Ποτάμι και ΔΗΜΑΡ εξαφανίστηκαν από το εκλογικό σκηνικό. Ενώ το κόμμα του αριστερόστροφου λαϊκισμού (ΣΥΡΙΖΑ) προσωρινά θριάμβευσε και γρήγορα κατέρρευσε ως εναλλακτικό κοινωνικό μοντέλο.
Συνέπεια αυτών των εξελίξεων είναι η σημερινή μιζέρια του αριστερού και κεντροαριστερού χώρου. Μένουν τρία χρόνια ως τις εκλογές του 2027 για να συζητήσουμε την «αναγέννηση της Κεντροαριστεράς» κι όχι ξανά «αέρα κοπανιστό», που λέει και ο Μητσοτάκης.