Έχω την αίσθηση ότι το μήνυμα της πλατείας, στις ογκώδεις διαδηλώσεις για τα Τέμπη, διαβάστηκε τελικά με τον τρόπο που επεσήμανε πρόσφατα ο Νίκος Πλακιάς (για άλλο θέμα): «Ένας τιμοκατάλογος εστιατορίου: Ο καθένας παίρνει από αυτόν ό,τι του αρέσει και τον βολεύει».
Για παράδειγμα, οι Φάμελλος, Χαρίτσης, Ζωή κ.ά. αποφάνθηκαν ότι «Η κοινωνία ζητάει να πέσει ο Μητσοτάκης». Ο Βελόπουλος εκτίμησε ότι μετά τις διαδηλώσεις «θα κυβερνήσουμε μόνοι μας» (Οpen 5/3). Το ΠΑΣΟΚ ερμήνευσε τις πλατείες ως πράσινο φως για να συμπράξει με Αριστερά και Ακροαριστερά εντός της Βουλής. Υπάρχει, τέλος, και η κυβερνητική εκδοχή, σύμφωνα με την οποία οι πλατείες θέλουν να πάει η Ελλάδα ψηλότερα, να γίνουν τα τρένα επιτέλους ασφαλή και να επιβληθεί η αξιολόγηση στο Δημόσιο.
Δεν είναι η πρώτη ούτε η τελευταία φορά που ένα σημαντικό γεγονός ερμηνεύεται μέσα από ιδεολογικά γυαλιά. Προσωπικά δεν διάβασα στα ογκώδη και πρωτοφανή συλλαλητήρια ΕΝΑ σαφές μήνυμα. Ούτε είδα ΕΝΑΝ αποκλειστικό αποδέκτη. Ο θυμός ήταν τεράστιος, το μέγεθος της δυσφορίας σαρωτικό, αλλά το μήνυμα μπερδεμένο. Βρέθηκαν π.χ. στις πλατείες ακόμη και αυτοί που δεν υλοποίησαν την περιβόητη σύμβαση 717 το 2016, καθώς και αυτοί που τους ψήφισαν. Κυρίως στον δρόμο κατέβηκαν άνθρωποι που δεν πάνε ποτέ σε συγκεντρώσεις. Χωρίς πανό και συνθήματα, οι διαδηλωτές θέλησαν να στείλουν ένα ηχηρό μήνυμα σε πολλούς: στον πρωθυπουργό, στην αντιπολίτευση, στους θεσμούς, στη Δικαιοσύνη, στις προηγούμενες κυβερνήσεις. Η πλατεία έστειλε το μήνυμα μιας πρωτοφανούς δυσφορίας.
Οι πλατείες ερμηνεύτηκαν κυρίως ως αποδοκιμασία για την κυβέρνηση. Κατά τη γνώμη μου, το κλίμα δεν έδωσε ευκαιρία ούτε στην αντιπολίτευση. Κι αυτό γιατί επικράτησε η «πλατεία των συγγενών», η οποία κλιμακώνει τις πολιτικές παρεμβάσεις. Δεν αμφισβητεί πλέον μόνο την κυβερνητική «συγκάλυψη», αλλά τους θεσμούς συλλήβδην: τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον πρόεδρο της Βουλής, τον πρωθυπουργό, τους εισαγγελείς, τον Άρειο Πάγο, τις ανεξάρτητες αρχές, τα κόμματα και πάει λέγοντας. Συγκεκριμένα, οι συγγενείς, αφού ζήτησαν να μην εφαρμοστεί το Σύνταγμα για την εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας, αφού κατέθεσαν μηνύσεις κατά του ανακριτή των Τεμπών, αφού χειροκρότησαν σε αμφιθέατρο κάποιον που παρότρυνε «να πάρουμε τον νόμο στα χέρια μας» και «να βάλουμε φυλακή τον Μητσοτάκη», προχώρησαν παραπέρα: έβαλαν φίμωτρο σε κόμματα και συνδικάτα, επιτίμησαν το ΠΑΣΟΚ για τον τρόπο συγκρότησης προανακριτικής επιτροπής (με εξώδικο!) και αποκάλεσαν «κουτσουρεμένη» την πρόταση μομφής τεσσάρων κομμάτων, θεωρώντας ότι «εξυπηρετεί την κυβερνητική συγκάλυψη».
Συνεπώς, η πλατεία δεν έστειλε ΕΝΑ μήνυμα, γιατί δεν ήταν ενιαία. Και, προφανώς, υπερίσχυσε η «πλατεία των συγγενών». Η οποία δείχνει πλέον να αναζητεί έναν τελικό κριτή της «αλήθειας» που να βρίσκεται υπεράνω του δημοκρατικού ελέγχου της Βουλής, των θεσμών και της Δικαιοσύνης. Και αυτό ακούγεται ως καμπανάκι για όλους μας. Διότι εδώ ο κίνδυνος δεν είναι πλέον η «συγκάλυψη». Ο υπαρκτός κίνδυνος είναι να διαβρωθεί τελικά τόσο η εμπιστοσύνη στους θεσμούς, στη Δικαιοσύνη και στα δημοκρατικά εκλεγμένα κόμματα, ώστε να αμφισβητηθεί κάθε δυνατότητα παρέμβασής τους για την αποκατάσταση της αλήθειας. Δεν υπάρχει εμπιστοσύνη, είπε η πλατεία. Αλλά η εμπιστοσύνη στους θεσμούς δεν ξανακερδίζεται με την κατάλυσή τους.
Με άλλα λόγια, η «πλατεία των συγγενών» δεν αμφισβητεί αποκλειστικά την κυβέρνηση. Αλλά συλλήβδην την Αριστερά, την Κεντροαριστερά και τους θεσμούς που απαρτίζουν το δημοκρατικό μας σύστημα. Αμφισβητεί συνολικά την πρωτοβουλία του κοινοβουλευτικού ελέγχου ή της διαμαρτυρίας όταν γίνονται χωρίς την έγκριση του Συλλόγου Συγγενών. Προτού καν εκδοθεί η ετυμηγορία, η «πλατεία των συγγενών» έχει ήδη επιμερίσει τις πολιτικές και ποινικές ευθύνες. Το ερώτημα είναι αν τα κόμματα και οι μοχλοί της Δημοκρατίας μας είναι διατεθειμένα να πολιτεύονται υπό αυτόν τον έλεγχο.
Ως έναν βαθμό, στις δημοσκοπήσεις, η «πλατεία των συγγενών» πέτυχε τον σκοπό της. Οι πολίτες, σε μεγάλο βαθμό, έχουν πεισθεί για τη «συσκότιση» στο θέμα των Τεμπών, τιμωρούν αδιακρίτως τα λεγόμενα κόμματα του δημοκρατικού τόξου (πτώση για ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ), αμφιβάλλουν για τους πυλώνες της δημοκρατίας και στρέφονται στα άκρα. Σαν να μας λένε ότι είναι πια αδιάφοροι για την κατάλυση των θεσμών. Ότι η Δημοκρατία δεν μπορεί να αναστηλωθεί και τη θέση της πρέπει να καταλάβει ένας τελικός κριτής, που έχει τα χαρακτηριστικά του χάους. Ότι η χώρα μας πρέπει να πυρποληθεί, όχι να γιατρευτεί για τυχόν λάθη και αστοχίες της.
Σε αυτό το κλίμα γενικευμένης δυσφορίας, υπάρχουν περιθώρια και μια ακόμη ευκαιρία: Η κυβέρνηση μπορεί να είναι στριμωγμένη, μπορεί να έχει χάσει την εμπιστοσύνη ενός σημαντικού μέρους της κοινωνίας και να χάνει έδαφος στις δημοσκοπήσεις, ωστόσο έχει ακόμη την πρωτοβουλία των κινήσεων. Μπορεί να μην υπάρχει ΕΝΑ μήνυμα της πλατείας, αλλά ας επιλέξει το καλύτερο: να αποτολμήσει τη δική της αναβάθμιση, σώζοντας ταυτόχρονα ολόκληρο το πολιτικό σύστημα.