Βιώνουμε το 2021 μια έντονα μεταβατική πολιτική περίοδο τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη. Οι απανωτές κρίσεις που έχουν πλήξει όλες τις χώρες – χρηματοπιστωτική, προσφυγική, υγειονομική, περιβαλλοντική- έχουν εντείνει το αίσθημα ανασφάλειας, αβεβαιότητας και φόβου σε ευρύτατα κοινωνικά στρώματα.
Η διεύρυνση των ανισοτήτων, η μείωση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος και η υπερχρέωση των νοικοκυριών και της μεσαίας τάξης έχουν πυροδοτήσει την οικονομική δυσπραγία και την κοινωνική δυσαρέσκεια. Η επέκταση του προσδόκιμου της ζωής έχει εντείνει την πίεση σε οικογένειες να στηρίξουν γονείς και παππούδες και να καλύψουν τα κενά ανύπαρκτων κοινωνικών δομών. Τέλος, οι ανατρεπτικές αλλαγές που επιφέρουν οι νέες τεχνολογίες, βιώνονται ως νέα απειλή που πλήττουν θέσεις εργασίας για πολλούς, αλλάζουν βίαια εργασιακές σχέσεις και εκπαιδευτικές και επαγγελματικές λειτουργίες, ενώ ανατρέπουν πρότυπα συμπεριφοράς , επικοινωνίας και κοινωνικοποίησης μεταξύ των μελών κάθε κοινότητας, ιδιαίτερα των νέων.
Οι κλυδωνισμοί αυτοί, που έχουν ενταθεί επικίνδυνα την τελευταία δεκαπενταετία, έχουν συντελέσει στην απονομιμοποίηση των παραδοσιακών πολιτικών δυνάμεων, στην αποξένωση μεγάλου τμήματος του πληθυσμού από τα πολιτικά δρώμενα, στην εδραίωση της πεποίθησης ότι οι πολιτικές ελίτ δρουν προς ίδιον όφελος και στην αμφισβήτηση της λειτουργίας βασικών δημοκρατικών θεσμών.
Η βαθύτατη κρίση εμπιστοσύνης προς το πολιτικό σύστημα αφορά όλα τα κόμματα και τους πολιτικούς χώρους που εντάσσονται είτε στην ονομαζόμενη Κεντροδεξιά είτε στην Κεντροαριστερά.
Στον ονομαζόμενο και συντηρητικό χώρο, η εμπειρία της τελευταίας δεκαπενταετίας απέδειξε ότι η κυριαρχία αρρύθμιστων αγορών προϊόντων , υπηρεσιών, κεφαλαίου ή εργασίας είναι αποσταθεροποιητική, αναποτελεσματική και μη βιώσιμη, η πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων συχνά αδιέξοδη και η επένδυση σε αναβαθμισμένες δημόσιες υπηρεσίες και υποδομές αναγκαία όσο ποτέ. Οι νέο-φιλελεύθεροι του χώρου, επομένως, αναζητούν συμμαχίες στη λαϊκή δεξιά, στα νέο-συντηρητικά κεντρώα στρώματα ακόμα και σε ακρο-δεξιά στοιχεία του χώρου, προκειμένου να πείσουν ότι προασπίζουν την ασφάλεια και το οικονομικό και κοινωνικό συμφέρον ετερόκλητων οπαδών. Δεν διστάζουν να υιοθετήσουν άμεσα ή έμμεσα εθνικιστικές, προστατευτικές ή/και ξενοφοβικές πολιτικές, ενώ ταυτόχρονα αποδέχονται, στο όνομα της ελευθερίας, την συγκέντρωση πλούτου και ισχύος σε διεθνείς επιχειρήσεις και τράπεζες, τις διευρυνόμενες ανισότητες πλούτου, εισοδήματος και ευκαιριών, την υποβάθμιση του περιβάλλοντος και την υπονόμευση της οικονομικής δημοκρατίας και των κοινωνικών δικαιωμάτων.
Από την άλλη μεριά, στον ονομαζόμενο προοδευτικό χώρο, η αναποτελεσματική διαχείριση των κρίσεων και κυρίως οι μνημονιακές πολιτικές που επιβλήθηκαν, απονομιμοποίησαν στα μάτια ευρύτατων κοινωνικών στρωμάτων την ικανότητα των δυνάμεων της σοσιαλδημοκρατίας αλλά και της Αριστεράς να προασπίσουν το δικαίωμα των πολλών στην εργασία, σ’ ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, στην ισότιμη πρόσβαση σε κοινωνικές υπηρεσίες. Παραδοσιακά σοσιαλιστικά και σοσιαλδημοκρατικά Κόμματα που είτε συμβιβάστηκαν με το νεοφιλελευθερισμό, είτε συγκυβέρνησαν με συντηρητικές δυνάμεις, είτε απώλεσαν τις πολιτικές και κοινωνικές αναφορές τους, καταρρακώθηκαν εκλογικά. Η δραματική συρρίκνωση του ΠΑΣΟΚ το αποδεικνύει. Η επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ ως μια αριστερή ριζοσπαστική δύναμη, που πρόβαλε μια εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης, αποδείχθηκε πρόσκαιρη, υπό το βάρος της διαχείρισης του τρίτου μνημονίου, της έλλειψης ενός συμπαγούς κοινωνικού μετώπου στήριξης και της αδυναμίας αποτελεσματικής υλοποίησης ενός προγράμματος μετα-μνημονιακής ανασύνταξης.
Σήμερα, τόσο οι δημοκράτες σοσιαλιστές όσο και οι Αριστεροί, ενταγμένοι ή όχι στους υπάρχοντες κομματικούς σχηματισμούς του χώρου, επιζητούν τη διεύρυνση της απήχησής τους και της κομματικής τους στελέχωσης, για να επανακτήσουν την εκλογική τους δυναμική και να μεγιστοποιήσουν την εκλογική τους δύναμη. Το πρόβλημα όμως δεν είναι οργανωτικό, αλλά βαθύτατα πολιτικό.
Η επάνοδος των προοδευτικών δυνάμεων, της Κεντροαριστεράς, στην εξουσία απαιτεί τη συγκρότηση μιας αξιόπιστης συμμαχίας δημοκρατικών, σοσιαλιστικών, αριστερών, κοινωνικών και οικολογικών δυνάμεων που δεν θα διστάσει να υιοθετήσει και προβάλει ένα τολμηρό πολιτικό πρόταγμα, που θα απαντά στα καυτά ερωτήματα της εποχής, θα πείθει ότι μπορεί να εφαρμοστεί και θα κινητοποιεί απογοητευμένους πολίτες να στρατευθούν ξανά για ένα καλύτερο μέλλον.
Πώς θα προαχθούν τα εθνικά μας συμφέροντα σε μια εποχή έντονων γεωπολιτικών ανακατατάξεων; Πώς θα χρησιμοποιηθούν οι υπάρχοντες πόροι για την αναγκαία παραγωγική αναδιάρθρωση κάθε περιφέρειας, τη στήριξη θέσεων εργασίας και την ανάπτυξη αναγκαίων κοινωνικών δομών και υπηρεσιών; Πώς θα αποφύγουμε μια άλλη κρίση υπερχρέωσης τα επόμενα χρόνια; Πώς θα προαχθεί η ανθρώπινη ασφάλεια από τις πανδημίες ή την κλιματική αλλαγή; Πώς θα προστατευθεί η κοινωνική συνοχή, το πανέμορφο φυσικό περιβάλλον και ο πολιτισμός μας; Πώς θα αναμορφώσουμε το εκπαιδευτικό μας σύστημα ώστε να ανταποκρίνεται στις προκλήσεις του αύριο; Πώς θα διασφαλισθεί η διαφάνεια, λογοδοσία και αποτελεσματικότητα του δημόσιου τομέα ώστε να επανακτηθεί η εμπιστοσύνη του πολίτη στο πολιτικό σύστημα και στις προοδευτικές δυνάμεις του τόπου; Τελικά, ποιος θα κερδίσει και ποιος θα χάσει από συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές;
Ερωτήσεις που πρέπει να απαντηθούν συλλογικά ακόμα κι αν ανατρέπουν παλαιότερες τοποθετήσεις και θέσεις .
Μέσα από τη συνεργασία των δυνάμεων αυτών και τον επανακαθορισμό στόχων, στρατηγικής και προτεραιοτήτων στη βάση ενός τέτοιου προτάγματος, θα επικαιροποιηθεί αν όχι επαναπροσδιορισθεί, με βάση τις σημερινές προκλήσεις, το τι σημαίνει «Δεξιά» και τι σημαίνει «Αριστερά» σήμερα . Η Ατζέντα 2030 που υπογράφηκε το 2015 από 193 μέλη του ΟΗΕ ως το νέο πλαίσιο πολιτικής για βιώσιμη ανάπτυξη και κοινωνική ευημερία μπορεί να αποτελέσει, αν εξειδικευθεί κατάλληλα, πυξίδα για ένα τέτοιο εγχείρημα. Ένα είναι σίγουρο : ότι τέτοιου είδους διεργασίες θα πυροδοτήσουν πολιτικές εξελίξεις με μετακινήσεις, νέες συμπράξεις, νέο προγραμματικό λόγο και θα αποτελέσουν το πρόπλασμα των νέων πολιτικών σχηματισμών που θα κυριαρχήσουν τα επόμενα χρόνια .
Η περίοδος που διανύουμε θα αποτελέσει κατά τη γνώμη μου έτος μετάβασης προς ένα νέο διπολισμό που θα μορφοποιηθεί τα επόμενα χρόνια: μιας νέας συντηρητικής συμπαράταξης αποτελούμενης από δεξιά και νέο-φιλελεύθερα άτομα, Κινήματα και πολιτικά κόμματα και μιας νέας προοδευτικής συμπαράταξης, αποτελούμενης από δημοκράτες σοσιαλιστές, οικολόγους και αριστερούς. Ο δρόμος για τη δημιουργία αυτού του νέου δίπολου δεν θα είναι αναίμακτος. Στην πορεία θα αποδομηθούν υφιστάμενες δομές, κόμματα, μηχανισμοί αλλά και παρωχημένες ιδεοληψίες. Εξωθεσμικοί παράγοντες θα προσπαθήσουν να ποδηγετήσουν την πορεία. Είναι πιθανόν να οδηγηθούμε σε εντεινόμενη πόλωση και συγκρούσεις.
Πολλά θα εξαρτηθούν από την ωριμότητα των πολιτών, την ποιότητα και αξιοπιστία των εκάστοτε ηγεσιών και κυρίως την συλλογική μας ικανότητα να αποτινάξουμε τον φόβο και να αντιδράσουμε σε φαινόμενα καταστολής και ματαίωσης που ακυρώνουν κάθε προσπάθεια συλλογικής δημοκρατικής δράσης.
*Η Λούκα Κατσέλη είναι πρώην υπουργός και συμπροεδρεύουσα της Ανεξάρτητης Επιτροπής της Προοδευτικής Συμμαχίας του Ευρωπαϊκού Κόμματος Σοσιαλιστών και Δημοκρατών