Λιγότερο από δύο εβδομάδες απέμειναν για τις ευρωπαϊκές εκλογές και στις Βρυξέλλες, το Βερολίνο, το Παρίσι και άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες έχουν ήδη φουντώσει οι συζητήσεις για το πως θα διαμορφωθούν οι συσχετισμοί δυνάμεων στους ευρωπαϊκούς θεσμούς την επομένη των εκλογών.
Ο Εμανουέλ Μακρόν, στο πλαίσιο της επίσημης επίσκεψής του στη Γερμανία, έδωσε χθες το βράδυ μια ομιλία στην ιστορικά φορτισμένη πόλη της Δρέσδης και ζήτησε, ούτε λίγο ούτε πολύ, διπλασιασμό του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού, καθώς «η Ένωση αντιμετωπίζει μια υπαρξιακή απειλή» και πρέπει να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της πράσινης μετάβασης, της τεχνητής νοημοσύνης και της κοινής άμυνας.
Τις σκέψεις του Γάλλου Προέδρου φαίνεται να συμμερίζεται, σε ένα βαθμό τουλάχιστον, και ο Γερμανός Καγκελάριος Όλαφ Σόλτς, ο οποίος σε κοινό άρθρο του με τον Μακρόν στους Financial Times, αναφέρει πως «πρέπει να ενισχύσουμε την ευρωπαϊκή κυριαρχία» και πως η Ένωση χρειάζεται περισσότερη ενιαία αγορά, καινοτομία και επενδύσεις. Το θέμα όμως είναι από που θα βρεθούν τα χρήματα για αυτή την εκτόξευση του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού. Ο Μακρόν προτείνει νέα ανάληψη χρέους, ενώ οι Γερμανοί προτιμούν τη χρήση κοινής ευρωπαϊκής φορολογίας. Στο πλαίσιο αυτών των σχεδιασμών, ο Μακρόν φέρεται να προωθεί την υποψηφιότητα του Μάριο Ντράγκι για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Αν όχι για τη θέση του Προέδρου της Επιτροπής, τότε τουλάχιστον για μια θέση Υπερεπιτρόπου υπεύθυνου για την οικονομία και τις επενδύσεις.
Και ενώ Μακρόν και Σολτς συζητούν για την επόμενη μέρα, στο άλλο άκρο του πολιτικού φάσματος της Ευρώπης, στη λαϊκιστική Δεξιά και την Ακροδεξιά πληθαίνουν οι συζητήσεις για πιθανή μετεκλογική συνεργασία. Η Μαρίν Λεπέν, το κόμμα της οποίας προηγείται με μεγάλη διαφορά στις δημοσκοπήσεις στη Γαλλία, πρότεινε στην Τζόρτζια Μελόνι να συντονιστούν τα κόμματά τους στο Ευρωκοινοβούλιο για να διεκδικήσουν μεγαλύτερο ρόλο στους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Κοινός τους στόχος φαίνεται πως είναι ο περιορισμός του ρόλου των Πρασίνων, των Σοσιαλιστών και των Φιλελευθέρων, μέσω μιας πιθανής συνεργασίας με το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα και τα υπόλοιπα ευρωσκεπτικιστικά δεξιά κόμματα στην Ευρώπη. Παράλληλα όμως τραβούν και κόκκινη γραμμή απέναντι στην ακροδεξιά “Εναλλακτική για τη Γερμανία”, η οποία δυσκολεύεται να κρύψει την φιλοναζιστική της τάση και τις χρηματοδοτήσεις από τη Ρωσία.
Στις Βρυξέλλες είναι πάντως κοινός τόπος ότι η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν έχει αναπτύξει σχέσεις «αλληλοκατανόησης» με την Μέλονι, στο πλαίσιο της αναζήτησης καινούργιων συμμαχιών που θα στηρίξουν την πιθανή υποψηφιότητά της για μια νέα θητεία στην ηγεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η Γερμανίδα πολιτικός γνωρίζει ότι υπάρχουν ισχυρές αντιστάσεις κατά της υποψηφιότητάς της από τους Πράσινους, τους Σοσιαλιστές και τους Φιλελεύθερους, και η ίδια δεν διαψεύδει ότι υπάρχουν συζητήσεις για υποστήριξή της από την Μελόνι και το εθνικιστικό δεξιό κόμμα των «Αδερφών της Ιταλίας».
Όλες αυτές οι διαπραγματεύσεις θα κορυφωθούν στο περιθώριο της συνόδου κορυφής του G7 στις 13-15 Ιουνίου στην Ιταλία και ακολούθως στην άτυπη σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στις 17 Ιουνίου. Μέχρι στιγμής δεν είναι σαφές τι στάση θα κρατήσουν οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης (“Βίζεγκραντ”) και η λεγόμενη Χανσεατική Λίγκα των σκανδιναβικών και βαλτικών χωρών. Είναι πάντως σαφές σε όλες τις πολιτικές ομάδες ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση χρειάζεται μια ριζική ενίσχυση, και σε πόρους και στον τρόπο λειτουργίας της. Η κοινή σχεδόν αποδοχή της έννοιας της κοινής άμυνας απέναντι στην απειλή της Ρωσίας συνδέεται άμεσα με το θεσμικό ζήτημα της ομοφωνίας στις αποφάσεις του Συμβουλίου Εξωτερικών και Άμυνας, λόγω της διχαστικής στάσης που τηρεί η Ουγγαρία υπό τον Βίκτορ Όρμπαν και δευτερευόντως και η Σλοβακία. Η δε Γαλλία αναμένεται να δεχθεί σκληρή κριτική από τα «φειδωλά κράτη», για το γεγονός ότι ζητά νέα κοινή ανάληψη χρέους τη στιγμή που η ίδια δεν μπορεί να περιορίσει το δημόσιο έλλειμμά της που έφτασε το 5,5% του γαλλικού ΑΕΠ το 2023.
Οι δημοσκοπήσεις για τις ευρωεκλογές μπορεί να μας δίνουν μια σχετική εικόνα για τους νέους συσχετισμούς που θα επικρατήσουν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, αλλά οι αποφάσεις για την πορεία και την ηγεσία της Ένωσης τα επόμενα χρόνια θα έρθουν μετά από πολύ σκληρές διαπραγματεύσεις και παζάρια και κάθε πρόβλεψη είναι ιδιαίτερα επισφαλής.