Ένα μήνα πριν από τις εκλογές για την ανάδειξη της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης μοιάζει σχετικά περιορισμένο.
Δεδομένων των συνθηκών (αυξανόμενη δυσαρέσκεια έναντι της κυβέρνησης και εικόνα διάλυσης στην αξιωματική αντιπολίτευση), θα περίμενε κανείς ότι οι εξελίξεις στο ΠΑΣΟΚ θα κινητοποιούσαν τους πολίτες. Μέχρι στιγμής δεν προκύπτει κάτι τέτοιο - έχουμε βέβαια ακόμη μπροστά μας έναν μήνα, στον οποίο κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει μια κινητοποίηση του κόσμου.
Στις προηγούμενες εκλογές (Δεκέμβριος 2021), στις οποίες αναδείχθηκε αρχηγός ο Νίκος Ανδρουλάκης, η συμμετοχή ήταν ιδιαίτερα υψηλή, φτάνοντας περίπου στις 250.000 ψηφοφόρους. Αν σκεφτεί κανείς ότι στις πρόσφατες ευρωεκλογές το ΠΑΣΟΚ πήρε 508.431 ψήφους, για να επαναληφθεί ο «άθλος» του 2021 πρέπει να προσέλθουν στις εσωκομματικές κάλπες τουλάχιστον οι μισοί του ψηφοφόροι. Ή -τουλάχιστον- να πάνε να ψηφίσουν για την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ είτε ψηφοφόροι άλλων κομμάτων είτε κάποιοι από αυτούς που απείχαν από τις κάλπες των ευρωεκλογών.
Για να προκαλέσουν το ενδιαφέρον του κόσμου οι εσωκομματικές εκλογές πρέπει να έχουν ένα ισχυρό διακύβευμα. Στο ΠΑΣΟΚ μέχρι τώρα αυτό δεν έχει φανεί.
Η προηγούμενη εκλογή αρχηγού είναι πολύ πρόσφατη - δεν έχουν περάσει ούτε τρία χρόνια. Η πορεία του κόμματος αυτά τα χρόνια υπήρξε σαφώς ανοδική, δίχως όμως την πολιτική δυναμική που θα το κάνει ξανά κόμμα εξουσίας.
Η αμφισβήτηση του σημερινού αρχηγού, Νίκου Ανδρουλάκη, δεν έχει ιδεολογική, πολιτική βάση, αλλά σχετίζεται κυρίως με τον στόχο της επιστροφής του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, τον οποίο οι εσωκομματικοί του αντίπαλοι κρίνουν ότι μπορούν να υπηρετήσουν καλύτερα. Στον πυρήνα, λοιπόν, αυτής της πρόωρης προσφυγής στις εσωκομματικές κάλπες βρίσκεται το μόνιμο ζήτημα που έχει περάσει εδώ και δεκαετίες στο DNA του ΠΑΣΟΚ: η σχέση του με τη διακυβέρνηση της χώρας και η συμμετοχή του στην εξουσία.
Αυτό το στοιχείο υπήρξε πάντοτε καθοριστικό για το ΠΑΣΟΚ. Όχι μόνο την εποχή του ισχυρού δικομματισμού, όταν έπαιρνε ποσοστά που του επέτρεπαν να σχηματίζει αυτοδύναμες κυβερνήσεις, αλλά και αργότερα, όταν η κρίση το οδήγησε στην εκλογική συρρίκνωση. Ακόμη και τότε το ΠΑΣΟΚ δεν συμβιβάστηκε με τη λογική του μικρού κόμματος, αντιθέτως μάλιστα ανέλαβε κυβερνητικές ευθύνες, φτάνοντας στο σημείο να συγκυβερνήσει με τον ιστορικό του αντίπαλο, τη ΝΔ, για να υπηρετήσει αυτό που θεωρούσε ως το καλό του τόπου.
Το γεγονός ότι το ΠΑΣΟΚ αισθάνεται κόμμα εξουσίας έστω και με ποσοστό 13% δεν αποτελεί έκπληξη. Αυτό που δύσκολα μπορεί να εξηγηθεί είναι η αδυναμία του να χαράξει μια νέα πολιτική στρατηγική με βάση τη σημερινή πολιτική πραγματικότητα.
Η εκλογική συρρίκνωση του ΠΑΣΟΚ έχει δύο βασικές αιτίες, αλληλένδετες μεταξύ τους: η πρώτη είναι η κρίση που οδήγησε στα μνημόνια, η δεύτερη είναι ο αυτοεγκλωβισμός του στο λεγόμενο «ενδιάμεσο χώρο» μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ. Αυτός ο εγκλωβισμός -εν πολλοίς άνευ ουσιαστικού πολιτικού περιεχομένου- ανάγκασε το ΠΑΣΟΚ να κάνει επί αρκετά χρόνια έναν «διμέτωπο» αγώνα, ο οποίος του στερούσε τη δυνατότητα να ξαναγίνει ένας διακριτός πόλος στο πολιτικό σκηνικό.
Στην περίοδο του αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου η ΝΔ ήταν τελικά αυτή που βγήκε κερδισμένη από τον πρωταγωνιστικό ρόλο του ΠΑΣΟΚ σε αυτό το μέτωπο. Αργότερα, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ κατέρρευσε και οδηγήθηκε στη συντριπτική ήττα του 17% στις εθνικές εκλογές, το ΠΑΣΟΚ βρέθηκε να προσπαθεί να εξηγήσει ότι δεν σκοπεύει να συγκυβερνήσει με τον Τσίπρα! Εναντίον του οποίου είχε δώσει αγώνα εξ ίσου αν όχι πιο σκληρό από αυτό που είχε δώσει η ΝΔ του Μητσοτάκη…
Ένα από τα βασικά προβλήματα του ΠΑΣΟΚ τα τελευταία χρόνια είναι η αδυναμία του να χαράξει πολιτική στρατηγική στον «ενδιάμεσο χώρο», λαμβάνοντας υπόψη τις οβιδιακές μεταμορφώσεις που έχουν υποστεί τα κόμματα ανάμεσα στα οποία δίνει τη μάχη της πολιτικής επιβίωσης.
Η ΝΔ δεν είναι σήμερα η «Δεξιά» που είχε μάθει να έχει ως αντίπαλο το ΠΑΣΟΚ. Κορυφαίοι υπουργοί της προέρχονται από τον χώρο της Κεντροαριστεράς, ο ίδιος ο αρχηγός της έχει κεντρώο προφίλ, βασικές πολιτικές της επιλογές τα τελευταία χρόνια δεν απέχουν πολύ από αυτές που θα έκανε το ΠΑΣΟΚ αν ήταν κυβέρνηση. Υπάρχουν, ασφαλώς, πρόσωπα και πολιτικές -ενισχυμένα μετά το προβληματικό για την κυβέρνηση εκλογικό αποτέλεσμα στις ευρωεκλογές- που θυμίζουν το παλιό στίγμα της ΝΔ, αλλά είναι προφανώς κοντόφθαλμη μια πολιτική στρατηγική που δεν βλέπει τη σημερινή ΝΔ όπως πραγματικά είναι και την αντιμετωπίζει σα να βρισκόμαστε σε περασμένες δεκαετίες.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τον ΣΥΡΙΖΑ. Η εποχή Κασσελάκη ουδεμία σχέση έχει με την εποχή Τσίπρα, με την οποία συγκρούστηκε σφόδρα το ΠΑΣΟΚ. Ακόμη και το άλλοθι Πολάκη δεν υπάρχει πια - ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ έχει περάσει απέναντι και συγκρούεται ευθέως με το νέο αρχηγό. Αυτό που υπάρχει είναι ο Σπίρτζης (πρώην ΠΑΣΟΚ) που συγκρούεται με τον Κασσελάκη ως άτυπος ηγέτης των «87» και ένα εσωκομματικό θρίλερ με στοιχεία κωμωδίας στον ΣΥΡΙΖΑ για το ποιος τελικά θα επικρατήσει.
Τι ενδιαφέρουν όλα αυτά το ΠΑΣΟΚ και τους διεκδικητές της ηγεσίας του; Αν δεν δουν με ειλικρίνεια και καθαρή ματιά τους πολιτικούς τους αντιπάλους δεν μπορούν να χαράξουν μια ξεκάθαρη και αποτελεσματική πολιτική στρατηγική. Πέρα από τις ιδέες και τις προτάσεις τους για συγκεκριμένα θέματα που αφορούν τους πολίτες, οι υποψήφιοι οφείλουν να μιλήσουν ανοιχτά για τη στρατηγική του σοσιαλδημοκρατικού χώρου.
Το ΠΑΣΟΚ για να ξαναγίνει κόμμα εξουσίας πρέπει να χαράξει νέες διαχωριστικές γραμμές, πάνω σε υπαρκτές πολιτικές διαφορές και όχι σε ψεύτικα διλήμματα.