Άναψε φωτιές η χθεσινή ανάρτηση του Κυριάκου Μητσοτάκη στο Facebook για «τους λίγους που απεργούν για να ταλαιπωρούνται οι πολλοί», καθώς προκάλεσε ένα οργισμένο πυρ ομαδόν από κόμματα της αντιπολίτευσης και συνδικάτα.
Η αναφορά από τον πρωθυπουργό ότι η συμμετοχή στην απεργία ήταν μικρή -φάνηκε άλλωστε και από τις πορείες- και ότι ταλαιπωρούνται αυτοί που θέλουν να δουλέψουν και δεν έχουν την ασφάλεια του Δημοσίου έγινε αιτία πολέμου και προκάλεσε οργισμένες αντιδράσεις. Όχι μόνο γιατί έθεσε επί τάπητος ένα πρόβλημα που εδώ και χρόνια βρίσκεται στον δημόσιο διάλογο (δηλαδή για τις οργανωμένες μειοψηφίες που ταλαιπωρούν με απεργίες και κινητοποιήσεις την πλειονότητα των εργαζομένων, ή για τις πορείες λίγων δεκάδων διαδηλωτών που προκαλούν έμφραγμα στην Αθήνα) αλλά και γιατί καταφερόταν ευθέως εναντίον των επαγγελματιών συνδικαλιστών.
Συνδικαλιστών που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά των κομμάτων της ευρύτερης Αριστεράς και οι οποίοι εξέλαβαν την επίθεση ως προσωπική υπόθεση. Συνδικαλιστών, όμως, που στις έρευνες της κοινής γνώμης αξιολογούνται εξαιρετικά αρνητικά από τους πολίτες, τόσο όσο και οι επαγγελματίες πολιτικοί και οι... δημοσιογράφοι. Το ομολογεί στη δήλωσή του ακόμα και ο εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Χαρίτσης.
Η δήλωση Μητσοτάκη
«Επαγγελματίες συνδικαλιστές», σημείωσε χθες ο κ. Μητσοτάκης, «έχουν χάσει την επαφή τους με τον κόσμο της εργασίας και δεν αντιλαμβάνονται ότι οι ίδιοι οι εργαζόμενοι επιθυμούν περισσότερη συμμετοχή και Δημοκρατία στη λήψη αποφάσεων που τους αφορούν. Εμείς νομοθετούμε τα σωματεία να είναι αντιπροσωπευτικά και να λογοδοτούν. Και οι πλειοψηφίες να είναι αυτές που θα αποφασίζουν για τη στάση των εργαζομένων, θεσπίζοντας, προαιρετικά, και τη δυνατότητα ηλεκτρονικής ψηφοφορίας. Στέκομαι στο πλευρό των εκατομμυρίων πολιτών που σήμερα δοκιμάζονται γιατί έτσι το θέλησε μια μειοψηφία. Οι Έλληνες κουράστηκαν, πλέον, να δοκιμάζονται από πρακτικές περασμένων δεκαετιών. Είναι καιρός να πάμε μπροστά. Και θα πάμε».
Στην απάντησή του το ΠΑΜΕ κατηγόρησε τον κ. Μητσοτάκη ότι θέλει «σιγή νεκροταφείου» και πρόσθεσε -παραφράζοντας τη δήλωση του πρωθυπουργού- ότι «για μια ακόμα φορά η κυβέρνηση φέρνει νομοσχέδιο που τσακίζει τα δικαιώματα και τους μισθούς των πολλών, για χάρη μιας χούφτας επιχειρηματιών και επενδυτών».
Τι κρύβουν οι αντιδράσεις
Το οργισμένο ύφος των αντιδράσεων έχει να κάνει και με την επικοινωνιακή επίθεση που δέχθηκαν από την κυβέρνηση και τα κόμματα της αντιπολίτευσης -που στήριξαν αναφανδόν την απεργία- και τα συνδικάτα, για τους λόγους της απεργίας. Αυτό που υπαινίχθηκε ο πρωθυπουργός στην ανάρτησή του, για τις πλειοψηφίες που θα αποφασίζουν, το έκανε πιο σαφές με ανάρτησή του ο υπουργός Εργασίας, Γιάννης Βρούτσης: «Ιερό το δικαίωμα στην απεργία», έγραψε στο Twitter. «Ας δούμε όμως γιατί έγινε η απεργιακή κινητοποίηση. Επειδή στο υπ. Εργασίας: 1) Νομοθετούμε ηλεκτρονικό μητρώο που θα αποβάλει για πάντα τις σφραγίδες & μαϊμού συνδικαλιστικές οργανώσεις, 2) Νομοθετούμε την ηλεκτρονική ψηφοφορία για όλα & για όλους».
Η κατηγορία που εκτοξεύθηκε ότι οι συνδικαλιστές δεν εκπροσωπούν τους εργαζόμενους ήταν από μόνη της αρκετή για να βγάλει τους «εργατοπατέρες» -όπως αποκαλούνται συχνά, με διάθεση απαξιωτική, οι συνδικαλιστές- έξω από τα ρούχα τους. Αλλά δεν είναι μόνο η επικοινωνιακή επίθεση που δέχθηκαν κόμματα της αντιπολίτευσης, τα συνδικάτα και οι συνδικαλιστές, για τους πραγματικούς λόγους της απεργίας, που ερμηνεύουν το οργισμένο ύφος των ανακοινώσεων. Εξίσου ενοχλήθηκαν και αντέδρασαν με σφοδρότητα, γιατί η δήλωση έθιξε ένα «ταμπού» της Μεταπολίτευσης. Για το αν είναι, δηλαδή, δίκαιες και «νόμιμες» οι απεργιακές κινητοποιήσεις που αποφασίζονται από τους επαγγελματίες συνδικαλιστές, οι οποίες έχουν μικρή συμμετοχή, συνήθως μόνο στον δημόσιο τομέα, και προκαλούν μεγάλη ταλαιπωρία στους υπόλοιπους. Αυτό που προσπαθεί δηλαδή να θεραπεύσει η ρύθμιση που προωθεί το υπουργείο Εργασίας.
Μικρή η συμμετοχή στην απεργία
Η χθεσινή απεργία, αν και δεν υπάρχουν επίσημα και ελεγμένα στοιχεία, είχε πολύ μικρή συμμετοχή, ήταν κυρίως μια απεργία των εργαζομένων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα και ειδικά στις δημόσιες συγκοινωνίες, και προκάλεσε όχι μόνο χάος στους δρόμους της Αθήνας αλλά και μεγάλη ταλαιπωρία για όσους χρησιμοποιούν τα δημόσια Μέσα Μεταφοράς. Οι διαδηλωτές στην πορεία της ΓΣΕΕ ήταν ελάχιστοι, και αν δεν ήταν η πορεία του ΠΑΜΕ, όπου το ΚΚΕ κατέβασε τις δυνάμεις του, η χθεσινή διαμαρτυρία θα ήταν μια μεγάλη αποτυχία.
Γεγονός που δεν απέτρεψε να υποστούν τις συνέπειες οι εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι που προσπαθούσαν να πάνε στις δουλειές τους και να μετακινηθούν. Γιατί φυσικά κανένας εργαζόμενος στον ιδιωτικό τομέα δεν απέργησε, όπως συμβαίνει όλα τα τελευταία χρόνια, ακόμα και πριν από την κρίση.
Το ότι ο πρωθυπουργός με τη δήλωσή του έθιξε αυτό το θέμα-ταμπού της Μεταπολίτευσης, που ανοίγει τη συζήτηση για το κατά πόσο είναι «νόμιμες» οι κινητοποιήσεις που αποφασίζονται από μειοψηφίες και ταλαιπωρούν το κοινωνικό σύνολο, ήταν μια δεύτερη αιτία για το οργισμένο ύφος των αντιδράσεων.
Η δήλωση προκάλεσε βραχυκύκλωμα στα κόμματα
Το ότι η δήλωση του πρωθυπουργού «βραχυκύκλωσε» τα κόμματα της αντιπολίτευσης φάνηκε από τη δήλωση του εκπροσώπου του ΣΥΡΙΖΑ κ. Χαρίτση. Στην οποία σημειώνει ότι ο κ. Μητσοτάκης «δεν εκπροσωπεί τους πολλούς, αλλά εξυπηρετεί τους λίγους» και προσθέτει: «Τα εκατομμύρια των εργαζομένων που πλήττονται, ανεξάρτητα από το αν συμμετέχουν η όχι στις απεργιακές κινητοποιήσεις, ανεξάρτητα από το αν εμπιστεύονται η όχι τις συνδικαλιστικές ηγεσίες, καταλαβαίνουν πλέον πολύ καλά ποια είναι η κανονικότητα του κ. Μητσοτάκη». Αποδέχεται, δηλαδή, και ότι δεν υπήρχε συμμετοχή και ότι οι συνδικαλιστές δεν έχουν την εμπιστοσύνη των εργαζομένων.
Το ΚΙΝΑΛ απέφυγε να σχολιάσει τα περί «μαϊμού» συνδικάτων και επέμεινε στο θέμα της επεκτασιμότητας των κλαδικών συμβάσεων: «Το νομοθέτημά του», σημειώνει η ανακοίνωση, «οδηγεί σε καταστρατήγηση των συλλογικών συμβάσεων, απαξιώνει τις αμοιβές και τα δικαιώματα των εργαζομένων». Πρόσθεσε δε ένα δυσανάγνωστο ότι «τα περί συμμετοχής και ψηφοφοριών, από εμάς μόνο ως προβοκάτσια εκλαμβάνονται».
Το ΚΚΕ σημείωσε ότι «πάει πολύ ο πρωθυπουργός που εκλέγεται με λιγότερο από το 30% των εχόντων δικαίωμα ψήφου Ελλήνων πολιτών να μιλάει για μειοψηφίες απεργών» και κάλεσε τον κ. Μητσοτάκη να αναζητήσει τους επαγγελματίες του συνδικαλισμού στο κόμμα του.