«Tο αμυντικό υλικό που χορηγείται στην Ουκρανία προέρχεται από τα αποθέματά μας», τόνισε ο υπουργός Εθνικής Άμυνας, Νίκος Παναγιωτόπουλος.
Ως εκ τούτου και σύμφωνα με τον κ. Παναγιωτόπουλο, «δεν αποδυναμώνεται ούτε κατ’ ελάχιστον η αμυντική δυνατότητα της χώρας».
«Η Ελλάδα, όπως όλες οι ευρωπαϊκές χώρες, βοηθά την Ουκρανία με αμυντικό υλικό, προκειμένου να αμυνθεί στην επίθεση που δέχεται από τη Ρωσία», επισήμανε ακόμη ο υπουργός Εθνικής Άμυνας, με αφορμή την κοινή δήλωση που έκαναν οι τομεάρχες Εθνικής Άμυνας του ΣΥΡΙΖΑ, Θοδωρής Δρίτσας και Γιώργος Τσίπρας, και ο τομεάρχης Εξωτερικών, Γιώργος Κατρούγκαλος, σχετικά με την αποστολή αμυντικού υλικού στην Ουκρανία.
«Η Ελλάδα», συμπλήρωσε ο κ. Παναγιωτόπουλος, «δεν μπορεί να αποτελεί εξαίρεση από τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της ΕΕ, που πράττουν το ίδιο».
Αντίδραση ΣΥΡΙΖΑ
Το βράδυ της Τρίτης οι τομεάρχες Εθνικής Άμυνας του ΣΥΡΙΖΑ Θοδωρής Δρίτσας και Γιώργος Τσίπρας προέβησαν στην ακόλουθη δήλωση:
«Ο υπουργός Άμυνας Ν. Παναγιωτόπουλος παραδέχτηκε σήμερα μετά από δήλωση και επίκαιρη ερώτηση του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία ότι «η Ελλάδα βοηθά την Ουκρανία με αμυντικό υλικό από τα αποθέματα που διαθέτει η χώρα».
Κατά συνέπεια το υπουργείο Άμυνας και συνολικά η κυβέρνηση απέκρυπτε την αλήθεια επί τρεις μήνες τώρα όταν απαντούσε πως ό,τι έστειλε ήταν η αρχική παρτίδα καλάσνικοφ και «εκτοξευτήρων» αγνώστου ποσότητας και τύπου. Διαψεύδοντας δημοσιεύματα ο Ν. Παναγιωτόπουλος είχε απαντήσει στις 18 Απριλίου πως δεν ισχύει «ότι στείλαμε έξι φορές όπλα αλλά αυτά που στείλαμε πήγαν με έξι δρομολόγια». Τώρα παραδέχεται ότι οι παραδόσεις συνεχίζονται.
Δεύτερον, ο υπουργός Άμυνας ψευδόταν όταν έλεγε στις 13 Απριλίου πως «δεν υπάρχει θέμα εκ νέου αποστολής».
Τρίτον, ο υπουργός Άμυνας επιβεβαιώνει το αμερικανικό υπουργείο Άμυνας για νέες αποστολές όπλων και πυρομαχικών (βαρύτερου τύπου;) χωρίς να αισθάνεται την ανάγκη να δώσει καμιά εξήγηση πώς γίνεται να το πληροφορείται αυτό ο ελληνικός λαός και τα κόμματα από το αμερικανικό υπουργείο Άμυνας. Η ελληνική κυβέρνηση όχι μόνο συνεχίζει να στέλνει όπλα, ίσως και βαρύτερα, αλλά επιπλέον ντρέπεται για αυτό και κρύβεται γιατί φοβάται την αντίδραση της κοινωνίας.
Τέταρτον, συνεχίζει να μη διευκρινίζει, όπως έχει υποχρέωση, ποιες ακριβώς ποσότητες ποιων ακριβώς όπλων και πυρομαχικών έχει αποστείλει και θα αποστείλει, όπως πράττουν όλες οι άλλες οι κυβερνήσεις.
Πέμπτον, η επιμονή του υπουργείου Άμυνας να «διευκρινίζει» ότι «το αμυντικό υλικό χορηγείται από τα αποθέματα που διαθέτει η χώρα και δεν αποδυναμώνει ούτε κατ’ ελάχιστον την αμυντική δυνατότητά της», αντί να μας καθησυχάζει μεγαλώνει την εύλογη ανησυχία για την υπευθυνότητα των αρμοδίων. Ποια ακριβώς αποθέματα ποιου αμυντικού υλικού είναι τόσο πλεονασματικά ώστε να τα διαθέτουμε στην Ουκρανία; Είναι δυνατόν να μη γνωρίζει ο υπουργός Άμυνας ότι τα αποθέματα είναι δυσαναπλήρωτα και υπολογίζονται σε «ημέρες αγώνα» στις κρίσιμες στιγμές, όταν μάλιστα η απειλή που αντιμετωπίζει η χώρα μας είναι ορατή και έχει όνομα; Και μήπως για αυτό το λόγο δεν έχει ανάγκη αποθεμάτων η Ουκρανία στην οποία τα αποστέλλουμε;
Εν τέλει όταν το Υπουργείο Άμυνας ψεύδεται για το αν συνεχίζουμε να στέλνουμε αμυντικό υλικό και ποιου τύπου, ποια εμπιστοσύνη μπορεί να έχει ο ελληνικός λαός ότι η αποστολή «δεν αποδυναμώνει ούτε κατ’ ελάχιστον την αμυντική δυνατότητά της»;
Με δυο λόγια, η απάντηση του υπουργού Άμυνας Ν. Παναγιωτόπουλου εκθέτει την κυβέρνηση πολύ περισσότερο από όσο ήταν ήδη εκτεθειμένη και υπόλογη για τις εν κρυπτώ επιλογές της».