Στην παρουσίαση του βιβλίου του γνωστού ποινικολόγου Σάκη Κεχαγιόγλου «Η αθώωση - Χονγκ Κονγκ 2019» που πραγματοποιήθηκε χθες συμμετείχε και μίλησε ο υφυπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ και Κυβερνητικός Εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης.
Ανάμεσα στον επίτιμο Αντεισαγγελέα Γεώργιο Ζορμπά, τη δημοσιογράφο Ιωάννα Μάνδρου και τον εκδότη Χρήστο Ζαμπούνη που μίλησαν για το βιβλίο του Σάκη Κεχαγιόγλου, ο κ. Μαρινάκης σημείωσε μεταξύ άλλων:
«Είναι μεγάλη τιμή να μιλάω ενώπιον αυτού του ακρωτηρίου ανάμεσα σε καλούς φίλους και από την δικηγορία και από την πολιτική αλλά και από την καθημερινότητα. Αν και νομικός ο ίδιος, δεν θα μιλήσω σήμερα νομικά γιατί βρίσκομαι σε ένα πάνελ με πολύ πιο ειδικούς από μένα. Και δεύτερον γιατί όπως είπε πολύ σωστά η κυρία Μάνδρου, το βιβλίο για το οποίο μιλάμε, αν και αναφέρεται σε μία χαρακτηριστική περίπτωση ποινικής υπόθεσης, όσοι ασχολούνται με το ποινικό δίκαιο καταλαβαίνουν τι εννοώ, είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένα νομικό βιβλίο.
Ίσως, δεν είναι καθόλου νομικό βιβλίο. Είναι ένα βιβλίο που έχει μέσα του πολύ μεγάλη δόση ρεαλισμού. Αυτό που πολλοί άνθρωποι μπορεί να έχουν ζήσει και να μην το ξέρουμε, με πολλές και σημαντικές κοινωνικές προεκτάσεις.
Για να αποφύγω τη χρονοτριβή θα εστιάσω σε τρία μηνύματα που θεωρώ ότι αποκομίζει κανείς διαβάζοντας το βιβλίο του Σάκη Κεχαγιόγλου και αυτός είναι ο δεύτερος λόγος για τον οποίο είναι μεγάλη τιμή να βρίσκομαι σήμερα ως ένας εκ των ομιλητών στη σημερινή παρουσίαση -και για μένα αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό και τον ευχαριστώ προσωπικά.
Το πρώτο έχει να κάνει με τα δικαστήρια. Τους τελευταίους μήνες που έχω την τιμή να εκπροσωπώ την Κυβέρνηση, μετά από την πολύ σημαντική για μένα και για τη ζωή μου απόφαση του Πρωθυπουργό της χώρας, είχα την υποχρέωση να κάνω αναστολή στο επάγγελμα μου. Κρατάμε το γραφείο μας με τους συνεργάτες μας αλλά δεν δικηγορώ.
Ποιος να το περίμενε, λοιπόν, ότι θα νιώθω, αν μου επιτρέπετε τον παραλληλισμό, ότι βρίσκομαι σε περισσότερα δικαστήρια από την περίοδο που δικηγορούσα στις ενημερώσεις των πολιτικών συντακτών την τελευταία ειδικά χρονική περίοδο.
Μπορώ να πω ότι περισσότερο από 70 με 80% των ερωτήσεων που δέχομαι με παραπέμπουν στην δικηγορική μου ιδιότητα, παρά στην πολιτική μου ιδιότητα. Στα κανάλια όταν πηγαίνω να μιλήσω, σχεδόν μία στις τρεις συνεντεύξεις είναι λες και ετοιμάζομαι να κάνω αγόρευση στο δικαστήριο και μόλις φύγω θα βγει η απόφαση. Όταν ανοίγω μία από τις τηλεοράσεις που έχουμε στο γραφείο για να βλέπω την επικαιρότητα νομίζει κανείς ότι έχει ξεκινήσει το έκθεμα από το πρωί μέχρι το βράδυ και δικάζει υποθέσεις. Θα ήταν πάρα πολύ αστείο αν δεν αφορούσε τις ζωές ανθρώπων. Δυστυχώς, όμως, είναι μία θλιβερή πραγματικότητα. Και αυτό, δυστυχώς, δε συμβαίνει μόνο στα κανάλια. Συμβαίνει στα γραφεία των κομμάτων, συμβαίνει στο Κοινοβούλιο. Προ ημερών είχα την μεγάλη τιμή να βρεθώ μαζί με τον Πρωθυπουργό και τα υπόλοιπα μέλη του υπουργικού συμβουλίου στα υπουργικά έδρανα σε μία πολύ σημαντική συζήτηση και έβλεπα δυστυχώς αυτό να έχει περάσει οριζόντια σχεδόν σε όλο το πολιτικό σύστημα -ευτυχώς το λέω το σχεδόν- και δεν είναι αυτό πολιτική τοποθέτηση. Ο στόχος είναι να μην ήταν πουθενά σε όλα τα μήκη και τα πλάτη με μία σημαντική εξαίρεση του ελληνικού κοινοβουλίου. Το μόνο που μας μένει, επειδή η υπόθεση αυτή για την οποία μιλάει το βιβλίο αναφέρεται αρχικά στο Χονγκ Κονγκ είναι να βγάζουμε αποφάσεις και για τα δικαστήρια του Χονγκ Κονγκ. Μόνο αυτό ακόμα δεν έχουμε καταφέρει.
Γιατί το αναφέρω αυτό; Γιατί αυτό ακριβώς φαίνεται να συμβαίνει στη συγκεκριμένη υπόθεση με την Ειρήνη, την ηρωίδα του βιβλίου και της ζωής που γλαφυρά περιγράφει ο συγγραφέας. Στα μέσα καταδικάστηκε, οριακά είχε βγήκε η απόφαση, και το πιο χαρακτηριστικό το οποίο γράφει ο συγγραφέας- το έχω εδώ μπροστά μου οδηγώ σχεδόν για κάθε υπόθεση είναι:
«Είχα πει κάποτε», λέει απαντώντας σε ερώτηση μετά από μια αθωωτική κρίση του δικαστηρίου, «φτάνω στην διαπίστωση ότι η αθώωση ενός κατηγορουμένου γράφεται πάντα δίπλα στην στήλη με τα διανυκτερεύοντα φαρμακεία και πάντα με μικρά γράμματα όταν πια θα έχει ξεχαστεί το γεγονός και θα έχει χρονικά απομακρυνθεί από τους πηχυαίους τίτλους των πρώτων ημερών που συγκλονίζουν την κοινωνία και την κοινή γνώμη και μετατρέπουν την συνείδησή μας σε δικαστή του πληκτρολογίου, ανάλογα με τη συνείδησή μας, όταν δεν αφορά το σπίτι μας και δικό μας άνθρωπο. Η αθώωση ενός κατηγορουμένου ελάχιστα πουλάει ,δεν ερεθίζει, όσο η βαριά υποψία ότι ισχύουν και αληθεύουν όλα όσα για τα οποία κατηγορείται κάποιος. Το τεκμήριο της αθωότητας παραμένει στα βιβλία της νομικής ως θεωρία αλλά σπανίως έως ποτέ δεν γίνεται πράξη».
Και αναφερόμενος στο τεκμήριο αθωότητας πάω στο δεύτερο μήνυμα που έχει να κάνει με την στοχοποίηση και αυτό με το οποίο δυστυχώς ισχύει σχεδόν παντού αλλά θεωρώ ότι υπάρχει ελπίδα, ότι δεν υπάρχει παντού το «τεκμήριο ενοχής». Μάθαμε στη σχολή για το τεκμήριο αθωότητας, αλλά πολλές φορές το έχουμε καταργήσει στην πράξη και πολλές φορές το έχουμε καταργήσει εμείς οι νομικοί, για να μην κουνάμε το δάχτυλο στους πολίτες.
Πολλές φορές, εμπειρότεροι νομικοί από εμένα, βλέπουν αυτό να συμβαίνει και στα δικαστήρια. Μπορεί ένας άνθρωπος με μια καταγγελία, με μια μαρτυρία να βρεθεί απολογούμενος, κατηγορούμενος, ακόμα και στη φυλακή. Αλλά όταν ειδικά το αποτέλεσμα αυτής της πράξης έχει οδηγήσει σε αποτρόπαιες εικόνες που συγκλονίζουν την κοινωνία, τότε αυτό μπορεί να επηρεάζει ακόμα και τους όρους μιας ανάκρισης, ή ακόμα και την ίδια την απόφαση τουλάχιστον σε πρώτο βαθμό. Δεν είναι λίγες φορές που δικηγόροι μεταξύ μας έχουμε συζητήσει «εντάξει είναι μια απόφαση πρώτου βαθμού, στο εφετείο θα πέσει», ή «... η δίκη έγινε κοντά στο σημείο, είναι απέξω τα κανάλια, δικάζει η κοινή γνώμη.» Ας λέμε την αλήθεια. Έχουμε καθήκον, όμως, αυτό να το αντιμετωπίσουμε. Αυτή, λοιπόν, η ιστορία ίσως είναι η πιο χαρακτηριστική ιστορία, γιατί; Γιατί είναι μία ακραία ιστορία. Δηλαδή, σκεφτείτε ότι υπήρχε τελικά περίπτωση σε δύο διαφορετικές χώρες, όχι σε ένα μόνο δικαστήριο, να αθωωθεί μια κοπέλα που όταν άκουγες την είδηση της σύλληψής της και την εικόνα με κουκούλα σαν τζιχαντιστής, όπως την περιγράφει ο συγγραφέας, ποιος να περίμενε ότι μπορεί να ήταν αθώα. Τελικά, όμως, ήταν αθώα. Άρα, τι μας βοηθάει να καταλάβουμε αυτό το βιβλίο; Ότι όταν μπορεί ένας άνθρωπος να βρεθεί θύμα σε μία τόσο σοβαρή υπόθεση, σκεφτείτε πόσοι άλλοι μπορεί να έχουν βρεθεί, τους οποίους εμείς μέσα μας ως πολίτες, ως πολιτικοί, ως δικηγόροι, ως δικαστές, ως τηλεθεατές, ως παρουσιαστές, τους έχουμε καταδικάσει.
Είναι σημαντικό, λοιπόν, να καταλάβουμε ακόμα και αυτά τα οποία τα βλέπουμε μπροστά μας. Τι λέει κανείς όταν μαθαίνει ότι μια νέα κοπέλα συνελήφθη με μια ποσότητα στη βαλίτσα της; Ανθρώπινο είναι αρχικά -εγώ θα σας πω- κάποιος να πει «καλά τώρα δεν γλιτώνει». Και, όμως, μέχρι να ακούσουμε τα στοιχεία, να ακούσουμε όλες τις πλευρές, να δούμε τι πραγματικά συνέβη και βέβαια να ακούσουμε την απόφαση του δικαστηρίου, αυτό πρέπει να μας κάνει να περιμένουμε.
Εδώ, λοιπόν, θα σας πω και από πού ξεκινάει η προσωπική φιλία και γιατί έφτασα στο σημείο να παρουσιάζω το βιβλίο ενός ανθρώπου, που θεωρώ ύψιστη τιμή, γιατί καταλαβαίνει κανείς, εάν τον γνωρίζει, ότι αυτά τα οποία έγραψε είναι από την καρδιά της Ειρήνης, αλλά και από τη δική του την καρδιά.
Πριν από πάρα πολλά χρόνια, φοιτητής Νομικής τότε, είχα την τιμή με άλλους μου συμφοιτητές να κάνουμε εκδηλώσεις της ΔΑΠ στην Κομοτηνή. Βλέπαμε ότι οι εκδηλώσεις μας δεν είχαν και πάρα πολύ κόσμο. Θέλαμε ένα πολύ μεγάλο όνομα σε ομιλίες που είχαν να κάνουν με τις ποινικές υποθέσεις. Δεν είχαμε καμία άκρη να βρούμε κάποιον μεγάλο ποινικολόγο και είχαμε την ιδέα να πάρουμε το τότε, αν θυμάστε, 11880, έτσι ακριβώς, και να καλέσουμε το γραφείο του κ. Κεχαγιόγλου, προφανώς με πιθανότητες κάτω του 5%. Έτσι ακριβώς συνέβη. Πήραμε στο γραφείο του, το σήκωσαν οι συνεργάτες του, μεταφέραμε το μήνυμα και μετά από λίγες ώρες μας απάντησε ότι θα έρθει να μιλήσει σε μία από τις εκδηλώσεις που κάναμε κάθε χρόνο. Ήταν πολύ τιμητικό.
Πέρασαν τα χρόνια. Βρεθήκαμε ξανά στα δικαστήρια, με θυμήθηκε. Και πιάνοντάς με στην άκρη, μου είπε ότι δεν θα ξεχάσει ποτέ αυτό που κάναμε τότε, που τον καλέσαμε να μιλήσει. Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί δεν θα το ξεχάσει ποτέ. Εμείς δεν θα ξεχνούσαμε ποτέ που ήρθε ένας από τους πιο διακεκριμένους ποινικολόγους, ένας άλλος ήταν ο κ. Λυκουρέζος, έναν χρόνο πριν, το 2008 ο ένας, το 2009 ο άλλος, ακριβώς με τον ίδιο τρόπο. Γιατί μου είπε ότι, με καλέσατε λίγους μήνες πριν τη δική μου δικαίωση, τότε που με καλούσαν λιγότεροι από ό,τι με καλούσαν μέχρι τότε και λιγότεροι από ό,τι με καλούσαν κάποια χρόνια μετά.
Το λέω αυτό, γιατί η ιστορία του συγγραφέα, με την πλήρη δικαίωση, η ιστορία της πρωταγωνίστριας και οι ιστορίες οι πολλές που έχουμε ζήσει ενώνονται με ένα αόρατο νήμα. Και αυτό, όποιος καταλαβαίνει κάποια πράγματα παραπάνω, μπορεί να το διαπιστώσει μέσα από αυτό το βιβλίο.
Είναι η ιστορία που συνδέεται με τα τηλεδικαστήρια και με την κανονική ζωή. Είναι αυτό που ξεκινά από την καταδίκη, χωρίς να υπάρχει το δικαστήριο και καταλήγει στην αθώωση και στη δικαίωση. Και δη, λοιπόν, του δεύτερου τιμήματος, είναι η δικαίωση. Μπορεί να είναι μια συζήτηση λίγων λεπτών εδώ, αλλά για κάποιους ανθρώπους είναι μια ολόκληρη ζωή.
Το τρίτο έχει να κάνει με τη δύναμη ψυχής ενός ανθρώπου που δεν τα βάζει κάτω. Και σας παραπέμπω σε δύο αποσπάσματα από το βιβλίο. Γράμματα της Ειρήνης. Το ένα είναι η εικόνα με τη μαύρη κουκούλα, όπως λέει, παρομοιάστηκε -σας είπα και πριν- με τζιχατζιστή ή τρομοκράτη, σαν η συλληφθείσα να αποτελούσε το τρόπαιο μιας επιτυχημένης σύλληψης. Και βέβαια, η φράση που λέει για τους γονείς της «δεν φταίνε εκείνοι σε κάτι». Γιατί το λέω αυτό; Πολλές φορές θέλουμε να τα βάλουμε κάτω, να τα παρατήσουμε. Αλλά σκεφτείτε ότι μια κοπέλα στο Χονγκ-Κονγκ, με συνθήκες που αντιλαμβάνεστε ότι μπορεί να μην ήταν ακόμη και στις συνθήκες μιας φυλακής στην Ελλάδα, θεωρώντας ότι έχει τελειώσει η ζωή της, βρήκε τη δύναμη, εμπιστεύτηκε ανθρώπους, εμπιστεύτηκε τον δικηγόρο της. Όπως λέει χαρακτηριστικά -και δεν θα σας κουράσω με άλλο απόσπασμα- «Αφού είπε ο κ. Σάκης ότι είμαι αθώα, έχει πάρει στην κυριολεξία τη ζωή μου στα χέρια του», «επιμονή και υπομονή, έξι μήνες ακόμα».
Αυτό, λοιπόν, που μας διδάσκει το βιβλίο, είναι ότι πρέπει να βρίσκουμε τη δύναμη να πιστεύουμε στην αθωότητά μας, να πιστεύουμε στα επιχειρήματά μας, να πιστεύουμε ότι υπάρχει ελπίδα να νικήσουμε τη σκευωρία, τον λαϊκισμό, τις κατηγορίες που μπορεί να διατυπώνονται και στο τέλος το καλό θα κερδίσει. Και το καλό, στην προκειμένη περίπτωση, είναι η αλήθεια. Σας ευχαριστώ πολύ».