Στον σημαντικό ρόλο της ευρωπαϊκής πολιτικής συνοχής αλλά και τη σπουδαιότητα εκπόνησης εθνικού αναπτυξιακού σχεδίου αναφέρθηκε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, στην ομιλία που απηύθυνε στο «Εθνικό Αναπτυξιακό Συνέδριο για το νέο ΕΣΠΑ 2021-2027», στο Μέγαρο Μουσικής.
Ο κ. Μητσοτάκης χαρακτήρισε το νέο ΕΣΠΑ μεγάλο στοίχημα για τη γόνιμη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και τόνισε ότι αν και είναι θετικός ο απολογισμός, δεν έλειψαν τα τελευταία χρόνια κρούσματα επιπόλαιης και κοντόφθαλμης αντιμετώπισης των ευρωπαϊκών πόρων.
Ο πρωθυπουργός υπογράμμισε με κάθε τρόπο τη σημασία εκπόνησης ενός εθνικού αναπτυξιακού σχεδίου, που θα αποτελέσει τη βάση για τον μετασχηματισμό της οικονομίας και ανέλυσε τις διαστάσεις και τις προτεραιότητες της αναπτυξιακής στρατηγικής.
Ολόκληρη η ομιλία του Κυριάκου Μητσοτάκη
«Κύριε Αντιπρόεδρε της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κύριοι Υπουργοί, κύριοι Περιφερειάρχες. Κυρία Επίτροπε είναι η πρώτη σας φορά στην Ελλάδα, είναι μεγάλη μας τιμή που βρίσκεστε εδώ και αναμένουμε να έχουμε έναν πολύ εποικοδομητικό διάλογο και συνεργασία, όπως σχεδιάζουμε μαζί το μέλλον της χώρα μας.
Η πολιτική συνοχής αποτελεί, τις τελευταίες δεκαετίες, το κεντρικό χρηματοδοτικό μέσο για τη μείωση των εσωτερικών ανισοτήτων και την ανάπτυξη στις ευρωπαϊκές περιφέρειες. Για την Ελλάδα, ωστόσο, το αντικείμενο της σημερινής συζήτησης -που δεν είναι άλλο από το σχεδιασμό του νέου ΕΣΠΑ- μετατρέπεται και σε ένα μεγάλο στοίχημα, γιατί είναι το πρώτο βήμα για τον οριστικό μετασχηματισμό της οικονομίας και τη γόνιμη μετάβαση σε μία βιώσιμη, κυκλική και πράσινη ανάπτυξη.
Είναι αλήθεια ότι η χώρα μας τις τελευταίες δεκαετίες έχει ωφεληθεί σημαντικά από τους συγχρηματοδοτούμενους πόρους. Με ευρωπαϊκές πιστώσεις αναβαθμίσαμε επί χρόνια τις υποδομές μας, κάναμε σημαντικά βήματα στον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης, ενισχύσαμε σημαντικά ιδιωτικά επενδυτικά σχέδια, δυναμώσαμε όμως ταυτόχρονα και την κοινωνική συνοχή.
Συνολικά, λοιπόν, ο απολογισμός είναι θετικός. Όμως ας είμαστε ειλικρινείς και ας κάνουμε όλοι μαζί την αυτοκριτική μας. Δεν έλλειψαν οι στιγμές που οι ευρωπαϊκοί πόροι αντιμετωπίστηκαν επιπόλαια και κοντόφθαλμα ως ευκαιριακές επιδοτήσεις και όχι ως μακρόπνοα χρηματοδοτικά εργαλεία. Έτσι εξηγούνται είτε η μικρή απορρόφηση κονδυλίων, είτε συχνά η ένταξή τους σε προγράμματα με χαμηλό πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα. Και το κυριότερο, σχεδόν ποτέ οι πόροι αυτοί δεν έγιναν μέρος ενός εθνικού σχεδίου ανάπτυξης. Λειτουργώντας αποσπασματικά διατέθηκαν σε μεμονωμένες δράσεις και δυστυχώς συχνά χωρίς σύνδεση με τις συνολικές ανάγκες της οικονομίας.
Η λογική, λοιπόν, αυτή αλλάζει. Oλοι οι εμπλεκόμενοι φορείς κάτω από το συντονισμό του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων, όλοι οι φορείς στην Κυβέρνηση, στη δημόσια διοίκηση, στην αποκεντρωμένη διοίκηση, στις Περιφέρειες βρίσκονται πλέον σε συντονισμό. Μάρτυρας η σημαντική επιτάχυνση την οποία έχουμε ήδη πετύχει τους τελευταίους μήνες. Απλοποιούμε διαδικασίες στην αξιολόγηση και υλοποίηση σημαντικών συγχρηματοδοτούμενων έργων. Σχέδια που δεν προχωρούν απεντάσσονται και στη θέση τους εντάσσονται άλλα με βάση τις πραγματικές προτεραιότητες της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας. Έτσι μέχρι το τέλος της τρέχουσας προγραμματικής περιόδου, το 2023, θεωρώ ότι το σύνολο των πιστώσεων θα έχει απορροφηθεί σε δράσεις υψηλής προστιθέμενης αξίας.
Κυρίες και κύριοι, όπως είπε και ο αρμόδιος Υφυπουργός Γιάννης Τσακίρης, ύστερα από χρόνια στασιμότητας και μεταρρυθμιστικής άπνοιας, η οικονομία εισέρχεται σε μια νέα εποχή διατηρήσιμης, ισχυρής, βιώσιμης ανάπτυξης. Η Κυβέρνηση -νομίζω όλοι το έχετε διαπιστώσει, κυρίως οι φορείς και οι παράγοντες της αγοράς- μεταβάλλει καθημερινά το επενδυτικό περιβάλλον, μειώνει την υπέρμετρη φορολογική επιβάρυνση των επιχειρήσεων, διευκολύνει τη δράση τους με ένα πλέγμα διαρθρωτικών παρεμβάσεων, που βελτιώνουν το επιχειρηματικό περιβάλλον, προωθώντας ταυτόχρονα σημαντικές κρίσιμες επενδύσεις σε νέες υποδομές και δίκτυα.
Το θετικό κλίμα το οποίο διαμορφώνεται για την ελληνική οικονομία είναι αναμφισβήτητο. Ανακλάται ήδη στην αποκλιμάκωση των κρατικών ομολόγων, αλλά και σε ακόμα πιο σημαντικούς δείκτες ως προς την απόδοση της εγχώριας οικονομίας, που δεν είναι άλλοι από τους δείκτες της καταναλωτικής και της επιχειρηματικής εμπιστοσύνης. Ένας αέρας αισιοδοξίας πνέει σήμερα, και πάλι μετά από μια δεκαετία, στην ελληνική οικονομία. Και διεθνώς το διαπιστώνουμε σε κάθε ευκαιρία και σε κάθε επίσκεψη δική μου, αλλά και των Υπουργών μας στο εξωτερικό, όπου η Ελλάδα αντιμετωπίζεται ως αξιόπιστος εταίρος, αλλά και ως ένας δυναμικός επενδυτικός προορισμός. Απόδειξη πολλά από τα νέα επιχειρηματικά εγχειρήματα τα οποία ήδη δρομολογούνται αυτούς τους έξι μήνες. Έφερε, λοιπόν, αυτό το εξάμηνο δημιουργικής ανάτασης αισιοδοξία. Έφερε όμως και κάτι ακόμα. Υψηλές προσδοκίες, στις οποίες οφείλουμε όλοι να ανταποκριθούμε. Αυτός ο επιταχυντής της ανάπτυξης δεν θα μας περιμένει ούτε και θα κινητοποιηθεί αυτόματα. Για να τον αξιοποιήσουμε χρειάζονται συγκεκριμένες παρεμβάσεις, αλλά και ρεαλισμός.
Δύο είναι τα μεγάλα εμπόδια τα οποία καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε. Είμαι σίγουρος ότι και η Επίτροπος, προερχόμενη από μια χώρα με αντίστοιχη διάρθρωση της οικονομίας με την ελληνική η οποία όμως έκανε την τελευταία 5ετία πολύ σημαντικά βήματα προόδου, μπορεί να αντιληφθεί ακριβώς για τι μιλάω.
Πρώτο εμπόδιο, οι διαρθρωτικές υστερήσεις της ελληνικής οικονομίας δεν διαγράφηκαν ως εκ θαύματος. Μην έχουμε αυταπάτες ότι διορθώθηκαν μέσα σε ένα εξάμηνο. Παραμένουν εδώ και εξακολουθούν να εμποδίζουν την αναπτυξιακή πρωτοβουλία. Είναι ο αρνητικός επίλογος αν θέλετε μιας πολιτικής η οποία καθήλωνε τη χώρα. Δυστυχώς και για το 2019 στην παγκόσμια έκθεση ανταγωνιστικότητας υποχωρήσαμε κατά δύο θέσεις. Στην έκθεση Doing Business της Παγκόσμιας Τράπεζας βρεθήκαμε στην 79η θέση χάνοντας 8 θέσεις από το 2018. Αποτελεί συνειδητή στρατηγική δική μου επιλογή, αλλά και του αρμόδιου Υπουργείου η δραστική βελτίωση, εντός σύντομου χρονικού διαστήματος, όλων των σημαντικών διεθνών δεικτών ανταγωνιστικότητας. Και αυτό θα γίνει εξετάζοντας ένα-ένα τα επιμέρους συστατικά που τους συνθέτουν και παρεμβαίνοντας δραστικά σε όλα τα επίπεδα.
Δεύτερο μεγάλο εμπόδιο στην προσπάθεια ανασύνταξης της ελληνικής οικονομίας είναι η απογύμνωση της χώρας από ένα κρίσιμο μέγεθος του παραγωγικού της δυναμικού. Στην κρίση, δυστυχώς, ανεστάλησαν επενδύσεις, απαξιώθηκαν δεξιότητες, λίμνασαν και πολλές φορές εξανεμίστηκαν πόροι. Και βέβαια -μην ξεχνάμε- χάσαμε και ένα πολύ σημαντικό κομμάτι του ανθρώπινου κεφαλαίου μας, καθώς 450.000 νέοι, κυρίως, συμπολίτες μας εγκατέλειψαν τη χώρα σε αναζήτηση απασχόλησης ή καλύτερων ευκαιριών στο εξωτερικό. Το επενδυτικό κενό που υπάρχει σήμερα ισοδυναμεί με το 50% των πραγματικών αναγκών της οικονομίας. Η χώρα ανακτά τη θέση που της αξίζει στο διεθνή επενδυτικό χάρτη, το κενό το οποίο καλούμαστε να καλύψουμε, όμως, παραμένει πολύ μεγάλο.
Οι επενδύσεις των επιχειρήσεων -όχι όλες οι επενδύσεις συνολικά- στην Ελλάδα αντιπροσωπεύουν μόλις το 6% του Α.Ε.Π. όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι κοντά στο 13. Και δυστυχώς αυτή η αποεπένδυση στην ελληνική οικονομία χτύπησε την καρδιά της παραγωγής, επηρέασε όχι μόνο τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, αλλά και τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις στη χώρα. Όμως, δεν φτάνει να μιλάμε γενικά και αόριστα για επενδύσεις. Χρειαζόμαστε επενδύσεις που θα συμβάλλουν ουσιαστικά στη μεγέθυνση της οικονομίας με ισχυρούς πολλαπλασιαστές και αντανάκλαση στην βελτίωση της παραγωγικότητάς μας. Επενδύσεις και υψηλούς ρυθμούς σχηματισμού κεφαλαίου είχαμε και στο παρελθόν. Το σχήμα αυτό δυστυχώς κατέρρευσε τα χρόνια της κρίσης διότι τελικά δεν στηρίχθηκε σε στέρεες βάσεις. Εξάλλου οι υψηλοί ρυθμοί επένδυσης δεν σημαίνουν κατ’ ανάγκη και ανάλογη πορεία στο Α.Ε.Π..
Αυτό που καθορίζει τελικά την αποτελεσματικότητα των επενδύσεων είναι το επενδυτικό μίγμα. Δηλαδή η σχέση μεταξύ επενδύσεων τεχνολογίας, καινοτομίας, παραγωγικότητας σε σχέση με επενδύσεις σε συμβατικούς τομείς της οικονομίας. Αυτή η σχέση μεταξύ επενδύσεων στην καινοτομία και των ρυθμών ανάπτυξης είναι αποδεδειγμένη και ισχυρή. Χρειάζεται συνειδητοποίηση της δομικής αδυναμίας, αλλά και της ανάγκης της ελληνικής οικονομίας να κινητοποιήσει πόρους για την τεχνολογική ανάπτυξη, τον ψηφιακό μετασχηματισμό, την επένδυση στην καινοτομία ευρύτερα στο σύνολο της οικονομίας.
Ο εξοβελισμός των διαρθρωτικών υστερήσεων απαιτεί πολύ ριζικές παρεμβάσεις εκ μέρους μας. Και η χρηματοδότηση των ευρωπαϊκών ταμείων αποτέλεσε, αποτελεί και θα αποτελέσει, για την επόμενη προγραμματική περίοδο, το στιβαρό υπόβαθρο πάνω στο οποίο θα χτίσουμε την προσπάθειά μας να καλύψουμε το χαμένο έδαφος. Mας χορηγεί, ένα συνεκτικό πλαίσιο στρατηγικής ανάπτυξης το οποίο αποτελούσε χρόνια έλλειψη κάτι που προφανώς παραπέμπει και στο κεφάλαιο της κοινωνικής συνοχής.
Ο δείκτης σύγκλισης της Ελλάδος με την υπόλοιπη Ευρώπη βρέθηκε μόλις στο 67%. 4 ελληνικές Περιφέρειες κατατάσσονται σήμερα στις 20 φτωχότερες Περιφέρειες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και η προσαρμογή των ελληνικών Περιφερειών στις συνθήκες που διαμορφώνονται δεν είναι απλά μία ανάγκη, είναι μία επιταγή. Μία επιταγή, η οποία όμως έχει τρεις βασικές προϋποθέσεις: Ολοκληρωμένο σχέδιο από πλευράς Κυβέρνησης, αποτελεσματική περιφερειακή διακυβέρνηση και αυξημένοι χρηματοδοτικοί πόροι.
Όσον αφορά τώρα το σχέδιο, αρκεί να σκύψουμε πάνω στην πικρή εμπειρία του παρελθόντος. Ένα παρελθόν στο οποίο είχαμε κατά καιρούς πολλές μελέτες και φιλόδοξες διακηρύξεις. Δεν είχαμε όμως ποτέ ένα καθολικό και συγκροτημένο πρόγραμμα δράσεων με ιεράρχηση στόχων, με κατανομή αρμοδιοτήτων και με δέσμευση συγκεκριμένων πόρων. Το αποτέλεσμα, ήταν ακόμα και επί μέρους πρωτοποριακές μελέτες, είτε να τελματώνουν, είτε συχνά να μένουν ανολοκλήρωτες. Ξεκινάμε λοιπόν από εκεί, από πάνω προς τα κάτω, έχοντας ήδη αναθέσει σε μία Επιτροπή επιφανών επιστημόνων, με Πρόεδρο τον Νομπελίστα κ. Χριστόφορο Πισαρίδη, να εκπονήσει το εθνικό αναπτυξιακό σχέδιο της χώρας και να κατευθύνει τις επενδυτικές προτεραιότητες της νέας Κυβέρνησης. Οι προτάσεις αυτής της Επιτροπής θα αποτελέσουν και τη βάση του σχεδιασμού της νέας προγραμματικής περιόδου, λαμβάνοντας υπόψη τα αποτελέσματα του δημόσιου διαλόγου, την εκκίνηση του οποίου κάνουμε σήμερα. Μετά θα πάρει τη μορφή -μέσω της διαδικασίας του ευρωπαϊκού εξαμήνου- του εθνικού προγράμματος μεταρρυθμίσεων και φυσικά θα λάβουμε υπόψη, πολύ σοβαρά και τις συστάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, θεμέλιο της πολιτικής μας είναι η διοχέτευση αυτών των περιορισμένων εθνικών πόρων που έχουμε, σε παραγωγικούς τομείς, που προσφέρουν στη χώρα σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, ώστε οι δημόσιες επενδύσεις να κινητοποιήσουν τις πολλές ιδιωτικές επενδύσεις που χρειαζόμαστε. Και να δημιουργηθεί με αυτόν τρόπο μία αλυσίδα επενδυτικής πρωτοβουλίας σε τμήματα της οικονομίας, τα οποία είναι απολύτως κρίσιμα για το μετασχηματισμό της. Οι σημερινές υστερήσεις θα πρέπει να καταστούν προτεραιότητες, ώστε να μετατραπούν σε πυλώνες οικονομικής ανάταξης. Να αναφέρω κάποιες, τις κεντρικές αυτές τις προτεραιότητες:
Πρώτον, επενδύσεις στην καινοτομία ειδικά των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Είμαστε δυστυχώς σήμερα -και πρέπει να το αναγνωρίσουμε- ουραγοί στην ενσωμάτωση της καινοτομίας, στην οικονομία και σε πολλούς από τους δείκτες της ψηφιακής οικονομίας. Είμαστε πολύ πίσω και στο ποσοστό του Α.Ε.Π. που προορίζεται για έρευνα και ανάπτυξη, ενώ υστερούμε και στην προώθηση συστάδων ανάπτυξης σε αυτό που λέγεται στη γλώσσα των οικονομολόγων, Growth Clusters και στη διασύνδεση των πόρων με το ανθρώπινο κεφάλαιο.
Η πολιτική καινοτομίας στην ελληνική οικονομία, οφείλει να στηριχθεί σε μία νέα προσέγγιση για την εθνική στρατηγική έρευνας και καινοτομίας. Επενδύουμε σημαντικές προσδοκίες στο νέο ρόλο και στη νέα σύνθεση του Εθνικού Συμβουλίου Έρευνας, Τεχνολογίας, Καινοτομίας το οποίο -για πρώτη φορά συγκροτήθηκε- όχι αποκλειστικά από θεωρητικούς ακαδημαϊκούς. Ενσωματώνει στη σύνθεσή του και ανθρώπους με μεγάλη εμπειρία στην αγορά. Η ευρωπαϊκή απαίτηση για έξυπνη εξειδίκευση, smarts specialization, δεν είναι απλά μία αιρεσιμότητα της νέας προγραμματικής περιόδου. Είναι αληθινή ανάγκη, είναι συνειδητή επιλογή αναπτυξιακής πολιτικής. Η νέα προγραμματική περίοδος -νομίζω το γνωρίζουμε όλοι- θα σηματοδοτήσει τη ριζική στροφή από τις δωρεάν ενισχύσεις σε ανακυκλούμενα μέσα χρηματοδότησης των επενδύσεων. Στο βαθμό που εδραιώνεται η ανάγκη σταδιακής εγκατάλειψης των άμεσων ενισχύσεων, θα πρέπει να υπάρξει μία οριοθέτηση μεταξύ κινήτρων γενικού χαρακτήρα και ενισχύσεων μέσω σύγχρονων χρηματοδοτικών εργαλείων. Η πρωτοτυπία να συνυπάρχει. Ο επενδυτικός νόμος, με κίνητρα που φτάνουν συχνά το 50% της επένδυσης, με χρήσεις εργαλείων επιχειρηματικού κεφαλαίου, το οποίο ανακτάται συχνά από τους επενδυτές μάλλον πρέπει να σταματήσει κάπου εδώ.
Φυσικά η ανάγκη εκλογίκευσης δεν σταματά εδώ. Πρόσφατα νομοθετήθηκε η σύσταση της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας. Σύντομα, κύριε Υπουργέ, αναμένουμε το αναλυτικό master plan της και στο πλαίσιο αυτό θα γίνει μία προσπάθεια συμμαζέματος δράσεων που υλοποιούνται ασυντόνιστα εδώ και εκεί. Στο σημερινό τοπίο κάποιες υπηρεσίες σχεδιάζουν δράσεις κρατικών ενισχύσεων, άλλες την εγγυοδοσία δανείων προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις, άλλες παρεμβάσεις επιχειρηματικών κεφαλαίων, άλλες παρεμβαίνουν σε επίπεδο ταμείων υποδομών. Αλλά, ας μην κοροϊδευόμαστε, η ελληνική αγορά είναι πολύ μικρή για μία τέτοιου είδους πολυδιάσπαση. Και η απόφαση της Κυβέρνησης είναι συγκεκριμένη: η Αναπτυξιακή Τράπεζα θα αποτελέσει το κεντρικό, το μοναδικό -θα έλεγα- εργαλείο αναπτυξιακής στρατηγικής.
Χρειαζόμαστε έναν ενιαίο φορέα σχεδιασμού και συντονισμού προγραμμάτων επιχειρηματικότητας κατά τη νέα προγραμματική περίοδο. Πιστεύω ότι σε σύντομο χρονικό διάστημα η τράπεζα θα είναι σε θέση να οργανώσει την προσφορά σε ελληνικές επιχειρήσεις μίας ευρείας γκάμας προϊόντων για όλες τις φάσεις της λειτουργίας και της ανάπτυξης. Από κεφάλαια σποράς ή capital μέχρι τη στήριξη της καινοτομίας, την ανάπτυξη επιχειρήσεων σε αγορές του εξωτερικού μέσω εργαλείων όπως η εγγυοδοσία, αλλά και διάθεση ευέλικτων χρηματοδοτικών προϊόντων, όπως τα μετατρέψιμα δάνεια.
Δεύτερη προτεραιότητα, η οποία αποτελεί εξάλλου και κεντρικό πυλώνα της αναπτυξιακής μας στρατηγικής, αλλά και της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι οι δράσεις που αφορούν την πράσινη ανάπτυξη, την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, την εξοικονόμηση και μείωση του κόστους ενέργειας σε όλα τα επίπεδα, την προώθηση των ανανεώσιμων πηγών, τη διαχείριση υδάτων και συνολικά τις πολιτικές που αφορούν στην κυκλική οικονομία. Διαθέτουμε ήδη ένα σημαντικό κείμενο το οποίο κατευθύνει τις πολιτικές μας. Δεν είναι άλλο από το εθνικό σχέδιο για την ενέργεια και το κλίμα. Είναι ένα κοστολογημένο πρόγραμμα, είναι φιλόδοξο, αλλά ταυτόχρονα είναι και ρεαλιστικό. Μας βάζει και στην πρώτη γραμμή της διεκδίκησης σημαντικών πόρων από τα ευρωπαϊκά χρηματοδοτικά ταμεία. Αναφέρομαι ειδικά στο Ταμείο της Δίκαιης Μετάβασης, καθώς η χώρα μας δρομολογεί, με πολύ μεγάλη ταχύτητα, την απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα και ειδικά από τον λιγνίτη. Θα επανέλθω σε αυτό το θέμα στη συνέχεια. Ξέρω ότι θα σας απασχολήσει και σε μία σύσκεψη που θα έχετε μετά.
Τρίτη προτεραιότητα και πολύ σημαντική για εμένα. Η χώρα μας παρουσιάζει σήμερα πολύ χαμηλές επιδόσεις όσον αφορά την εκπαίδευση των εργαζομένων με τα προγράμματα κατάρτισης, αυτό το οποίο ονομάζουμε στη γλώσσα των τεχνοκρατών reskilling και upskilling. Θα επιτεθούμε μετωπικά σε αυτή την πηγή αναπτυξιακής καθυστέρησης. Χρειάζεται μια συλλογική προσπάθεια, προκειμένου ολοένα και μεγαλύτερος αριθμός επιχειρήσεων να αποκτήσουν μία συνεκτική στρατηγική εκπαίδευσης και επανεκπαίδευσης εργαζομένων και υιοθέτησης σύγχρονων μεθόδων διοίκησης ανθρώπινου δυναμικού. Και θα χρειαστεί ένα γενναίο νοικοκύρεμα στην οργάνωση της αγοράς παροχών υπηρεσιών εκπαίδευσης εργαζομένων και του συστήματος χρηματοδότησης μέσω του ΕΛΕΚ, πρώην ΛΑΕΚ. Ξέρετε, ανησυχώ πάντα ιδιαίτερα όταν μιλάω στην επιχειρηματική κοινότητα και βρίσκομαι αντιμέτωπος με μία κατάσταση που η χώρα έχει ακόμα ανεργία της τάξης του 16%. Πολλές επιχειρήσεις μου λένε όμως ότι δεν μπορούν να βρουν το ανθρώπινο δυναμικό το οποίο χρειάζονται προκειμένου να υποστηρίξουν την ανάπτυξή τους. Δεν είναι μόνο ελληνικό αυτό το πρόβλημα, η κυρία Επίτροπος το γνωρίζει καλά. Είναι όμως ιδιαίτερα έντονο στην Ελλάδα και θα έλεγα μη επιτρεπτό σε μία χώρα η οποία απέχει ακόμα πολύ από το να βρεθεί σε καθεστώς πλήρους απασχόλησης.
Κατά συνέπεια, αποτελεί κεντρική προτεραιότητα η σύνδεση της αγοράς εργασίας με την εκπαίδευση, ο τρόπος με τον οποίο τα Πανεπιστήμιά μας θα μπορούν να προσφέρουν προπτυχιακά, αλλά κυρίως μεταπτυχιακά προγράμματα, ανταποκρινόμενα στις ανάγκες εργασίας, αλλά και το πώς θα αντιμετωπίσουμε το μεγάλο πρόβλημα των νέων οι οποίοι δεν βρίσκονται ούτε σε εργασία ούτε σε εκπαίδευση. Και θα τους δώσουμε μέσα από ταχύρρυθμα προγράμματα κατάρτισης και πιστοποίησης μια καινούργια ευκαιρία στην απασχόληση. Δεν θέλουμε να φτάσουμε στο σημείο ως χώρα να είμαστε σε θέση να προσελκύουμε κεφάλαια, χρήματα για να υποστηρίξουμε την ανάπτυξή μας, αλλά να μην διαθέτουμε το ανθρώπινο δυναμικό για να μπορούμε να το κάνουμε αυτό με τους ρυθμούς τους οποίους επιθυμούμε. Και βέβαια θα προσθέσω σε αυτό το σημείο ότι και η μείωση της φορολογίας της εργασίας, κάτι το οποίο αποτελεί κεντρική επιλογή για την Κυβέρνησή μας και θα υλοποιηθεί εντός του 2020 με τη μείωση της εισφοράς αλληλεγγύης, αλλά και η μείωση της ασφαλιστικής επιβάρυνσης για τις επιχειρήσεις, θα δώσει τη δυνατότητα σε εργαζόμενους με ιδιαίτερες δεξιότητες ειδικά στο κόσμο της μισθωτής εργασίας να μπορέσουν και πάλι να δουν το μέλλον τους στην Ελλάδα με άλλους όρους και με άλλες προοπτικές.
Τέταρτη προτεραιότητα αποτελεί η αντιμετώπιση της ανισότητας στην ανάπτυξη σε απομακρυσμένες ορεινές, αλλά και νησιωτικές περιοχές. Κάτι το οποίο θα συνδυαστεί με γενικότερες πολιτικές απασχόλησης με στόχο την αποτροπή της εργασιακής φτώχειας και της εργασιακής αβεβαιότητας.
Τέλος, ως ξεχωριστό κεφάλαιο σε αυτά τα ζητήματα των περιφερειακών ανισοτήτων θα πρέπει να αναδείξουμε τα ζητήματα της ενεργειακής μετάβασης σε μια Περιφέρεια της χώρας, στη Δυτική Μακεδονία, και σε ένα Δήμο της χώρας που είναι ο Δήμος της Μεγαλόπολης. Η κυβερνητική επιτροπή για την δίκαιη μετάβαση της Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας, αλλά και του Δήμου Μεγαλόπολης στη μεταλιγνιτική εποχή έχει σήμερα την πρώτη της συνεδρίαση. Περιμένω πολλά από αυτή την επιτροπή, αλλά περιμένω πολλά όπως είπα και πριν, και από την έμπρακτη στήριξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε αυτές τις πολιτικές. Όταν, κυρία Επίτροπε, η Ελλάδα έρχεται και λέει ότι εμείς θα κλείσουμε όλες τις λιγνιτοπαραγωγικές μας μονάδες μέχρι το 2023 με μια εξαίρεση η οποία θα κλείσει το 2028, αυτό σημαίνει ότι μια ολόκληρη Περιφέρεια της χώρας η οποία ήταν σε πολύ μεγάλο βαθμό εξαρτημένη από τη λιγνιτοπαραγωγή και από τις δραστηριότητες στα ορυχεία της περιοχής πρέπει να αλλάξει κατεύθυνση, να αλλάξει προσανατολισμό.
Πρέπει να σκεφτούμε πολύ έξυπνα ποιες νέες βιομηχανικές δράσεις μπορούμε να εγκαταστήσουμε στη Δυτική Μακεδονία, αλλά πως μπορούμε ταυτόχρονα να μετατρέψουμε και αυτές τις Περιφέρειες σε νέα οχήματα αναπτυξιακά δίνοντας άλλες διεξόδους στους ανθρώπους οι οποίοι σήμερα ατενίζουν αυτή τη μετάβαση με ένα λογικό σκεπτικισμό. Αν η Ευρώπη δεν σταθεί δίπλα μας και δεν σταθεί δίπλα στις χώρες που έρχονται πρώτες και με τόλμη να πουν ναι εμείς θέλουμε να κάνουμε πράξη την απεξάρτηση από τον λιγνίτη και από τα ρυπογόνα ορυκτά καύσιμα, τότε πολύ φοβάμαι ότι θα χάσουμε την εμπιστοσύνη αυτών των τοπικών κοινωνιών. Κατά συνέπεια, κύριε Αντιπρόεδρε, κυρία Επίτροπε, η Ελλάδα βγαίνει στην πρώτη γραμμή έμπρακτα, με έργα και όχι με λόγια και απαιτούμε και ζητάμε την ανάλογη ευρωπαϊκή στήριξη για να μπορέσουμε να υποστηρίξουμε αυτή τη μετάβαση.
Oλη αυτή η αναπτυξιακή προοπτική για την οποία σας μίλησα στηρίζεται στις σημαντικές αναπτυξιακές προοπτικές των ελληνικών Περιφερειών. Και τα περιφερειακά επιχειρησιακά προγράμματα θα είναι πρωτίστως προγράμματα αποκατάστασης της επενδυτικής ελκυστικότητας των Περιφερειών. Κύριε Πρόεδρε της ΕΝΠΕ, προσβλέπουμε στην ουσιαστική σας συμμετοχή σε αυτή την προσπάθεια. Έχουμε πει ότι θέλουμε να δώσουμε περισσότερους πόρους και περισσότερες αρμοδιότητες στις Περιφέρειες. Είναι πιο κοντά στον πολίτη, έχουν αποδείξει ότι έχουν τη δυνατότητα να υποστηρίζουν σημαντικές αναπτυξιακές πρωτοβουλίες. Θα σας δώσουμε τη δυνατότητα να το κάνετε πράξη αυτό μέσα από περιφερειακά επιχειρηματικά προγράμματα, τα λεγόμενα ΠΕΠ, τα οποία θα προικοδοτηθούν περισσότερο, έτσι ώστε κατ’ ελάχιστον το 1/3 των νέων πιστώσεων του ΕΣΠΑ να κατευθυνθεί στις Περιφέρειες όπου θα πρέπει να αποκεντρωθούν και περισσότερες αρμοδιότητες από την κεντρική διοίκηση. Ήδη με πρωτοβουλία του Υπουργείου Εσωτερικών είμαστε σε μία συζήτηση για το πώς θα κάνουμε πράξη αυτό το οποίο αποκαλούμε πολυεπίπεδη διακυβέρνηση. Για το πώς δηλαδή θα μεταφέρουμε στις Περιφέρειες και στους Δήμους αρμοδιότητες που σήμερα έχει η κεντρική Κυβέρνηση, αλλά και πώς θα απεμπλέξουμε τις Περιφέρειες και τους Δήμους από αυτό το γραφειοκρατικό πλέγμα των επικαλυπτόμενων αρμοδιοτήτων, που πολλές φορές δημιουργεί περισσότερη σύγχυση παρά δίνει δυνατότητες στις Περιφέρειες και στους Δήμους να κινηθούν με τους απαιτούμενους βαθμούς αυτονομίας.
Και βέβαια, κύριε Αντιπρόεδρε, κύριε Επίτροπε, ξέρουμε ότι η χρηματοδότηση της νέας περιόδου είναι ακόμα εκκρεμής. Αλλά επιτρέψτε μου να κλείσω με αυτή την παρατήρηση. Δεν μπορούμε ως Ευρωπαϊκή Ένωση σε καμία περίπτωση να θέσουμε σε κίνδυνο τους δύο κεντρικούς πυλώνες της ευρωπαϊκής πολιτικής που είναι η Κοινή Αγροτική Πολιτική και η πολιτική σύγκλισης. Πάνω σε αυτούς τους δύο πυλώνες στηρίχθηκε η έννοια της Ευρώπης έτσι όπως την γνωρίζουμε. Και για εμάς, τουλάχιστον, τις χώρες του ευρωπαϊκού νότου, θεωρώ ότι αυτή αποτελεί μια αδιαπραγμάτευτη πραγματικότητα. Αν θέλουμε, όμως, να προσθέσουμε σε αυτό το μίγμα σταθερών πολιτικών και νέες πρωτοβουλίες που αφορούν την Κλιματική αλλαγή, αλλά και κρίσιμα ζητήματα όπως η αντιμετώπιση του προβλήματος της μετανάστευσης και μία νέα πολιτική φύλαξης των εξωτερικών συνόρων, κάτι για το οποίο βρισκόμαστε σε πολύ έντονη και ουσιαστική συζήτηση με τον κύριο Αντιπρόεδρο, τότε χρειαζόμαστε παραπάνω πόρους. Δυνατότητα δηλαδή για την Ένωση να εξασφαλίσει με κάποιον άλλον τρόπο ίδιους πόρους. Κατά συνέπεια αυτό πρέπει να γίνει αντιληπτό από όλους και κυρίως από εκείνες τις χώρες οι οποίες σήμερα στα λόγια εμφανίζονται υπέρμαχες μίας φιλόδοξης ευρωπαϊκής πολιτικής, στην πράξη, όμως, είναι αρκετά φειδωλές όταν ζητείται να υποστηρίξουν αυτές τις πολιτικές με τα ανάλογα χρηματοδοτικά εργαλεία.
Κυρίες και κύριοι, κλείνω λέγοντας ότι είμαστε αντιμέτωποι με μία μεγάλη πρόκληση. Κύριοι Υπουργοί, ξέρουμε πολύ καλά ότι δεν μπορεί να πάει ούτε ένα ευρώ χαμένο από κοινοτικούς πόρους σε κοντόθωρες δράσεις που σβήνουν χωρίς αποτέλεσμα όταν σημάνει το τέλος του χρονοδιαγράμματός τους. Και σε αυτή την πρόκληση ανταποκρινόμαστε με ενθουσιασμό, αλλά και με αίσθημα ευθύνης. Θεωρώ ότι έχουμε πια και τη γνώση και την εμπειρία και στο Υπουργείο Επενδύσεων και Ανάπτυξης έχει δημιουργηθεί μία ομάδα η οποία έχει φέρει δεξιότητες από πολλά διαφορετικά σημεία αφετηρίας. Έχουμε, λοιπόν, και τη γνώση και την όρεξη και τους ανθρώπους για να πετύχουμε αυτό που λέει και ο τίτλος της σημερινής μας συνάντησης, ένα σχέδιο πραγματικά αναπτυξιακό, ένα σχέδιο πραγματικά εθνικό».