Με την παρουσίαση των Marc και Alco (σε ΑΝΤ1 και Alpha, αντίστοιχα) έκλεισε ο κύκλος των δημοσκοπήσεων που διενεργήθηκαν πριν και μετά τις εμφανίσεις των πολιτικών αρχηγών στη ΔΕΘ.
Όλες έδειξαν ένα πράγμα: ο κ. Μητσοτάκης αρχίζει πάλι να ανακάμπτει, κινούμενος σ’ ένα σταθερό 34%-37%. Ενδιαφέρον ποσοστό, γιατί κρατάει ζωντανές τις ελπίδες της ΝΔ να χτυπήσει αυτοδυναμία στις δεύτερες εκλογές. Ο ΣΥΡΙΖΑ κινείται στο 24%, 26%-27%, που είναι μεν λίαν ικανοποιητικό, αλλά δείχνει το πολιτικό αδιέξοδο: δεν μπορεί να βγει πρώτος και κατά συνέπεια δεν μπορεί να υποστηρίξει την «προοδευτική συγκυβέρνηση». Όσο για το ΠΑΣΟΚ, που αποκλείει τις μετεκλογικές συνεργασίες με Τσίπρα-Μητσοτάκη, και δεν οικοδομεί το προφίλ του «χρήσιμου ρυθμιστή», δυσκολεύεται να ξεπεράσει το 13%-14%.
Από τα στοιχεία γίνεται προφανές ότι η κάμψη που παρουσίασε η κυβέρνηση, πριν το καλοκαίρι, έχει αποκατασταθεί μερικώς και οι όποιες αναταράξεις από την υπόθεση Ανδρουλάκη έχουν εν μέρει απορροφηθεί.
Στα τρία χρόνια που κυβερνά ο πρωθυπουργός, η κυριαρχία του στο πολιτικό σκηνικό δεν έχει αμφισβητηθεί στις μετρήσεις, παρά τα σκαμπανεβάσματα, τις άτυχες στιγμές και το σφυροκόπημα του ΣΥΡΙΖΑ.
Οι πολιτικοί συσχετισμοί δείχνουν μια αξιοσημείωτη σταθερότητα, και η ΝΔ βαδίζει προς τις κάλπες με καθαρό προβάδισμα 8-9 μονάδων.
Πρόκειται για σημαντική επιτυχία, που πρέπει να αποδοθεί μάλλον προσωπικά στον πρωθυπουργό, και όχι γενικά στη ΝΔ, που δείχνει να σέρνεται κάπως αμήχανα και ασθμαίνοντας πίσω του.
Στα συν του πρωθυπουργού είναι η σταθερή και μετρημένη διαχείριση των πολλαπλών κρίσεων που αντιμετώπισε, όπως αναφέρουν οι μετρήσεις. Ακολουθεί την ίδια συνταγή, τρία χρόνια τώρα: λειτουργεί στο όνομα μιας ευρείας πλειοψηφίας, που επιθυμεί την οικονομική σταθερότητα και όχι τις περιπέτειες, τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό και όχι τις τριτοκοσμικές συναναστροφές. Η τακτική του εδράζεται στην κοινή λογική: οι ψηφοφόροι θέλουν να έχουν το κεφάλι τους ήσυχο, με κάποιον μετριοπαθή πολιτικό στο τιμόνι, που στέκεται επάξια στη διεθνή σκηνή. Κάθε σύγκριση με το παρελθόν (Τσίπρας-Καμμένος) και κάθε αβεβαιότητα του μέλλοντος [συγκυβέρνηση με ΚΚΕ και Βαρουφάκη] του δίνουν πόντους. Αυτό δείχνουν τα ποιοτικά στοιχεία των δημοσκοπήσεων.
Πρέπει να είναι οδυνηρό για την αντιπολίτευση να τους ρίχνει επαναλαμβανόμενα στο κεφάλι 8-9 μονάδες αυτός που εγκαλούν με τα «MFY» διάφοροι δικοί τους ατάλαντοι «καλλιτέχνες» και περιθωριακοί. Και απογοητευτικό, ταυτόχρονα, για τους Έλληνες κεντροαριστερούς ψηφοφόρους, να βλέπουν την αντιπολίτευση να στηρίζεται στα τρολ και τις μειοψηφίες -δίπλα στους μπαχαλάκηδες των ΑΕΙ, δίπλα στους αρνητές εμβολίων, αρνητές μετρό Εξαρχείων, πουτινολάτρες κ.λπ. Το τελευταίο ανέκδοτο είναι να συγκρίνουν κάποιοι την Τζόρτζια Μελόνι με τη «χούντα» της ΝΔ [Παπαδημούλης, Στο Κόκκινο]. Μα, η Λεπέν και η Μελόνι, το 2015, στον ΣΥΡΙΖΑ ευχήθηκαν καλή επιτυχία, όχι στη ΝΔ! Πώς γίνεται να σας αγαπούν αυτοί που εσείς «ανησυχείτε» για την άνοδό τους, θα 'πρεπε να ρωτήσει κάποιος τον ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ.
Εν ολίγοις, αυτές οι δημοσκοπήσεις θα μας συνοδεύουν, πλην απροόπτου, ως τις δεύτερες κάλπες του 2023. Ένα κόμμα, η ΝΔ, θα διεκδικεί την αυτοδυναμία και η αντιπολίτευση θα ρίχνει νερό στον μύλο της, κραδαίνοντας μια έξαλλη και μειοψηφική ατζέντα.
Αλλά θα ήταν λάθος οι προβλέψεις των δημοσκοπήσεων να φουσκώνουν τα μυαλά στο κυβερνών κόμμα. Όλα μπορούν να ανατραπούν από ένα τυχαίο γεγονός, και οι βεβαιότητες να αντικατασταθούν από κινούμενη άμμο. Η αυτοδυναμία απαιτεί 38,5%-39%, τεράστιο ποσοστό για μια κυβέρνηση με αναπόφευκτες φθορές.
Προσθέστε σε αυτά και τις τρικλοποδιές που βάζει το «βαθύ κόμμα»: κάποιοι υπουργοί, για παράδειγμα, που βαδίζουν αμέτοχοι και αμέριμνοι προς την επανεκλογή τους, επαναπαυόμενοι στην ενός ανδρός υπεροπλία. Πολιτεύονται σαν να είναι λαμπεροί, πρωθυπουργήσιμοι ή αγαπητά πρόσωπα, ενώ ισχύει το αντίθετο. Βουλευτές της ΝΔ κρύβονται στις εκλογικές περιφέρειες, αντί να προωθούν ένα μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα, λες και υπάρχει αυτόματος πιλότος για την επικράτηση. Ορισμένους (ες) δεν τους έχουμε ακούσει ποτέ στην τηλεόραση να υπερασπίζονται δύσκολες κυβερνητικές αποφάσεις. Οι «βαρώνοι» της παράταξης αγκομαχούν, σιωπούν ή σιγοντάρουν ανοιχτά τον αντίπαλο.
Αν σε αυτά προσθέσει κανείς και τον απρόβλεπτο, επερχόμενο χειμώνα, συσσωρεύονται πολλά εμπόδια ως τον τερματισμό. Και, ως γνωστόν, το μεγαλύτερο σφάλμα είναι να προβλέπεις -από τον πάγκο- την έκβαση ενός αγώνα.