Προεκλογικά το χαρτί που έπαιξε το τότε κυβερνητικό κόμμα για να διασωθεί από τη διαγραφόμενη συντριβή του στις εκλογές του Ιουλίου ήταν η απειλή της επανόδου της συντηρητικής και νεοφιλελεύθερης Ν.Δ. που θα μείωνε μισθούς και συντάξεις, θα καταργούσε επιδόματα και θα μας γύριζε πίσω σε παλαιότερες εποχές της δεξιάς και όπως φάνηκε από τα αποτελέσματα σε κάποιες κρίσιμες περιοχές (δυτικός τομέας Β’ Αθηνών, Β’ Πειραιώς) η τακτική αυτή είχε αποτέλεσμα.
Η μέχρι τώρα διακυβέρνηση της Ν.Δ. έχει φροντίσει να διαψεύσει την κινδυνολογία του Συριζα, τον οποίο έχει αφήσει χωρίς σημαντικό αντιπολιτευτικό αφήγημα, σε σημείο που ψάχνει να πιασθεί κάθε φορά από μικρά στραβοπατήματα κυβερνητικών στελεχών που προέρχονται από βεβιασμένες ή άστοχες δηλώσεις ή από λανθασμένη διαχείριση επουσιωδέστερων θεμάτων. Το πιο πρόσφατο και εξόχως χαρακτηριστικό περιστατικό ήταν η ανάδειξη από την αξιωματική αντιπολίτευση σε μείζον ζήτημα της (αχρείαστης και απερίσκεπτης) εισόδου της αστυνομίας σε ένα κινηματογράφο για να ελέγξει τους ανήλικους που έβλεπαν την αξιολογηθείσα ως ακατάλληλη ταινία «Joker».
Ηταν όμως τόση η αναστάτωση που προκάλεσε η έντονη προβολή του θέματος από την αξιωματική αντιπολίτευση και η μομφή ότι η Ν.Δ. μας γύρισε στο αστυνομικό κράτος της δεκαετίας του ΄50, που κυριολεκτικά στοίχειωσε την κυβέρνηση, η οποία διά των εμπλεκόμενων υπουργών της αντέδρασε υπό το κράτος πανικού. Η υπουργός Πολιτισμού έσπευσε να προαναγγείλει πειθαρχική και ποινική (!) δίωξη κατά των υπαλλήλων που στελεχώνουν την αρμόδια επιτροπή για την αξιολόγηση της καταλληλότητας των ταινιών και ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη, προκειμένου να μην αμφισβητηθεί η προοδευτικότητά του, γνωστοποίησε από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ότι θα δει την ταινία με τον δεκαπεντάχρονο γιό του, ενώ αυτή είχε κριθεί κατάλληλη μόνο για ενηλίκους.
Εχουν γραφτεί και έχουν ειπωθεί πολλά για το ατυχές και επουσιώδες συμβάν, έχει όμως και αυτό τη σημασία του όχι μόνο γιατί καταδεικνύει την απουσία άλλων σοβαρότερων λόγων για να ανεβάσει τους τόνους η αντιπολίτευση, αλλά κυρίως επειδή ανέδειξε την ήδη διαφανείσα και σε άλλα ζητήματα έγνοια και αγωνία της κυβέρνησης να μην επιβεβαιώσει τον Συριζα και να μην ταυτισθεί με το παρελθόν της Ν.Δ. ή με οποιαδήποτε χαρακτηριστικά συντηρητικής και δεξιάς πολιτικής.
Αρκετά είναι μέχρι τώρα τα παραδείγματα που δείχνουν την φειδώ με την οποία πολιτεύεται η κυβέρνηση για να εξασφαλίσει αν όχι τη συναίνεση, τουλάχιστον την ανοχή της αντιπολίτευσης και να αποτινάξει κάθε υποψία νεοφιλελευθερισμού, ρεβανσισμού, συντηρητισμού και εθνικισμού.
Στο οικονομικό και κοινωνικό πεδίο, είχαμε πρόσφατα τη δήλωση του υπουργού Οικονομίας ότι εξετάζεται να δοθεί και φέτος πριν από τα Χριστούγεννα η 13η σύνταξη, όπως ονόμασε κατ’ ευφημισμό η προηγούμενη κυβέρνηση το επίδομα που έδινε τα δύο τελευταία έτη (μολονότι για το 2019 αυτό είχε ήδη δοθεί προεκλογικά από τον Συριζα τον Ιούνιο), σε μια προσπάθεια να αφαιρέσει από την αξιωματική αντιπολίτευση κάθε επιχείρημα για δήθεν αντιλαϊκή, περιοριστική και νεοφιλελεύθερη πολιτική.
Στην λογική του ήπιου πολιτικού κλίματος και της παράκαμψης κάθε διάθεσης ρεβανσισμού είναι και η απόφαση του Κυριάκου Μητσοτάκη να μην προχωρήσει η κυβερνητική πλειοψηφία σε έρευνα από τη Βουλή κατά του Αλέξη Τσίπρα για το θέμα των κατασκευασμένων κατηγοριών κατά πολιτικών προσώπων για την υπόθεση Novartis, ώστε να μη δώσει αφορμές για κατηγορίες περί επιστροφής της «σκληρής και ρεβανσιστικής δεξιάς». Μια δύσκολη απόφαση που αντιμετωπίσθηκε με επιφύλαξη από αρκετούς, χωρίς πάντως να διατυπωθούν δημόσια κάποιες διαφωνίες.
Χαρακτηριστικός είναι επίσης ο αρχικά ήπιος και προσεκτικός χειρισμός θεμάτων που ήταν κρίσιμα για να καταγραφεί το πολιτικό στίγμα της νέας κυβέρνησης, όπως το ζήτημα του μεταναστευτικού, στο οποίο απέφυγε μέχρι πρόσφατα η Ν.Δ. ρηξικέλευθες κινήσεις, ενώ μόλις τώρα έχει αρχίσει να προαναγγέλλει κάποιες αναγκαίες αλλαγές που έχουν σχέση με το καθεστώς χορήγησης ασύλου αλλά και με μέτρα αποσυμφόρησης των νησιών με την ανεύρεση ή κατασκευή νέων χώρων παραμονής στην ηπειρωτική χώρα.
Αλλά και στο θέμα του Μακεδονικού η μέχρι τώρα πολιτική της κυβέρνησης είναι διακριτική, χωρίς να αναδεικνύει τις συστηματικές παραβιάσεις της συμφωνίας των Πρεσπών που γίνονται από την πλευρά των γειτόνων και χωρίς φυσικά να θέσει εμπόδια στις διαδικασίες ένταξής τους στην Ε.Ε. αφού εξάλλου εκεί μετά το βέτο της Γαλλίας παρήλκε οποιαδήποτε ελληνική παρέμβαση. Φρόντισε έτσι η νέα κυβέρνηση όχι μόνο να μη διαταράξει τη σχέση της με τη Βόρεια Μακεδονία αλλά και να μη δώσει δείγματα εθνικιστικής αντίληψης και λαβή για παρόμοια κριτική, το αντίθετο μάλιστα, κατηγορήθηκε από τον Συριζα για αλλαγή στάσης σε σχέση με τη θέση της ως αντιπολίτευση που ήταν σαφώς αντίθετη με τη συμφωνία των Πρεσπών.
Ωραία όλα τα παραπάνω, αφού αφήνουν τον Συριζα χωρίς σημαντικά επιχειρήματα και χωρίς αφορμές για μαχητική αντιπολίτευση, αρκεί όμως η επιδίωξη της ηπιότητας και της συνεννόησης να μην είναι αυτοσκοπός και να μην εκτρέψει σιγά-σιγά την κυβέρνηση από τους βασικούς στόχους της και από τις διακηρύξεις της που είναι η ανασύνταξη της οικονομίας, η επιστροφή σε αξιόλογους δείκτες ανάπτυξης, η εμπέδωση του αισθήματος ασφάλειας στους πολίτες, η αποκατάσταση του κύρους των θεσμών αλλά και η υπεράσπιση των εθνικών θεμάτων μας.
Το ζητούμενο συνεπώς είναι να επιτευχθεί η επιθυμητή και αναγκαία ισορροπία ανάμεσα στην επιδίωξη της συναίνεσης ή έστω της ανοχής και στην ανάγκη για αποτελεσματική εφαρμογή του κυβερνητικού προγράμματος, κάτι που μπορούμε να πούμε ότι στα βασικά θέματα συντελείται προς το παρόν.
Ας μην ξεχνάμε όμως, ότι στο παρελθόν αποδυναμώθηκαν κυβερνήσεις και χωρίς έντονη και μαχητική αντιπολίτευση, αφημένες περισσότερο στη λογική του «ώριμου φρούτου» και στην νομοτέλεια της φθοράς (από μία άποψη, ίσως και η προηγούμενη κυβέρνηση να είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα). Γιατί στις εκλογές κρίνονται κυρίως οι κυβερνήσεις και το έργο τους και λιγότερο οι αντιπολιτεύσεις.