Στην χρυσή (γιατί ήταν η δικιά μας…) δεκαετία του ’60, στην βράση της απολυτότητας και της επαναστατικότητας των εφηβικών χρόνων, έπρεπε να καταθέσεις με ποιόν είσαι. Με τον Μάνο, οι «δεξιοί», με τον Μίκη οι «αριστεροί»…
Δεν είχαν ωριμάσει (και ωρίμασαν βεβιασμένα και άτσαλα) ακόμη οι συνθήκες, αυτές οι εμφυλιοπολεμικές ετικέτες, να αντικατασταθούν με το «συντηρητικός» και «προοδευτικός», που κι’ αυτές με την σειρά τους έχασαν την διαχωριστική τους δύναμη από την παγκοσμιοποιημένη αγωνία της πραγματικότητας.
Τότε είχες (είχαμε οι περισσότεροι) την ανάγκη της ασφάλειας που νόμιζες ότι σου δίνει η «ένταξη», η ψευδαίσθηση ότι δεν ήσουν μόνος αλλά με κάποια «ομάδα». «Χατζηδακικοί», λοιπόν και «Θεοδωρακικοί»! Στις συναυλίες (και κυρίως στο «Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης»…) των δύο γιγάντων του σύγχρονου πολιτισμού μας, το πάθος και η «οπαδικότητα» των πολιτικών-κομματικών συγκεντρώσεων! Λίγοι, ελάχιστοι, νέοι της εποχής ήξεραν και εκτιμούσαν τον ένα ή τον άλλο συνθέτη, για το έργο τους και όχι ότι σηματοδοτούσαν πολιτικά. Ερήμην τους, άλλωστε… Γι’ αυτό και ο μεταξύ τους δημιουργικός «ανταγωνισμός», καταύγαζε τον σεβασμό του ενός προς τον άλλον σεβασμό και εκτίμηση. Παρά τους αστικούς μύθους…
Για την μουσική τους, είμαι πολύ αναρμόδιος για να έχω άποψη και κρίση. Για τις προσωπικότητες και την δημόσια εικόνα τους, το αποτύπωμα και την «πολιτική» στάση του καθενός, έχω. Ποτέ δεν πρόδωσαν τα πιστεύω και τις αρχές τους. Οι κατά καιρούς «παράδοξες» πολιτικό-κομματικές επιλογές του Μίκη που αρκετούς απογοήτευσαν και πολύ περισσότερους προβλημάτισαν, δεν είχαν να κάνουν σε καμιά περίπτωση με ευτελή, ιδιοτελή κίνητρα. Ο Μίκης, ήταν πάνω και πολύ περισσότερο από τα κόμματα με τα οποία συνέπλευσε. Αυτά τον είχαν ανάγκη και τον εκμεταλλεύθηκαν, όχι ο τεράστιος γίγαντας Μίκης, που συστρατευόταν μαζί τους, με αφέλεια ίσως, αλλά με την πεποίθηση ότι υπηρετεί το ουτοπικό πάθος που τον χαρακτήριζε, το αδέρφωμα όλων των Ελλήνων…
Ο Μάνος, πάλι, ο τρυφερός και ευαίσθητος αστός, διαολόστελνε όποιον του κολλούσε την ταμπέλα του «δεξιού». Από το στόμα του, σε δημόσιες τοποθετήσεις αλλά και προσωπικές συζητήσεις, έχω ακούσει τα πιο… αριστεροπροδευτικά ριζοσπαστικά πράγματα! Οι απόψεις του για τα προβλήματα της εποχής του, οι αξιολογήσεις του για πολιτικές και πρόσωπα, αυστηρές, δίκαιες και απόλυτες, χωρίς παρωπίδες και «χάρες»…
Με τα χρόνια, φυσικά, οι «οπαδικές» απολυτότητες, τα πάθη και οι θαμπές «ταυτότητες» των νιάτων μας ξεθώριασαν. Εκτίμηση, σεβασμός και δέος και για τους δυο εμβληματικούς, μυθικούς πια, δημιουργούς που δόξασαν την Ελλάδα και την διαφήμισαν με το έργο τους στα πέρατα του κόσμου.
Νομίζω, ότι ο Χατζιδάκις, παρέμεινε δημιουργικός για μεγαλύτερο διάστημα από τον Θεοδωράκη. Αλλά ο Μίκης είχε μια εκρηκτική παρουσία για μια περίπου 20ετία (χονδρικά ’60-’80) και επικράτησε του άλλου μεγάλου δημιουργού. Όχι τόσο, όσο νομίζεται, για τις διώξεις και τις ταλαιπωρίες της χούντας (που σε… φυλάκιζε αν άκουγες Μίκη!) και τα επαναστατικά έργα που έγραψε κατά την διάρκειά της και αμέσως μετά, αλλά για την μεγαλειώδη έμπνευσή του, έμπνευση ζωής, να μελοποιήσει έργα όλων των κορυφαίων της ελληνικής ποίησης! Να κάνει «λαϊκή» τέχνη την ποίηση, να κάνει την ελληνική κοινωνία να αισθάνεται ότι είναι οικεία και γνώστης των ποιητικών αναζητήσεων και παραισθήσεων του Ελύτη, του Ρίτσου, του Σεφέρη, του Γκάτσου, κι ας μην ξέρει, στην πλειονότητά της, παρά μονάχα τα αποσπάσματα που μελοποίησε ο Θεοδωράκης….
Γι’ αυτό και μόνο το επίτευγμα, ο Μίκης είναι τεράστιος. Για το ότι το έργο του τραγουδιέται από όλους (ακόμη και από ανθρώπους που δεν ξέρουν ότι «το αγαπημένο τους τραγούδι…» είναι του Μίκη!), από «δεξιούς» και «αριστερούς», λαϊκούς και ελιτιστές ανθρώπους, αποδεικνύοντας την πανεθνική ακτινοβολία και επιρροή του!