Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, εν μέσω περιοδειών και παροχών, φόρεσε το ζιβάγκο του και ζήτησε για δεύτερη φορά από τις τράπεζες «να αναλάβουν το δικό τους κοινωνικό μερίδιο». Στη συλλογική μνήμη των μεγαλύτερων το ζιβάγκο ταυτίζεται με τον Ανδρέα Παπανδρέου και Ανδρέας Παπανδρέου σημαίνει προστασία για τους ασθενέστερους και ευημερία για όλους τους υπόλοιπους.
Το ζιβάγκο, το φόρεσαν πολλοί, μεταξύ των οποίων και ο Αλέξης Τσίπρας, αλλά τα ράσα δεν κάνουν τον παπά. Το προεκλογικό 2019, ο κ. Τσίπρας έδινε τη μάχη της ζωής του για να παραμείνει πρωθυπουργός, ακόμα και αν αυτό σήμαινε να κινείται συνεχώς στον βούρκο. Τότε, ο Κυριάκος Μητσοτάκης ήταν απρόθυμος να βουτήξει τα χέρια του στη λάσπη, προς μεγάλη απογοήτευση των φανατισμένων οπαδών του. Η τακτική του οδήγησε τη ΝΔ στις εκλογές του Ιουνίου 8 μονάδες μπροστά από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Το 2022 δεν είναι 2019, όμως η προεκλογική περίοδος έχει ήδη ξεκινήσει και οι ενδείξεις προοιωνίζονται κλιμάκωση της έντασης. Όλα τα μέσα φαίνεται ότι θα χρησιμοποιηθούν, και η σύγκρουση της κυβέρνησης με τις τράπεζες, αλλάζει αιφνιδιαστικά τους όρους του παιχνιδιού. Ο κ. Τσίπρας κατέχει καλά την τέχνη της πρόκλησης, τώρα, όμως, ο κ. Μητσοτάκης δείχνει ότι μπορεί να τον ξεπεράσει με μεγάλη άνεση όταν χρειάζεται. Μπήκε στο γήπεδο του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ και τον αντιμετώπισε με όρους ΣΥΡΙΖΑ.
Πριν από τρεισήμισι χρόνια, οι συνθήκες ευνοούσαν τον κ. Μητσοτάκη ως αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε κουράσει και απογοητεύσει, η ΝΔ υποσχόταν την επιστροφή σε μια θεσμική κανονικότητα και οι πολίτες είχαν ανάγκη από ηρεμία και ασφάλεια.
Τώρα οι όροι αντιστράφηκαν. Την μεγάλη μάχη τη δίνει ο κ. Μητσοτάκης, και πάλι σε συνθήκες μεγάλης πόλωσης, όχι για να μην χάσει την πρωθυπουργία, αλλά για να διατηρήσει την αυτοδυναμία. Παρότι οι δημοσκοπήσεις του δίνουν άνετο προβάδισμα, η διεκδίκηση της αυτοδυναμίας παραμένει ένα στοίχημα και ένα σύνθετο παιχνίδι, γιατί παράλληλα με την καμπάνια που θα απευθύνεται στη μάζα των ψηφοφόρων θα χρειαστεί να γίνουν συγκεκριμένες κινήσεις σε στοχευμένα τμήματα του εκλογικού σώματος.
Σε αυτή την αναμέτρηση ο Πρωθυπουργός όχι μόνο δεν αποφεύγει την ένταση, αλλά την πυροδοτεί ο ίδιος. Την περασμένη Παρασκευή, ο κ. Τσίπρας, από το Κιλκίς όπου περιόδευε, ζήτησε από την κυβέρνηση, «με έναν έκτακτο φόρο και με μία νομοθετική παρέμβαση» να εξαναγκάσει τις τράπεζες σε ευνοϊκές ρυθμίσεις για τους δανειολήπτες.
Ο κ. Τσίπρας στηρίχθηκε στο ατυχές παράδειγμα της Ισπανίας, όπου η κυβέρνηση νομοθέτησε μεν, αλλά στη συνέχεια υποχρεώθηκε να πάρει πίσω τον νόμο της. Στην Ελλάδα, ο κ. Μητσοτάκης δεν χρειάστηκε να νομοθετήσει. Πήγε την ίδια ημέρα στο Προεδρικό Μέγαρο και, ενώπιον της Κατερίνας Σακελλαροπούλου, ζήτησε από τις τράπεζες να αναλάβουν τις ευθύνες που τους αναλογούν, ειδικά απέναντι στα ευάλωτα νοικοκυριά. Και ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας έδωσε τελεσίγραφο δύο εβδομάδων στις τράπεζες, προκειμένου να ανταποκριθούν στις μειώσεις που τους ζήτησε. Μέσα σε λίγες ώρες, ο κ. Μητσοτάκης ακύρωσε την πρωτοβουλία του αντιπάλου του και άλλαξε την ατζέντα υπέρ της κυβέρνησης.
Η σύγκρουση με τις τράπεζες αναμένεται να είναι σκληρή, μολονότι τα τραπεζικά ιδρύματα δεν θέλουν μια δημόσια σύγκρουση, γιατί δεν τα ωφελεί σε τίποτα. Από το κλίμα που διαμορφώνεται φαίνεται ότι θα υποχωρήσουν σε ορισμένα ζητήματα, όπως είναι οι χρεώσεις στις απλές τραπεζικές συναλλαγές και η αύξηση των επιτοκίων καταθέσεων. Τα επιτόκια καταθέσεων ταμιευτηρίου και προθεσμιακών, όχι όψεως, θα αυξάνονταν ούτως ή άλλως μέσα στο 2023 και απλά αναμένεται να επιταχυνθεί αυτή η απόφαση.
Οι ρυθμίσεις στα επιτόκια χορηγήσεων για τα δάνεια, όμως, είναι μια περίπλοκη υπόθεση, καθώς απαιτείται έγκριση του SSM, του ευρωπαϊκού συστήματος εποπτείας των τραπεζών. Αν οι ελληνικές τράπεζες πιεστούν να λάβουν μέτρα, τα οποία θα μεταβάλουν την παρούσα αξία των δανείων πάνω από 1% τότε κινδυνεύουν να «κοκκινίσουν», ζημιώνοντας τελικά τους δανειολήπτες. Επίσης, αν οι τέσσερις συστημικές τράπεζες προχωρήσουν ταυτόχρονα στις ίδιες ή παρόμοιες ρυθμίσεις, το πιθανότερο είναι ότι θα τους επιβληθεί πρόστιμο για συμπαιγνία.
Το σημαντικότερο για την ανάπτυξη είναι πώς θα εκλάβουν οι αγορές τα κυβερνητικά αιτήματα. Αν τα θεωρήσουν θεμιτά δεν θα υπάρξει πρόβλημα, αν όμως τα ερμηνεύσουν ως άσκηση πολιτικής πίεσης στις τράπεζες, το μήνυμα προς τους ξένους επενδυτές θα είναι κακό. Το μόνο χειρότερο είναι η επιβολή εφάπαξ φόρου για φέτος, όπως προτείνει ο κ. Τσίπρας.
Ο Πρωθυπουργός είχε θέσει ως εθνικό στόχο την απόκτηση επενδυτικής βαθμίδας στις αρχές του 2023, ώστε να ανοίξει ο δρόμος για τις επενδύσεις. Οι εκλογές και ο πολιτικός κίνδυνος που ενδεχομένως προκύψει από αυτές, απομακρύνει, κατά την λογική των οίκων αξιολόγησης, τον στόχο αυτό προς το ερχόμενο φθινόπωρο. Οι τράπεζες, ασφαλώς έχουν περιθώρια να κάνουν γενναίες κινήσεις προς τα πιο ευάλωτα νοικοκυριά. Όμως, η σχέση με ένα χρηματοπιστωτικό σύστημα το οποίο έχει πολλές ευαίσθητες πλευρές, απαιτεί λεπτούς χειρισμούς από την πλευρά της κυβέρνησης και όχι προεκλογικές κορώνες που ίσως να έχουν μακροπρόθεσμες συνέπειες.