Το ΠΑΣΟΚ δεν είναι το κραταιό κόμμα που ήταν κάποτε.
Από το 2009 και μετά παραμένει συρρικνωμένο εκλογικά, έχει χάσει την αίγλη του, δεν «πείθει» ότι μπορεί να προφέρει μια αξιόπιστη εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης για τη χώρα.
Ναι, είναι αλήθεια ότι σήκωσε δυσβάστακτο βάρος την εποχή της κρίσης και της κατάρρευσης, αλλά 15 χρόνια αργότερα το επιχείρημα δεν απαντά στο γιατί δεν μπορεί να ανακάμψει.
Το ΠΑΣΟΚ δεν έχασε ψηφοφόρους μόνον προς τα αριστερά-την πρώτη περίοδο της κρίσης και των μνημονίων. Έχασε ψηφοφόρους και προς την, υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη, κεντροδεξιά στις τέσσερις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις. Στις τελευταίες ευρωεκλογές δεν πέτυχε το στόχο που είχε θέσει για κατάκτηση της Β’ θέσης. Γιατί έριξε το βάρος στους ψηφοφόρους ενός προσωποπαγούς και ανερμάτιστου πολιτικά ΣΥΡΙΖΑ, αντί να δώσει διέξοδο σε ένα «κύμα» δυσαρεστημένων κεντρογενών ψηφοφόρων της ΝΔ που στράφηκαν τελικά στην αποχή.
Η προκήρυξη εκλογών για την ανάδειξη νέου Αρχηγού ήταν φυσικό επακόλουθο και τιμά τον νυν Πρόεδρο ότι τη δέχθηκε σηκώνοντας το γάντι.
Μέχρι πρότινος, η διαδικασία έδειχνε να αφορά και να ενδιαφέρει μόνον το σημερινό ΠΑΣΟΚ, με ολίγον από ΣΥΡΙΖΑ λόγω της υποψηφιότητας του νεοεκλεγέντος Δημάρχου Αθηναίων. Ο οποίος, προτάσσοντας την πρόσφατη εκλογική επιτυχία του στο β’ γύρο των δημοτικών εκλογών της Αθήνας, παρουσιάζεται ως ο κατάλληλος για να ενώσει κεντροαριστερές(;) δυνάμεις και στο επίπεδο της επικράτειας.
(ΥΓ. Το ερωτηματικό είναι πραγματικό: είναι «κεντροαριστερά» ο Κασσελάκιος ΣΥΡΙΖΑ; Μήπως πριν μιλήσουμε για κεντροαριστερά, να επιχειρήσουμε να δώσουμε ξανά περιεχόμενο στους όρους);
Η υποψηφιότητα της Άννας Διαμαντοπούλου αλλάζει τα δεδομένα. Γιατί προκαλεί εκ των πραγμάτων ευρύτερο ενδιαφέρον γύρω από τη διαδικασία ανάδειξης νέου Αρχηγού στο ΠΑΣΟΚ. Και «βάζει στο παιγνίδι» το πραγματικό πολιτικό ερώτημα, που είναι «τί ΠΑΣΟΚ θέλουμε και γιατί».
Γιατί η Άννα Διαμαντοπούλου ανήκει μεν στα ιστορικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ αλλά ταυτοχρόνως είναι από τις πιο καταξιωμένες διεθνώς Ελληνίδες πολιτικούς κι ένα από τα πιο φρέσκα και ανοικτά πολιτικά μυαλά που διαθέτει όχι ο χώρος αλλά η χώρα.
Γιατί αν και εκτός κομματικής αρένας και Βουλής για πάνω από μια δεκαετία, δεν σταμάτησε ποτέ να παράγει πολιτική με «Π» κεφαλαίο. Η δουλειά της και η δουλειά του Δικτύου στην παραγωγή πολιτικών προτάσεων γύρω από κρίσιμα διεθνή, ευρωπαϊκά και εθνικά ζητήματα είναι παράδειγμα του τί σημαίνει σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία.
Και μόνον η απόφασή της να θέσει υποψηφιότητα είναι κέρδος για το ΠΑΣΟΚ και για την όλη διαδικασία. Γιατί θα γίνει εκ των πραγμάτων περισσότερο πολιτική, με συζήτηση -γιατί όχι και αντιπαράθεση- όχι μόνο για το ποιος/ποια είναι ο/η κατάλληλος Αρχηγός αλλά για την ταυτότητα ενός σύγχρονου σοσιαλδημοκρατικού κόμματος και την πολιτική του πρόταση για τη χώρα.
Γιατί αυτό είναι το βασικό ζητούμενο, που προσδιορίζει τελικά το εύρος της απήχησης στην κοινωνία.
Η απουσία σοβαρής και αξιόπιστης αντιπολίτευσης τα τελευταία (πολλά) χρόνια δεν είναι απλώς πρόβλημα ΣΥΡΙΖΑ ή ΠΑΣΟΚ. Είναι πρόβλημα για τη χώρα.
Όπως πρόβλημα για τη χώρα είναι ότι το κενό (αντιπολίτευσης) επιχειρούν να καλύψουν διάφορα υπερσυντηρητικά λαϊκιστικά κόμματα και κομματίδια στα δεξιά της Ν.Δ., συνεπικουρούμενα από τις πάλαι ποτέ κραταιές βαρονίες στο εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας.
Στην Ελλάδα του 2024, η διαμόρφωση μιας αξιόπιστης κυβερνητικής εναλλακτικής μπορεί να είναι μόνο πολιτική. Δεν μπορεί να είναι «αριθμητική»!
Δυο -ή και περισσότερα-κόμματα που συγκροτούν έναν εκλογικό συνασπισμό δεν συνιστούν αξιόπιστη πρόταση εξουσίας -κι ας μην συγχέουμε με τα τεκταινόμενα στη Γαλλία : Εδώ, δεν έχουμε (ευτυχώς) προ των πυλών της εξουσίας μια κραταιά ακροδεξιά ώστε να συμπτύξουμε ένα μέτωπο για να προστατέψουμε τη Δημοκρατία.
Να μην ξεχνάμε ότι οι Ελληνίδες και οι Έλληνες μέσα από την οδυνηρή εμπειρία της κρίσης ωρίμασαν πολιτικά. Έπαθαν κι έμαθαν: να κρατούν αποστάσεις από τον λαϊκισμό κι από τα λόγια τα παχιά και τα μεγάλα. Οι Ελληνίδες και οι Έλληνες έχουν επίσης απομακρυνθεί από τη λογική των γαλάζιων, πράσινων και κόκκινων καφενείων, που ίσως να συγκινούν ακόμα κάποιους λίγους οργανωμένους οπαδούς αλλά αφήνουν παγερά αδιάφορη την κοινωνία.
Το ΠΑΣΟΚ έχει σήμερα ξανά την ευκαιρία του. Εκ των πραγμάτων είναι το μόνο κόμμα που μπορεί να δουλέψει συλλογικά και σοβαρά για τη διαμόρφωση μιας σύγχρονης, αξιόπιστης και τεκμηριωμένης πρότασης για τη χώρα.
Ζητούμενο δεν είναι απλώς ούτε κυρίως η αλλαγή ηγεσίας. Ζητούμενο είναι ένα ρεαλιστικό και περιεκτικό πρόγραμμα διακυβέρνησης, που θα κοιτάει το σήμερα και το αύριο σε ένα περιβάλλον τεκτονικών αλλαγών και γενικευμένης ρευστότητας παγκοσμίως. Ζητούμενο είναι ένα πρόγραμμα που θα περιγράφει λεπτομερώς το «πως», χωρίς να αρκείται σε στόχους και διακηρύξεις. Αυτά, είναι ασφαλώς υπόθεση των πολλών, όχι ενός προσώπου. Αλλά έχει σημασία της όλης διαδικασίας να ηγηθεί ένα πρόσωπο κύρους, με φρέσκιες ιδέες, με εμπειρία πολιτική και προσλαμβάνουσες ευρωπαϊκού και διεθνούς περιβάλλοντος, ένα πρόσωπο που να μπορεί να εμπνεύσει και να συνθέσει.