Ήταν περίπου αναμενόμενο. Ότι η εμφάνιση του Αρχιεπισκόπου Αμερικής Ελπιδοφόρου δίπλα στον Ταγίπ Ερντογάν, στα «θυρανοίξια» του τουρκικού ουρανοξύστη της Νέας Υόρκης, θα προκαλούσε θύελλα αντιδράσεων.
Από ακραίες, όπως αυτή του Νίκου Αναστασιάδη, ο οποίος -σχεδόν τιμωρητικά- ματαίωσε τη συνάντησή τους. Μέχρι πιο ήπιες, καθώς ο Κυριάκος Μητσοτάκης αποφάσισε να τον συναντήσει και προφανώς να εκφράσει τις ενστάσεις του, κατά τη διάρκεια της συνομιλίας τους.
Παρότι η κίνηση του Αρχιεπισκόπου Αμερικής είναι φυσικό να προκαλεί το θυμικό της πλειονότητας των Ελλήνων πολιτών, ειδικά σε μια κρίσιμη συγκυρία έξαρσης του «μεγαλοϊδεατισμού» του Ερντογάν και συνεχών προκλήσεων προς την Ελλάδα, υπάρχουν και άλλες διαστάσεις που εξαφανίζονται στην κλίμακα του «άσπρο-μαύρο».
Αυτές οι διαστάσεις προκύπτουν από τα χαρακτηριστικά του Πατριαρχείου και τον ρόλο του στην Ορθόδοξη Εκκλησία.
Συνήθως στην Ελλάδα ξεχνάμε ότι το Φανάρι δεν είναι «ελληνικό». Πρόκειται για έναν παγκόσμιο θεσμό στην κορυφή της παγκόσμιας Ορθοδοξίας. Εξ ου και η οικουμενική φυσιογνωμία του. Άρα είναι αρκετά πιθανό ένας θεσμός οικουμενικός να μην ταυτίζεται πάντοτε με το δημόσιο αίσθημα στη χώρα μας, ακόμη και με τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα και τις τρέχουσες κάθε φορά ανάγκες της ελληνικής διπλωματίας.
Η δεύτερη διάσταση προκύπτει από την ιστορική και γεωγραφική πραγματικότητα. Αυτός ο οικουμενικός θεσμός «φιλοξενείται» στην Τουρκία. Όχι σε μια οποιαδήποτε χώρα, όπως για παράδειγμα την ανεξίθρησκη και πολυπολιτισμική Ελβετία, αλλά σε μια χώρα μουσουλμανική και εχθρική απέναντι στην Ελλάδα και τον Ελληνισμό.
Ο Πατριάρχης λοιπόν και ολόκληρη η ηγεσία του Πατριαρχείου, εκτός από το γεγονός ότι οφείλουν να είναι Τούρκοι πολίτες, πρέπει να διασφαλίζουν διαρκώς ένα πλαίσιο «ειρηνικής συνύπαρξης» με την Άγκυρα.
Aν «ζωγραφίσουμε» τη μεγάλη εικόνα, τότε μάλλον μοιάζουν υπερβολικές οι αντιδράσεις για τη συνύπαρξη στη Νέα Υόρκη του Ελπιδοφόρου με τον Ερντογάν. Μήπως δεν θέλουμε να καταλάβουμε ότι η ισορροπία με τον Ερντογάν (και τον οιονδήποτε «Σουλτάνο» της Τουρκίας) αποτελεί προϋπόθεση επιβίωσης για το Φανάρι;
Σύμφωνα με την ελλαδική «νταραβερίστικη» λογική, ο Ελπιδοφόρος θα μπορούσε να βρει μια «πονηρή λύση». Μια «διπλωματική ασθένεια» ή ένα «ξαφνικό ταξίδι» για να μην επιτρέψει στον Ερντογάν να αξιοποιήσει μια photo oportunity. Δυστυχώς, αυτές οι υπεκφυγές μοιάζουν έξυπνες για τα ελληνικά καφενεία, αλλά μάλλον δεν προσφέρουν καμιά σημαντική βοήθεια στις διεθνείς σχέσεις.
Να το επαναλάβουμε. Απολύτως κατανοητή η συναισθηματική αντίδραση που προκάλεσε η κίνηση του Ελπιδοφόρου. Και τα χαριεντίσματα με τον ασταμάτητο «Σουλτάνο» την ίδια ώρα που αυτός κλιμακώνει τις προκλήσεις του κατά της Ελλάδας. Σχεδόν ταυτόχρονα με το event της Νέας Υόρκης, μια τουρκική φρεγάτα έκοβε βόλτες μόλις 2 ναυτικά μίλια από τις ακτές της Κρήτης. Και μια μέρα μετά, ο Ερντογάν από το βήμα της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ επαναλάμβανε τις πάγιες αρπακτικές του απόψεις για «διμερή διάλογο» με την Ελλάδα προκειμένου να λύσουμε τα προβλήματα στο Αιγαίο. Προβλήματα που στην ουσία είναι οι αξιώσεις του τουρκικού επεκτατισμού.
Δυστυχώς, όμως, η διαχείριση των διεθνών σχέσεων απαιτεί ισχυρές δόσεις λογικής και ρεαλισμού και αντίστροφα, σχεδόν μηδενική δόση από συναίσθημα.
Ο ιστορικός ρεαλισμός του Πατριαρχείου πολλές φορές το έχει φέρει σε αντίθεση με τις ελληνικές κυβερνήσεις και το δημόσιο αίσθημα στη χώρα μας. Συχνά αυτό που φαίνεται καλό για το Φανάρι, μπορεί να μην είναι αρεστό στα «καθ' ημάς».
Αυτές τις αποκλίσεις κάποιοι μονίμως επιθυμούν να τις μετατρέψουν σε χάσματα, αποδίδοντας «ανίερα» σχέδια στο Φανάρι και τους λειτουργούς του και εκστομίζοντας με ευκολία απαράδεκτες κατηγορίες για δήθεν «εθνικές προδοσίες».
Ψυχραιμία, παιδιά. Το ότι εμείς μπορεί να έχουμε δίκιο δεν σημαίνει ότι ο Ελπιδοφόρος έχει άδικο. Στο τέλος, μπορεί να έχουμε δίκιο όλοι. Και αυτοί που συναισθηματικά ταράχτηκαν και ο Αρχιεπίσκοπος που έκανε επαγγελματικά τη δουλειά του.