Ο Αλέξης Τσίπρας κατηγόρησε πρόσφατα την κυβέρνηση ότι δεν έδωσε τα στοιχεία του αστυνομικού-μαστροπού της Ηλιούπολης διότι είναι μέλος της ΝΔ.
«Μην τα κουκουλώνετε!», φώναζε, με πάθος, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης στη Bουλή, ζητώντας από τον πρωθυπουργό όνομα και κομματική ταυτότητα του δράστη.
Δυσκολεύομαι να βρω τις λέξεις για να εξηγήσω πόσο λάθος είναι αυτός ο τρόπος σκέψης. Έχει ήδη αναλυθεί, προφανώς, εμβριθέστατα, από εγχώριους νομικούς και συνταγματολόγους αυτή η στρεβλή λογική. Με την περίπτωση του αστυνομικού της Ηλιούπολης έχουμε ένα ακόμα επεισόδιο της δήθεν αριστερής αρετής και ηθικής, η οποία σπάει τα μούτρα της για πολλοστή φορά. Το μονοπώλιο του καλού, δυστυχώς, δεν έχει εμπορική έδρα στην Κουμουνδούρου. Ο ΣΥΡΙΖΑ πάλεψε να το εμφυτεύσει αυτό, στα μυαλά των οπαδών του, και με την υπόθεση Λιγνάδη. Αλλά η πραγματικότητα έρχεται πάντα με φόρα για να διαψεύσει τις αυταπάτες περί αριστερής και δεξιάς ηθικής στο έγκλημα.
Είναι τουλάχιστον πρωτόγονη πολιτική σκέψη να «χρωματίζεις» κομματικά το ποινικό δίκαιο. Είναι επικίνδυνο στις καθιερωμένες θεωρίες της εγκληματολογικής ανάλυσης να εφευρίσκεις και κομματικές. Ποιος εγκέφαλος σκέφτηκε ότι μόνο αν είσαι ΝΔ δολοφονείς ή βιάζεις;
Και τι γίνεται αν είσαι Αριστερός δολοφόνος; Αν είσαι αναρχικός Εξαρχείων; Τι θα πουν ορισμένοι αν αποδειχθεί ότι ο τύπος που δολοφόνησε την 26χρονη Γαρυφαλλιά ανήκε όντως σε ομάδες αλληλέγγυων και αναρχικών, όπως λέγεται; Το υπαινίχθηκε ήδη ο δικηγόρος της άτυχης κοπέλας, Αλέξης Κούγιας, μιλώντας για «συγκεκριμένη κοινωνιολογική προσέγγιση» του 30χρονου δολοφόνου. Ο οποίος, αφού ξυλοκόπησε την άτυχη γυναίκα, την πέταξε στα βράχια και την άφησε να ξεψυχήσει στη θάλασσα. Η δικαιολογία που έδωσε για την ειδεχθή πράξη του ήταν ότι με την κοπέλα «χάλασε η φάση». Τόσο αδιάφορα, τόσο κυνικά. Σε ποιο κόμμα ανήκει αυτή η συμπεριφορά; Ο δολοφόνος είχε μια ευκαιρία να τη σώσει όταν έπεσε στο νερό και ήταν ζωντανή, αλλά την άφησε να πνιγεί. Και τώρα, με κάθε τρόπο προσπαθεί να αποφύγει τις ποινικές συνέπειες της αποτρόπαιας πράξης του, θέλοντας να πείσει, μέσω του δικηγόρου του, ότι πάσχει δήθεν από ψυχικό νόσημα.
Δολοφόνος, δειλός, κυνικός. Αυτά έχουν σημασία, αν αποδειχθούν. Για αυτά τα εγκλήματα πρέπει να καταδικαστεί και όχι γιατί ανήκει σε κάποιον πολιτικό χώρο.
Πόσο απαράδεκτο, ανιστόρητο, επικίνδυνο είναι το επιχείρημα ότι υπάρχουν εγκλήματα κομματικής απόχρωσης. Το έργο ξαναπαίχτηκε από την αντιπολίτευση, τον περασμένο χειμώνα, και με την υπόθεση Λιγνάδη, διότι, προφανώς, κάποιοι πιστεύουν ότι αυτή η τακτική φέρνει ψήφους. Επικίνδυνα μονοπάτια, παλαιοκομμουνιστικής κοπής, σαν αυτά που ακούμε διαχρονικά από την Αριστερά ότι τα εγκλήματα του Στάλιν είναι «καλύτερα» από εκείνα του Χίτλερ. Είναι η ίδια λογική που στην επέκτασή της δικαιολογεί και την εγχώρια τρομοκρατία. Όπως έχει πει και ο Αλιβιζάτος, υπάρχει στον ΣΥΡΙΖΑ μια προκατάληψη υπέρ του πολιτικού εγκληματία, που έχει να κάνει και με το κινηματικό του παρελθόν. Έφτασε αυτή η λογική, πρόσφατα, να εξηγεί και τον θρίαμβο του Αντετοκούνμπο: «Έχετε αναρωτηθεί γιατί όλη η Ελλάδα νιώθει περήφανη με τον Γιάννη, αλλά όχι με τον Τσιτσιπά;», έγραψαν τρολς στο Twitter, διότι, προφανώς, στο συριζόμετρο, εκτός από το έγκλημα, έχουν κομματικό υπόβαθρο ο πρωταθλητισμός και η αριστεία.
Οπότε, δεν θα ήταν ίσως περιττό να επαναλάβουμε τα αυτονόητα: Στεκόμαστε απέναντι στους συζυγοκτόνους, εγκληματίες παντός είδους και σε κάθε εγκληματική πράξη. Τους αξίζει η μεγαλύτερη και η πιο παραδειγματική ποινή. Αλλά το ίδιο απέναντι στεκόμαστε στη μισαλλοδοξία και στον κομματισμό. Απέναντι στον τυφλά κομματικοποιημένο και χυδαίο λόγο. Το «Φτάνει πια!» το λέμε για κάθε κακοποιό αλλά και για τη δήθεν ανώτερη ηθική που προβάλλεται, καταχρηστικά, από κόμματα. Διαφωνούμε, όπως έλεγε και ο Ρούσβελτ, με όσους λένε «είναι γιος σκύλας, αλλά δικός μας γιος σκύλας».