Υπό την βαριά σκιά των ελληνοτουρκικών περνούν σχεδόν απαρατήρητες οι συντριπτικές και αδιανόητες αποκαλύψεις σχετικά με το σκάνδαλο Novartis.
Αυτά που ακούγονται στην Προανακριτική θυμίζουν πρακτικές «δημοκρατικών» μπανανιών στην καλύτερη των περιπτώσεων, ανακαλώντας εφιαλτικά στη μνήμη μας τακτικές ολοκληρωτικών καθεστώτων. Σίγουρα δεν μπορούν να έχουν σχέση με χώρα που ανήκει στον δυτικό κόσμο και κυρίως στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Οι έως τώρα μαρτυρίες ηχούν στα αυτιά μας εξωφρενικές για κράτος δικαίου, μαθαίνουμε πράγματα «τερατώδη» τα οποία δεν μπορούν να περάσουν ασημάδευτα είτε καλυπτόμενα από έκτακτες επικαιρότητες, είτε μέσα από λογικές συμψηφισμών του πολιτικού συστήματος. Θεσμικοί παράγοντες έστηναν δολοπλοκίες, εμπλέκοντας ακόμη και ξένες υπηρεσίες και χειραγωγώντας την δικαιοσύνη.
Ακούσαμε πρώτα ότι οι δύο «κουκουλοφόροι» μάρτυρες είναι οι ίδιοι με αυτούς που κατέθεσαν στο FBI, που πάει να πει ότι οι εισαγγελείς υπαγόρευαν στην Ελλάδα στους μάρτυρες τις καταθέσεις τους, τους έστελναν στο FBI για να πουν τα ίδια και κατόπιν διέσπειραν στο εσωτερικό της χώρας ότι υπάρχουν στοιχεία του FBI (αυτά που κατασκεύασαν οι ίδιοι) για την εμπλοκή πολιτικών προσώπων στο σκάνδαλο. Μετά ενημερωθήκαμε από τον αντιεισαγγελέα κ. Ιωάννη Αγγελή ότι ο πρώην πρωθυπουργός ήταν, όχι απλώς ενήμερος για την υπόθεση – «πολιτική πλεκτάνη», αλλά επηρεαζόταν στις αποφάσεις του από τον Δημήτρη Παπαγγελόπουλο, που του έλεγε ότι με «διώξεις πολιτικών αντιπάλων θα κερδίσουν τις εκλογές».
Πριν από κάποιες ώρες μάθαμε ότι ο κ. Παναγιώτης Αθανασίου, πρώην εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος, μίλησε για παρεμβάσεις σε υποθέσεις οικονομικού ενδιαφέροντος, για πιέσεις που δέχθηκε ο ίδιος σχετικά με υποθέσεις που χειριζόταν και που αφορούσαν κυρίως μέσα ενημέρωσης, (καναλάρχες και δημοσιογράφους) ακόμη και προτροπές προς κατασκευή «στοιχείων». Η κατάθεση του ότι ο κ. Δημήτρης Παπαγγελόπουλος του είπε, «Παναγιώτη μου την εξουσία που έχω σήμερα με τον ΣΥΡΙΖΑ δεν την είχα ποτέ στη ζωή μου», αρκεί για να φανεί η … ιδιαιτερότητα του σκανδάλου: Ο κ. Αθανασίου εμπλέκει την πρώην κυβέρνηση ενώ καταγγέλλει έναν πρώην υπουργό – βετεράνο εισαγγελέα, τον οποίο έχουν καταγγείλει άλλοι τρεις εισαγγελικοί λειτουργοί (Τσατσάνη, Ράϊκου, Αγγελής) για απόπειρες επιβολής.
Ο μεταφορικός λόγος με τον οποίο περιγράφει το σκάνδαλο βάζει στην θέση του θύματος τους θεσμούς. «Θεσμοί» εδώ ,όμως, είναι οι εκπρόσωποι της δικαιοσύνης, και όχι μόνο οι λίγοι που υπέστησαν άμεσα την «βία» του «Ρασπούτιν», αλλά και όσοι είδαν τα τελευταία χρόνια το λειτούργημά τους να περνάει τη μεγαλύτερη δοκιμασία από την περιπέτεια του Παραδικαστικού. Η υπόθεση ωστόσο, πέρα από την ενδοδικαστική πτυχή της είναι ιδιαίτερα σοβαρή και στο πολιτικό της σκέλος.
Είναι απολύτως απαραίτητο να ελεγχθεί σοβαρά ο πυρήνας της κατάθεσης του κ. Αθανασίου, ο οποίος με τις καταγγελίες του υποστηρίζει ότι ο κ. Παπαγγελόπουλος ήθελε να «στηθεί κάτι» κατά του δημοσιογράφου Γιώργου Παπαχρήστου και πίεζε να ασκηθούν αθεμελίωτες και βιαστικές ποινικές διώξεις εναντίον του κ. Γιάννη Αλαφούζου την περίοδο που εξελισσόταν ο διαγωνισμός για τις τηλεοπτικές άδειες, αλλά και του επιχειρηματία κ. Βγενόπουλου, με τον οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ και προσωπικά ο Αλέξης Τσίπρας είχαν συγκρουστεί έντονα στο παρελθόν.
Αν τελικά αποδειχθεί το ένα εκατοστό των όσων καταμαρτυρούνται, η απάντηση της συντεταγμένης πολιτείας η οποία οφείλει να λειτουργεί υπέρ των δημοκρατικών και μόνο θεσμών, πρέπει να είναι σφοδρή και έξω από κάθε συμψηφιστική λογική συναλλαγής. Εκτός των δέκα προσώπων εκ των οποίων τα εφτά έχουν ήδη απαλλαγεί, των οποίων επλήγη η προσωπικότητα, το κύρος και η πολιτική τους ακεραιότητα από μια παραδικαστική ομάδα, τραυματίστηκε βαρύτατα και ο θεσμός της δικαιοσύνης όπως και η ακεραιότητα των δικαστικών λειτουργών. Η ζημιά είναι μεγάλη και η αποκατάσταση επώδυνη και μακροχρόνια.
Ως εκ τούτου, τυχόν προσπάθεια να βρεθεί μια μεσοβέζικη λύση στην πραγματικά δυσώδη υπόθεση Novartis, θα προσθέσει στον πολιτικό βίο ένα νέο σκάνδαλο υπό την μορφή κουκουλώματος, θα υπονομεύσει διαλυτικά το κύρος της δικαιοσύνης και θα λειτουργήσει ως παράδειγμα ατιμωρησίας για όσους στρέφονται πραξικοπηματικά κατά των θεσμών.