Όταν στις 29 Ιουνίου ο Αλέξης Τσίπρας ανακοίνωνε στο Ζάππειο την παραίτησή του και δήλωνε πως “πρέπει να εφεύρουμε ένα νέο ΣΥΡΙΖΑ” ελάχιστοι μπορούσαν να φανταστούν πόσο διαφορετικός και συρρικνωμένος θα ήταν τελικά αυτός ο “νέος ΣΥΡΙΖΑ” υπό την ηγεσία ενός ανθρώπου που επίσης ελάχιστοι γνώριζαν λίγους μήνες πριν.
Το κόμμα Κασσελάκη όμως είναι πλέον πραγματικότητα, όπως πραγματικότητα θα είναι σύντομα και το νέο κόμμα “της Αριστεράς και της Οικολογίας” που θα συγκροτήσουν οι 11 βουλευτές και τα εκατοντάδες στελέχη που διασπάστηκαν από τον ΣΥΡΙΖΑ μετά τις θυελλώδεις εσωκομματικές διαδικασίες τον τελευταίο μήνα.
Η ανάδειξη του Στέφανου Κασσελάκη στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται πως δεν ήταν καθόλου τυχαία και συμπτωματική. Υπήρξε το αποτέλεσμα συγκεκριμένου σχεδιασμού ενός μέρους της ηγεσίας του κόμματος με την ενεργό συμμετοχή ή τουλάχιστον την ευμενή ανοχή του Αλέξη Τσίπρα και είναι αποτέλεσμα της συνειδητοποίησης δύο βασικών πολιτικών συμπερασμάτων. Πρώτον, ότι η διαχείριση του μνημονίου από την Κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ 2015-2019 έχει αφήσει ένα μη αναστρέψιμο στίγμα πάνω στο κόμμα, που λειτουργεί στη συνείδηση των ψηφοφόρων ως ένα ασήκωτο βαρίδι. Δεύτερον, σε συνθήκες πολιτικής και οικονομικής κανονικότητας η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών έχει απορρίψει τις αριστερές πολιτικές όπως τις έζησε από τη διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και επιλέγει κατά πλειοψηφία πολιτικές από τον ιδεολογικό χώρο του Κέντρου ή της Κεντροαριστεράς. Έτσι χτίστηκε η πολιτική και εκλογική ηγεμονία της Νέας Δημοκρατίας σε τέσσερις εκλογικές αναμετρήσεις.
Αποφασίστηκε λοιπόν η δημιουργία ενός “νέου ΣΥΡΙΖΑ”, ο οποίος θα είναι απαλλαγμένος και από το ιδεολογικό πλαίσιο των προηγούμενων ετών και της διακυβέρνησης 2015-2019 και από τα πρόσωπα που σηματοδότησαν τις επαχθείς μνημονιακές πολιτικές της διακυβέρνησης. Έτσι λοιπόν επιλέχθηκε ο νέος και ωραίος ηγέτης με το νεοφιλελεύθερο παρελθόν και παράλληλα στοχοποιήθηκαν με δόλιο πολιτικά τρόπο οι Υπουργοί της Κυβέρνησης Τσίπρα, ωσάν να ήταν εκείνοι που αποφάσισαν τα επαχθή μνημονιακά μέτρα για τα οποία έχει απορρίψει τον ΣΥΡΙΖΑ η πλειοψηφία των ψηφοφόρων. Πρόκειται για μια πολιτική ατιμία, που ως σκοπό έχει τον εξαγνισμό του Αλέξη Τσίπρα από το άγος του μνημονίου και το ρίξιμο όλων των ευθυνών στους τότε Υπουργούς του. Μόνο αφελείς βέβαια μπορούν να πιστέψουν ότι η υπερφορολόγηση της μεσαίας τάξης αποφασίστηκε αποκλειστικά από τον Ευκλείδη Τσακαλώτο, τον Γιώργο Κατρούγκαλο και την βοηθό και διάδοχό του στο Υπουργείο Εργασίας Έφη Αχτσιόγλου, ενώ ο Αλέξης Τσίπρας απλά πρωθυπουργούσε. Δυστυχώς όμως υπάρχουν αρκετοί αφελείς στη χώρα όπου κυριαρχεί η προσωπολατρεία.
Δημιουργήθηκε έτσι με οδυνηρό τρόπο ένα καινούργιο σκηνικό στο χώρο της αξιωματικής αντιπολίτευσης και της Αριστεράς που επηρεάζει συνολικά το πολιτικό τοπίο στη χώρα. Δημοσκοπικά ο ΣΥΡΙΖΑ έχει καταρρεύσει, ενώ το υπό δημιουργία κόμμα “της Αριστεράς και της Οικολογίας” είναι άγνωστο εάν θα βρει σοβαρή απήχηση στους ψηφοφόρους. Θα χρειαστούν μερικές εβδομάδες ακόμη για να κατασταλάξει η εικόνα και να καταγραφεί η νέα κατάσταση στις δημοσκοπήσεις. Η κατάρρευση όμως του ΣΥΡΙΖΑ έχει γεμίσει με αισιοδοξία το ΠΑΣΟΚ, η ηγεσία του οποίου κάνει πλέον σχεδιασμούς σε νέα βάση φιλοδοξώντας να αποτελέσει την κυρίαρχη δύναμη στον ευρύτερο “προοδευτικό χώρο”, όπως τον χαρακτηρίζει ο Γιώργος Παπανδρέου. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι το ΠΑΣΟΚ απορροφά μόνο ένα μέρος των απογοητευμένων ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ, με το ΚΚΕ να αποτελεί την άλλη δεξαμενή υποδοχής.
Στη Νέα Δημοκρατία προφανώς και δεν έχουν στενοχωρηθεί ιδιαιτέρως από τη διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ και όπως φάνηκε στη συζήτηση στη Βουλή υπάρχει στρατηγική απόφαση να αντιμετωπίζουν πλέον ως βασικό αντίπαλο το ΠΑΣΟΚ και τον Νίκο Ανδρουλάκη, και όχι τον “νέο ΣΥΡΙΖΑ” των Κασσελάκη και Πολάκη. Τη δυνατότητα πάντως να διαλέγει κάποιος αντίπαλο την παρέχει η απόλυτη πολιτική κυριαρχία που καταγράφεται με δραματικό τρόπο στις δημοσκοπήσεις. Εδώ όμως υπάρχει και η παγίδα του εφησυχασμού, της χαλαρότητας και της υποχώρησης της ενότητας της Νέας Δημοκρατίας. Χαρακτηριστικά παραδείγματα ήταν οι ηχηρές διαφοροποιήσεις τις τελευταίες ημέρες από τον Μάκη Βορίδη και τον Αντώνη Σαμαρά σε βασικούς τομείς μεταρρυθμίσεων και πολιτικών που προωθεί το Μέγαρο Μαξίμου.
Όλοι πάντως φαίνεται πως έχουν θέσει ως το επόμενο πολιτικό ορόσημο τις ευρωεκλογές του Ιουνίου. Όχι πάντως ως πεδίο αντιπαράθεσης συγκεκριμένων πολιτικών για το μέλλον της Ευρώπης και τη θέση της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά απλά για μια κυνική αναμέτρηση δυνάμεων με στόχο τις επιμέρους pole position για το μεγάλο γκραν πρι των επόμενων εθνικών εκλογών. Ο ανταγωνισμός για την εκλογική επικράτηση αποτελεί μεν κυρίαρχο στοιχείο της πολιτικής, αλλά η χώρα εξακολουθεί να έχει μεγάλη ανάγκη από ουσιαστική παραγωγή πολιτικής με όραμα για το μέλλον. Οι πολιτικές ανακατατάξεις δεν πρέπει αφενός να αποπροσανατολίσουν την Κυβέρνηση και τη Νέα Δημοκρατία από το δρόμο των μεταρρυθμίσεων, αφετέρου όμως πρέπει να αφυπνίσουν την αντιπολίτευση.