Σε νέα τροχιά μπαίνουν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις μετά τη συνάντηση Μητσοτάκη - Ερντογάν στο Βίλνιους.
Ζητούμενο πλέον είναι η συνέπεια και η σταθερότητα αυτής της στρατηγικής επιλογής, στην ουσία από την πλευρά της Τουρκίας, η οποία καλείται να αποποιηθεί πλήρως το προκλητικό και επιθετικό παρελθόν της έναντι της Ελλάδας.
«Δεν σημαίνει ότι λύθηκαν ως διά μαγείας τα σημαντικά προβλήματα που έχουμε με την Τουρκία, αλλά πιστεύω ότι υποδηλώνει τη διάθεση και των δύο ηγεσιών να ξαναπροσεγγίσουμε το πλαίσιο των σχέσεών μας μέσα από μια πιο θετική σκοπιά, και αυτό κρατώ ως το πιο σημαντικό συμπέρασμα της σημερινής συνάντησης» ανέφερε αμέσως μετά την ολοκλήρωση της συνάντησης των δύο ηγετών ο κ. Μητσοτάκης. Η εκτίμησή του για τις προθέσεις του Τούρκου προέδρου είναι ότι αυτές είναι ειλικρινείς και χαιρέτισε τη στροφή του προς τη Δύση, κάτι το οποίο είναι προς το συμφέρον της χώρας μας, όπως ανέφερε.
Στα άμεσα οφέλη συγκαταλέγονται η αποκατάσταση πολλαπλών διαύλων επικοινωνίας, πρωτίστως σε ανώτατο επίπεδο, αλλά και σε ό,τι αφορά τους υπουργούς και τους συμβούλους των δύο ηγετών, το μορατόριουμ στην ένταση σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο και η απελευθέρωση διπλωματικών δυνάμεων της Αθήνας, οι οποίες μπορούν να αξιοποιηθούν σε άλλα μείζονα ζητήματα της εξωτερικής μας πολιτικής. Η αποδραματοποίηση των ελληνοτουρκικών σχέσεων και η διάθεση για περαιτέρω βελτίωσή τους αποτελούν καθοριστικό παράγοντα για την ειρήνη και την ασφάλεια στην ευρύτερη περιοχή.
Τα χαμόγελα και η δήλωση Ερντογάν για τα F-16
Το πνεύμα συνεννόησης με το οποίο προσήλθαν στη συνάντηση αποτυπώθηκε εύγλωττα από τα χαμόγελα, τα οποία περίσσεψαν μπροστά στις τηλεοπτικές και φωτογραφικές κάμερες, από το τη διάρκεια της συνάντησης, που ήταν διπλάσια από το προγραμματισμένο, και την έκδοση παράλληλων ανακοινώσεων από τις δύο πλευρές που κινούνταν στο ίδιο πλαίσιο. Επίσης, η δήλωση του κ. Ερντογάν μετά τη Σύνοδο του ΝΑΤΟ, ότι η Τουρκία δεν χρησιμοποίησε ποτέ τα F-16 κατά της Ελλάδας και ούτε σκοπεύει να το πράξει, δείχνει πως αυτή τη φορά η ηγεσία της γειτονικής χώρας είναι έτοιμη να πορευθεί σε ένα διαφορετικό μονοπάτι από αυτό της έντασης και των προκλήσεων που κυριαρχούσαν τους περασμένους μήνες.
Πιο στενή επαφή Μητσοτάκη - Ερντογάν στην επόμενη συνάντηση
Για να μπορέσουν οι δύο χώρες να φτάσουν στον πυρήνα των διαφορών τους, που κατά την ελληνική πλευρά αφορούν τον καθορισμό υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ, πρέπει πρώτα η Τουρκία να σεβαστεί τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου και να αφήσει πίσω της την αναθεωρητική ατζέντα, όπως διευκρινίζουν αρμόδιες πηγές. Στη συνάντηση συμφωνήθηκε να υπάρχει πιο στενή επαφή Μητσοτάκη - Ερντογάν με το επόμενο ραντεβού να πραγματοποιείται κατά πάσα πιθανότητα στη Σύνοδο την Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη τον Σεπτέμβριο. Ακολουθεί η επίσκεψη του Τούρκου προέδρου στη Θεσσαλονίκη τον ίδιο μήνα για τη διεξαγωγή του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας. Αυτό που απομένει είναι ο καθορισμός μιας επίσημης επίσκεψης του κ. Μητσοτάκη στην Άγκυρα. «Δεν λύθηκαν διά μαγείας τα σημαντικά προβλήματα που έχουμε με την Τουρκία» σημείωσε ο κ. Μητσοτάκης, αλλά, βλέποντας το ποτήρι μισογεμάτο, όπως είπε, «υποδηλώνει ζητήματα και των δύο ηγεσιών να ξαναπροσεγγίσουμε το πλαίσιο των σχέσεών μας μέσα από μια πιο θετική σκοπιά».
Το δύσκολο έργο του Γιώργου Γεραπετρίτη
Η αναβάθμιση του διαλόγου στο πλαίσιο των διερευνητικών επαφών σε επίπεδο υπουργών Εξωτερικών υποδηλώνει την αποφασιστικότητα των δύο πλευρών να εισέλθουν γρήγορα στα «βαριά θέματα που χωρίζουν τις δύο χώρες και να επιτευχθεί μια λύση. Γιώργος Γεραπετρίτης και Χακάν Φιντάν είναι αυτοί που θα αναλάβουν το δύσκολο βάρος να «τρέξουν» τη διαδικασία των διερευνητικών επαφών αναζητώντας λύσεις και διορθώνοντας άμεσα το όποιο «φάλτσο» ακουστεί κατά τη διάρκεια αυτών των επαφών. Στο ίδιο πλαίσιο οι υπουργοί Άμυνας των δύο χωρών, σε συνάντηση που είχαν χθες, συμφώνησαν να υπάρξει σύντομα νέα επικοινωνία για την επανεκκίνηση των Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης. Σε πρώτη φάση, βέβαια, αναμένεται να προχωρήσει η θετική ατζέντα που περιλαμβάνει θέματα οικονομίας, πολιτικής προστασίας και εμπορίου και τα πρώτα αποτελέσματα να συζητηθούν στο Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας.