Την έκθεση «Το σπίτι της Μνήμης» της Λήδας Κοντογιαννοπούλου, στην Πινακοθήκη Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα, του Μουσείου Μπενάκη, εγκαινίασε το βράδυ της Δευτέρας (20/9) η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κατερίνα Σακελλαροπούλου.
Η έκθεση τελεί υπό την αιγίδα της και εντάσσεται στις επετειακές εκδηλώσεις με αφορμή τη συμπλήρωση 50 χρόνων από τον θάνατο του μεγάλου μας ποιητή, Γιώργου Σεφέρη.
Κατά τον χαιρετισμό της, η Πρόεδρος της Δημοκρατίας χαρακτήρισε τα έργα της Λήδας Κοντογιαννοπούλου σαν μια σειρά από προσωπογραφίες και σημείωσε ότι τα πορτρέτα δωματίων της έχουν τόσο έκτυπη την προσωπικότητα των ανθρώπων που τα κατοίκησαν, που έζησαν, ονειρεύτηκαν, δημιούργησαν μέσα σ' αυτά, ώστε κοιτάζοντάς τα διακρίνεις τα πρόσωπα πίσω από τα αντικείμενα.
«Εργα σαφώς ρεαλιστικά, είναι ταυτόχρονα βαθύτατα ποιητικά. Ισως γιατί μπορεί να τα δει κανείς και σαν μια σπουδή στον χρόνο. Στον χρόνο, ως μέγα καταστροφέα αλλά και ως στοργικό συντηρητή μιας παρουσίας που έχει πάψει μεν να είναι υλική, αλλά επιβάλλεται με τη δύναμή της, έστω και εν τη απουσία της», σημείωσε η κυρία Σακελλαροπούλου.
Παράλληλα, αναφέρθηκε στην υποβλητική δύναμη των πινάκων της ζωγράφου, που παρουσιάζονται στην έκθεση με τον τόσο πολυσήμαντο τίτλο «Το σπίτι της μνήμης», και οι οποίοι μας καλούν να φανταστούμε το φυσικό μας σώμα μέσα στον χώρο, να υποθέσουμε πώς θα αισθανόμασταν αν τυχόν βρισκόμασταν μέσα σ' αυτά. Και, φυσικά, αποκαλύπτουν περισσότερα για την καλλιτέχνιδα απ' όσα για μας ή για τη γεωμετρία της καθημερινής ζωής.
«Αποκαλύπτουν τον σεβασμό, τη διακριτικότητα, τον θαυμασμό και την αγάπη που τρέφει η Λήδα Κοντογιαννοπούλου για τους ανθρώπους των οποίων τα σπίτια ζωγράφισε. Αλλά και ένα είδος συγγένειας, τολμώ να πω, μιας συγγένειας πνευματικής, ηθικής, αισθητικής τάξεως. Αναπτύσσει την παλέτα της και διαβαθμίζει τους τόνους της σαν μια επίγονος που αγγίζει με προσοχή και κάποιο δέος τα κατάλοιπα των ανιόντων της. Πιστή στο πνεύμα και το ήθος τους, διανοίγει με τα έργα της μιαν άλλη οδό προσέγγισης και ερμηνείας του μυστηρίου που είναι κάθε άνθρωπος, και πολύ περισσότερο κάθε δημιουργός», τόνισε.
Ειδική αναφορά έκανε και στο σπίτι του Γιώργου Σεφέρη, που απεικονίζεται ανάμεσα στα έργα της έκθεσης και το οποίο επισκέφθηκε πέρσι την άνοιξη, στην οδό Άγρας. «Κι όταν μου άνοιξε την πόρτα η ευγενική κ. Λόντου, δεν αισθάνθηκα απλώς ευπρόσδεκτη -αισθάνθηκα ότι αυτό το σπίτι με περιείχε. Οχι σαν πρόσωπο, ούτε σαν ιδιότητα -αλλά σαν την ακροάτρια μιας φωνής που αντηχούσε μυστικά μέσα σε όλους τους χώρους, πάνω απ' όλα τα αντικείμενα: της φωνής του ποιητή να διαβάζει με τον μοναδικό του τρόπο τα ποιήματα που μας έδωσαν, χωρίς διδακτισμό ή ρητορεία, ελλειπτικά, σχεδόν κρυπτικά, την πιο πλήρη αίσθηση της ελληνικής περιπέτειας. Ποιήματα που μας έκαναν να κατανοήσουμε την ηθική διάσταση της ελευθερίας, που μας συγκλόνισαν με το υπαρξιακό τους βάθος» σημείωσε.
Καταλήγοντας, η κ. Σακελλαροπούλου επισήμανε ότι «την ίδια αυτή φωνή ακούω να μας μιλά και μέσα από τους πίνακες της σημερινής έκθεσης» και υποστήριξε ότι «η ζωγράφος ανασυνέστησε όχι μόνο ''σπίτια της μνήμης''», αλλά «σπίτια μιας αύρας ζωντανής».