Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στο κλείσιμο των δηλώσεών του στην κοινή συνέντευξη Τύπου με τον Ολαφ Σολτς μίλησε στα γερμανικά, ενώ είπε και μία γερμανική παροιμία.
Αξιότιμε Καγκελάριε, ολοκληρώνοντας τις επαφές μας ειλικρινά νιώθω πολύ πιο αισιόδοξος. Νομίζω ότι το ίδιο μπορούν να αισθάνονται και όλοι οι Έλληνες και όλοι οι Γερμανοί.
Κάνουμε πολλά μαζί. Μπορούμε να κάνουμε πολλά περισσότερα. Με κατανόηση, με σεβασμό, με αλληλεγγύη, με τολμηρές κινήσεις συνεργασίας, γιατί όπως λέει και μία γερμανική παροιμία: «μοιρασμένη λύπη είναι μισή λύπη. Μοιρασμένη χαρά, είναι διπλή χαρά», είπε και το επανέλαβε στα γερμανικά.
«Geteiltes Leid ist halbes Leid. Geteilte Freude ist doppelte Freude».
Και πάλι, καλώς ήρθατε στην Αθήνα, κ. Καγκελάριε.
Οι δηλώσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη μετά τη συνάντηση με τον Ολαφ Σολτς
Αγαπητέ Καγκελάριε της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, φίλε Olaf,
Η Αθήνα σε υποδέχεται σε ένα κλίμα που δεν θυμίζει σε τίποτα τη συννεφιασμένη Ελλάδα των μνημονίων. Θα έλεγα σε μια ατμόσφαιρα ακόμα καλύτερη από εκείνη της περσινής επίσκεψης της προκατόχου σας, της κας Merkel. Της τελευταίας με την παλιά της ιδιότητα που επίσης είχε γίνει πριν ακριβώς από ένα χρόνο, ίδιες μέρες.
Γιατί χάρη στις προσπάθειες πρωτίστως των Ελλήνων πολιτών αλλά και της Πολιτείας, σχεδόν όλα είναι πολύ διαφορετικά. Στην οικονομία, στην κοινωνία, στη διεθνή θέση της χώρας. H Ελλάδα σήμερα είναι, επιτέλους, εκτός ευρωπαϊκής εποπτείας με 11 θετικές αξιολογήσεις τα τελευταία τρία χρόνια. Εμφανίζει έναν από τους πιο δυναμικούς ρυθμούς ανάπτυξης στην Ευρώπη. Περιορίζοντας την ανεργία και προσβλέποντας σε πρωτογενές πλεόνασμα το 2023.
Ταυτόχρονα, έχει εκτινάξει επενδύσεις και εξαγωγές. Κι όλα αυτά, ενώ μειώνει το δημόσιο χρέος, το οποίο φέτος θα πέσει στο 170% του ΑΕΠ. Κάτι που αποδεικνύει ότι η οικονομική πρόοδος μπορεί να συμβαδίζει με τη δημοσιονομική ισορροπία.
Σημειώνω, τέλος, ότι η συνολική αυτή αναβάθμιση συντελείται την ώρα που η πατρίδα μου παράλληλα αμύνεται. Τόσο απέναντι στην ενεργειακή ακρίβεια από τον πόλεμο στην Ουκρανία, όσο και στις εθνικές προκλήσεις που γεννάει η επιθετική συμπεριφορά των γειτόνων της.
Στο πρώτο μέτωπο, με ένα ευρύ πρόγραμμα στήριξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων, κόντρα στις διεθνείς ανατιμήσεις. Στο δεύτερο μέτωπο, θωρακίζοντας την άμυνα και διευρύνοντας τις συμμαχίες της.
Για την αξιοπιστία που κατέκτησε η χώρα μας, άλλωστε, είμαστε υπερήφανοι όλοι οι Έλληνες. Είναι αυτή που αποδεικνύει, ότι η Ελλάδα σέβεται και αξιοποιεί παραγωγικά την ευρωπαϊκή αρωγή, όπως το πρόγραμμα του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF). Και όσο πιο αποτελεσματικά την αξιοποιεί, τόσο πιο πειστικά μπορεί στη συνέχεια να διεκδικήσει και νέους πόρους.
Είναι χαρά μου, λοιπόν, κύριε Καγκελάριε, που συνεργαζόμαστε από νέες θέσεις, για τους κοινούς στόχους της ηπείρου μας. Μακριά από ρόλους ισχυρού και αδύναμου ή πιστωτή και δανειζόμενου - ρόλοι του παρελθόντος.
Με την πατρίδα μου τώρα, να μην ζητά, απλά παθητικά, όπως έκανε εδώ και πολλά χρόνια. Αλλά να συζητά ισότιμα, δημιουργικά. Συμβάλλοντας, στη διάρκεια της πανδημίας, στο Ευρωπαϊκό Ψηφιακό Διαβατήριο, αλλά και στη συγκρότηση του Ταμείου Ανάκαμψης.
Και πρωταγωνιστώντας, τώρα, για μία ενιαία κοινοτική πολιτική στην Ενέργεια. Για την Ευρωπαϊκή Στρατηγική Αυτονομία. Αλλά και για την περαιτέρω εμβάθυνση της Δημοκρατίας στα κράτη-μέλη που πολιορκούνται ξανά από το λαϊκισμό και τη δημαγωγία.
Ζούμε, πράγματι, σε μια καινούργια εποχή. Με νέα στοιχήματα. Όμως είμαστε οπλισμένοι με πολύτιμες εμπειρίες. Ήδη η Ευρώπη -με τη Γερμανία σε έναν κομβικό ρόλο- συντονίζει τα βήματά της, ώστε να απαντήσει στις αρνητικές συνέπειες από τη ρωσική πολιτική στο φυσικό αέριο.
Και δεν θα μπορούσε, νομίζω, να υπάρξει καλύτερη απάντηση από αυτήν που είχε δώσει ο Willy Brandt όταν αναγορεύτηκε σε Επίτιμο Διδάκτορα στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, το 1975. Τα λόγια του αντηχούν επίκαιρα όσο ποτέ.
Έλεγε τότε ο Willy Brandt, μετά την πετρελαϊκή κρίση του ’73: «Μερικοί νομίζουν ότι μπορούσαν να λύσουν μόνοι τα προβλήματα. Κάτι που διδάσκει με σαφήνεια ότι η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, όλο το έργο της ευρωπαϊκής ενοποίησης, πρέπει να είναι σε θέση να επιζήσει, ακόμα και εν μέσω καταιγίδας».
Και κατέληγε με το συμπέρασμα ότι «έχει απόλυτη προτεραιότητα η ανάπτυξη μιας κοινής ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής».
Και προσυπογράφω κάθε λέξη αυτής της πολύτιμης παρακαταθήκης του μεγάλου Γερμανού και Ευρωπαίου ηγέτη. Και κανείς, πιστεύω, ότι δεν θα αμφισβητήσει την επίκαιρη ισχύ τους.
Όσο για τις διμερείς μας σχέσεις, αγαπητέ φίλε Olaf, μιλούν καλύτερα από όλα οι αυξημένες εμπορικές μας συναλλαγές. Η Γερμανία είναι από τους πρώτους επενδυτές στην πατρίδα μου. Είναι μια από τις κυριότερες αγορές για ελληνικά αγροτικά προϊόντα. Είναι μια από τις σημαντικότερες αγορές για τον ελληνικό τουρισμό.
Ενώ και στο πεδίο της Άμυνας, πρόσφατα εγκαινιάσαμε μια νέα μορφή κυκλικής ανταλλαγής, που εκσυγχρονίζει τον εξοπλισμό των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, στηρίζοντας ταυτόχρονα και την Ουκρανία.
Και βέβαια, να τονίσω τη συμμετοχή γερμανικών εταιρειών σε μεγάλα έργα. Ελλάδα και Γερμανία πρωτοστατούν στην πράσινη μετάβαση. Η Αστυπάλαια, για παράδειγμα, γίνεται από κοινού με σημαντική Γερμανική εταιρία, την Volkswagen, ένα νησί - πρότυπο της νέας εποχής. Αποτελεί ένα μόνο παράδειγμα του εύρους των συνεργασιών που μπορούν να δρομολογηθούν στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
Όσο για τα κενά μεταξύ μας, υπάρχουν για να γεφυρώνονται. Για αυτό και δεν θα κρύψω ότι για την Αθήνα παραμένει ανοιχτό το θέμα των πολεμικών αποζημιώσεων. Ειδικά του Κατοχικού Δανείου. Η ρύθμισή του θα ήταν αμοιβαία επωφελής. Σε μια συγκυρία, μάλιστα, που η Ελληνογερμανική σύμπλευση απέναντι στις προκλήσεις των καιρών είναι ακλόνητη.
Με κορυφαία, ασφαλώς, τη Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία όπου διαπιστώσαμε για ακόμη μια φορά ότι οι απόψεις μας είναι ταυτόσημες. Το έχουμε συζητήσει πολλές φορές στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο: η Ευρώπη δεν μπορεί να ανεχτεί, ύστερα από 80 χρόνια, έναν νέο πόλεμο στην καρδιά της. Ούτε να επιτρέψει την επανάληψη ενός τετελεσμένου εισβολής και κατοχής, όπως αυτό που, δυστυχώς, ακόμα αιμορραγεί στην Κύπρο.
Το Διεθνές Δίκαιο και το απαραβίαστο των συνόρων πρέπει, συνεπώς, να αποκατασταθούν. Και η υπόθεση της Ουκρανίας να αναδειχθεί ως μία εθνική υπόθεση όλων των κρατών του πολιτισμένου κόσμου. Αλλά και ως μία συλλογική υποχρέωση απέναντι στις αξίες μας.
Για να συμβούν, ωστόσο, όλα αυτά, η Ευρωπαϊκή αντίδραση πρέπει να είναι διπλή: από τη μία πλευρά πρέπει να εντείνουμε τη συμπαράστασή μας προς τον αμυνόμενο και από την άλλη πρέπει -και το συζητήσαμε αυτό εκτενώς με τον κ. Καγκελάριο- να ακυρώσουμε τον σχεδιασμό της Μόσχας που αποζητά αστάθεια στις δυτικές κοινωνίες με μοχλό την ενεργειακή ακρίβεια και συγκεκριμένα τις τιμές του φυσικού αερίου.
Πώς; Θέτοντας όρια στις αγορές όταν αυτές αυτονομούνται. Και προστατεύοντας τους πολίτες από άδικα βάρη. Και νομίζω ότι έχουμε κάνει πολύ σημαντική πρόοδο στις συζητήσεις μας για μία κοινή Ευρωπαϊκή απάντηση σε κάτι το οποίο αποτελεί κοινή ευρωπαϊκή πρόκληση.
Τέλος, συζητήσαμε και τα θέματα που αφορούν τη γειτονιά μας, την ανατολική Μεσόγειο. Και επανέλαβα στον κ. Καγκελάριο αυτό που έχω πει πολλές φορές: ότι είναι πραγματικά κρίμα, ο κ. Erdogan να μην βλέπει ότι βαδίζει σε ένα αδιέξοδο, όταν δηλητηριάζει το λαό του με ψέματα κατά της Ελλάδος.
Γιατί οι γείτονές μας και όλοι οι εταίροι μας γνωρίζουν ότι τα Ελληνικά νησιά δεν απειλούν κανέναν. Όλοι γνωρίζουν ότι οι διεθνείς Συμβάσεις δεν αλλάζουν με αυθαίρετες ερμηνείες. Ούτε η Ιστορία με ψευδαισθήσεις, ούτε η γεωγραφία με παραχαραγμένους χάρτες.
Οι θέσεις μας είναι σαφείς. Στο μεταναστευτικό, η Ελλάδα φρουρεί και θα φρουρεί τα Εθνικά και Ευρωπαϊκά σύνορα. Αποκρούοντας τις εισβολές των δουλεμπόρων, σώζοντας κάθε μέρα ζωές στο Αιγαίο, προστατεύοντας τους κατατρεγμένους.
Και βέβαια, η θέση μας απέναντι στις απειλές, είναι και αυτή πολύ σαφής: αντιτάσσουμε στην προκλητικότητα τη διεθνή νομιμότητα. Το Διεθνές Δίκαιο, το Δίκαιο της Θάλασσας. Το μόνο εργαλείο το οποίο έχουμε στη διάθεσή μας για να λύσουμε τη διαφορά μας με την Τουρκία που δεν είναι άλλη από την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών στο Αιγαίο και στην ανατολική Μεσόγειο.
Και είναι ζητήματα που επίσης συζητήσαμε, σε συνάρτηση και με αυτό το έγγραφο που κυκλοφορεί ως δήθεν «Τουρκολιβυκό Σύμφωνο». Και βέβαια, ενημέρωσα τον κ. Καγκελάριο για την ετοιμότητα της Ελλάδος να συμμετέχει πάντα και στη «Διαδικασία του Βερολίνου». Θέλουμε να έχουμε άποψη και λόγο για τις εξελίξεις στη Λιβύη.
Θέλω να κλείσω με μία ευχή. Η ευχή είναι, έστω και καθυστερημένα, οι γείτονές μας να επιλέξουν το δρόμο της αποκλιμάκωσης. Της νομιμότητας, της ειρηνικής συνύπαρξης. Χωρίς ρητορικές εξάρσεις, αλλά με δημιουργικές πράξεις.
Από πλευράς μου θα με βρουν πάντα έτοιμο να τείνω χείρα φιλίας. Δεν έχουμε περιθώρια για άλλες αχρείαστες εστίες έντασης. Έχουμε υποχρέωση να λύνουμε τις διαφορές μας ειρηνικά. Αυτό θέλουν οι λαοί μας. Αυτό θέλει ο ελληνικός, αυτό θέλει ο τουρκικός λαός, αυτό θέλει όλη η Ευρώπη. Σίγουρα αυτό θέλει η Αθήνα.
Αξιότιμε Καγκελάριε, ολοκληρώνοντας τις επαφές μας ειλικρινά νιώθω πολύ πιο αισιόδοξος. Νομίζω ότι το ίδιο μπορούν να αισθάνονται και όλοι οι Έλληνες και όλοι οι Γερμανοί.
Κάνουμε πολλά μαζί. Μπορούμε να κάνουμε πολλά περισσότερα. Με κατανόηση, με σεβασμό, με αλληλεγγύη, με τολμηρές κινήσεις συνεργασίας, γιατί όπως λέει και μία γερμανική παροιμία: «μοιρασμένη λύπη είναι μισή λύπη. Μοιρασμένη χαρά, είναι διπλή χαρά».
«Geteiltes Leid ist halbes Leid. Geteilte Freude ist doppelte Freude».
Και πάλι, καλώς ήρθατε στην Αθήνα, κ. Καγκελάριε.