Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ξεκινά από σήμερα ξανά έντονη προεκλογική δραστηριότητα, μετά το τριήμερο εθνικό πένθος για το ναυάγιο της Πύλου.
Σήμερα περιοδεύει στην Πελοπόννησο, όπου θα μιλήσει στη Σπάρτη και στο Γύθειο.
Παράλληλα δημοσιεύεται στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» του Σαββατοκύριακου συνέντευξή του προέδρου της ΝΔ.
Ερωτηθείς για το αποτέλεσμα των εκλογών της 21ης Μαΐου αναφέρει ότι έβλεπε στις συγκεντρώσεις πολύ και ενθουσιώδη κόσμο. «Προφανώς πείθαμε. Οι εκλογές ωστόσο δεν κρίνονται στην προεκλογική περίοδο. Κρίνονται στη διάρκεια της τετραετίας. Κατά την κυβερνητική θητεία μας, οι Έλληνες εκτίμησαν ότι είμαστε αποτελεσματικοί και ειλικρινείς. Και δεν διστάζουμε, όταν σφάλλουμε, να ζητάμε συγγνώμη» αναφέρει ο πρόεδρος της ΝΔ και αποκαλύπτει: «Προσωπικά δεν περίμενα το double score. Πίστευα ωστόσο ότι μπορούσαμε – και δικαιούμασταν – να φτάσουμε σε ένα αποτέλεσμα ακόμα καλύτερο από τις εκλογές του 2019».
Περιγράφοντας τι προσδοκά για τις εκλογές της επόμενης Κυριακής, απαντά: «Μια ασφαλή πλειοψηφία. Ο,τι περίπου είχαμε. 158, 160 έδρες… Δεν χρειαζόμαστε κάτι παραπάνω». Σε ερώτηση εάν θα προχωρούσε σε συνταγματική αναθεώρηση εφόσον η ΝΔ εξέλεγε 180 βουλευτές, ο κ. Μητσοτάκης απαντά: «Δεν θα έχουμε 180 βουλευτές. Μα και να είχαμε, μπορώ να δεσμευτώ δημόσια ότι δεν θα έκανα συνταγματικές αλλαγές χωρίς τη συναίνεση τουλάχιστον ενός ακόμα κόμματος».
Αίσθηση προκαλεί η απάντησή του σε ερώτηση εάν οι αντίπαλοι της ΝΔ είχαν χάσει την επαφή τους με την κοινωνία και δεν περίμεναν αυτό το εκλογικό αποτέλεσμα. « Ναι. Φαντάζονταν ότι η οργή, την οποίαν οι ίδιοι διακινούσαν κυρίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, είχε ανταπόκριση στην ευρύτερη κοινωνία. Οτι το σύνθημα «Μητσοτάκη γα@@@@@» ήταν πλειοψηφικό. Βαυκαλίζονταν πως νομοτελειακά θα επανέρχονταν στην εξουσία. Δίχως να έχουν προχωρήσει οι ίδιοι σε καμία εσωτερική ανανέωση. Είχαν μια ολόκληρη τετραετία στη διάθεσή τους για να επανεφεύρουν τον εαυτό τους και την άφησαν να πάει στράφι. Και τελικά έτρεξαν μια αντικειμενικά πολύ κακή καμπάνια» είπε ο πρόεδρος της ΝΔ.
Ο κ. Μητσοτάκης περιγράφει τους στόχους του για τη νέα τετραετία λέγοντας ότι είναι «μεγάλη ευκαιρία για τη χώρα να συνεχίσει να συντηρεί ρυθμούς ανάπτυξης πολύ υψηλότερους από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ώστε να πετύχουμε την πραγματική σύγκλιση».
Παραδέχεται ότι η Ελλάδα είναι ακόμα σημαντικά πίσω ως προς το διαθέσιμο εισόδημα «γιατί φάγαμε στο κεφάλι τη μεγαλύτερη κρίση που έχει περάσει ποτέ χώρα του ΟΟΣΑ μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Χάσαμε το 25% του ΑΕΠ. Και ακόμα δεν έχουμε καλύψει το χαμένο έδαφος. Πρέπει άρα να τρέξουμε ακόμα πιο γρήγορα». Και επεσήμανε ότι πρώτη προτεραιότητα είναι η ανάπτυξη. «Με διαφορετικά όμως χαρακτηριστικά από το παρελθόν. Ανάπτυξη που να στηρίζεται σε επενδύσεις και σε εξωστρέφεια και όχι σε κατανάλωση. Η οποία ταυτόχρονα να μειώνει το δημόσιο χρέος, να μην είναι δηλαδή ανάπτυξη με δανεικά όπως εκείνη που μας οδήγησε στη χρεοκοπία. Που να δίνει μεγάλη έμφαση στη μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων: στη σύγκλιση των μισθών και κυρίως στη στήριξη των χαμηλών μισθών. Που να έχει χαρακτηριστικά ψηφιακά και σίγουρα θα σέβεται το περιβάλλον».
Επιμένει στην ανάγκη αύξησης των μισθών επισημαίνοντας ότι «οι επιχειρήσεις, επειδή έχουν στηριχθεί αρκετά από την κυβέρνηση, οφείλουν να συμμετέχουν στην προσπάθεια. Η άνοδος των μισθών δεν επιτυγχάνεται με κάποια ντιρεκτίβα». Δεσμεύεται δε ότι θα «εξακολουθούμε να στηρίζουμε το λαϊκό εισόδημα. Και με στοχευμένες μειώσεις φόρων. Θέλουμε το πορτοφόλι των εργαζομένων στην Ελλάδα να παχύνει» για να διερωτηθεί: «Είναι αυτό κεντροαριστερή ατζέντα; Εγώ θα την ονόμαζα παρακαταθήκη του ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους».