Χαιρετισμό στην παρουσίαση του βιβλίου του ιστορικού Μαρκ Μαζάουερ, «Η Ελληνική Επανάσταση», απηύθυνε ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης.
Το βιβλίο του Μαρκ Μαζάουερ «θα αποτελέσει και μία τομή στην επίπονη προσπάθειά μας για εθνική αυτογνωσία», σύμφωνα με τον κ. Μητσοτάκη, ο οποίος στάθηκε και στο γεγονός ότι ο κορυφαίος Βρετανός ιστορικός εδώ και κάποιο διάστημα είναι και Έλληνας πολίτης.
Το πολυαναμενόμενο νέο βιβλίο του κ. Μαζάουερ κυκλοφόρησε στις 20 Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους και αναπλάθει ένα από τα πιο συναρπαστικά, απρόσμενα και σημαίνοντα γεγονότα της νεότερης ελληνικής και ευρωπαϊκής Ιστορίας, όταν οι άνθρωποι των χωριών, των κάμπων στις ελληνικές περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ξεσηκώθηκαν το 1821 ενάντια στον σουλτάνο και αναμετρήθηκαν με τις πανίσχυρες ένοπλες δυνάμεις του, Τούρκους ιππείς, Αλβανούς πεζικάριους, αιγυπτιακές στρατιές.
Αναλυτικά ο χαιρετισμός του πρωθυπουργού:
Έργο της Ιστορίας είναι να φωτίσει την ιστορική κατάσταση. Και, παραδόξως, να βοηθήσει στον σχηματισμό οραμάτων ενός καινούριου μέλλοντος, ζωντανεύοντας μερικές από τις υπόγειες δυνάμεις οι οποίες παραμένουν λειτουργικές κάτω από την επιφάνεια των πραγμάτων».
Είναι τα λόγια με τα οποία ο Mark Mazower αποδεχόταν την αναγόρευσή του σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου Αθηνών, το 2015. Και ακριβώς αυτό είναι και το πρόταγμα που υπηρετεί και η νέα του μελέτη για την Ελληνική Επανάσταση.
Είχα τη χαρά να διαβάσω την αγγλική έκδοση και να διατρέξω την άψογη ελληνική της μετάφραση. Θαύμασα, έτσι, την άριστη γνώση των πρωτογενών πηγών και της δευτερογενούς βιβλιογραφίας. Αλλά κυρίως ταξίδεψα στη συναρπαστική αφήγηση, που συνδυάζει γεγονότα και προσωπικές ιστορίες. Την μεγάλη εικόνα, δηλαδή, και τους άπειρους μικρόκοσμους του Αγώνα.
Και βέβαια διαπίστωσα ξανά τα δύο καίρια χαρακτηριστικά του συγγραφέα: τη μεθοδολογική αυστηρότητα από τη μία πλευρά, και απ’ την άλλη την αρετή να ανασυνθέτει με τρόπο απλό αλλά ταυτόχρονα βαθύ το παρελθόν.
Επισκοπώντας τις καταβολές και την προετοιμασία της Επανάστασης, την εξέλιξη και την τελική της ευόδωση, ο Mazower υπηρετεί κάτι γνώριμο για τον ίδιο όμως εν πολλοίς ακόμη ζητούμενο για την ιστοριογραφία μας: την επανατοποθέτηση της Παλιγγενεσίας στο διεθνές της περιβάλλον, από το οποίο επηρεάζεται και στο οποίο επιδρά. Γι’ αυτό και αποδίδει βαρύτητα, εκτός από τις στρατιωτικές επιχειρήσεις, και στις πολιτικές διεργασίες. Στη διπλωματική κινητοποίηση των Επαναστατών, όπως και στη διαρκή τους μέριμνα να οικοδομήσουν βιώσιμους θεσμούς.
Αυτήν τη γραμμή, άλλωστε, ακολουθεί ήδη από τις πρώτες του εργασίες για την πατρίδα μας, στις αρχές της δεκαετίας του 1990: τη θέαση, δηλαδή, της Ελληνικής Ιστορίας μέσα από το πρίσμα μιας ευρύτερης συνθετικής αντίληψης για την Ιστορία της Ευρώπης. Η «Ελληνική Επανάσταση», όπως δηλώνει και ο αγγλικός υπότιτλος του έργου, δεν μπορεί λοιπόν να προσεγγιστεί αποκομμένη από το σύγχρονο πλαίσιό της. Και σε μία τέτοια επιστημονική επιλογή δεν χωρούν, ασφαλώς, ούτε καταπραϋντικά στερεότυπα ούτε βολικοί μύθοι.
Με τον κίνδυνο να αδικήσω το εντυπωσιακό σε όγκο και βάθος βιβλίο, επιτρέψτε μου να απομονώσω από αυτό δύο σταθερές που διατρέχουν -νομίζω- το σύνολο των σελίδων του, με πρώτη την αποστασιοποίηση από τον μύθο του «κακού και επίβουλου ξένου», ο οποίος μας κατατρύχει ακόμη και σήμερα. Όπως, μάλιστα, έχει τονίσει και παλαιότερα ο Mark, ανέκαθεν τον ενδιέφερε να ερευνήσει πόσο καλά έκαναν τη δουλειά τους οι Έλληνες πολιτικοί, όταν δεν μπορούσαν να κρύβονται πίσω από το άλλοθι του «ξένου δάκτυλου».
Αντιστρέφοντας τον εύκολο και καθησυχαστικό αυτόν μύθο, στο νέο του πόνημα αναδεικνύει την επιτυχημένη διαχείριση των αντιθέσεων των Μεγάλων Δυνάμεων από τους ένοπλους Έλληνες, προκειμένου αυτοί να συγκροτήσουν ελεύθερο κράτος. Ήταν το θεμέλιο για την οικοδόμηση μιας πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής η οποία εφαρμόστηκε και αργότερα, στους αιώνες που ακολούθησαν. Όταν η Ελλάδα εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο, με λόγο πατριωτικό αλλά και ισότιμο, τις δυνατότητες που διαμόρφωνε το διεθνές σύστημα. Και πάντοτε όταν το έκανε έβγαινε κερδισμένη.
Και η δεύτερη παρατήρηση, η κοινωνική δυναμική που είχε εξαρχής ο Αγώνας, με τον πόθο της εθνικής χειραφέτησης να συμβαδίζει με την επιθυμία για διαρκή πρόοδο. Γιατί όσο ετερόκλητες καταβολές και αν είχαν οι μαχητές του ‘21, όλοι μοιράζονταν τελίκά την αντίληψη ότι το νεογέννητο έθνος-κράτος έπρεπε να είναι βιώσιμο. Και για να συμβεί αυτό όφειλε να είναι σύγχρονο, δίκαιο και παραγωγικό. Με άλλα λόγια, μια Ελλάδα με ακμαία κοινωνία και με οικονομική και γεωπολιτική ισχύ. Ακριβώς, στον δρόμο που και σήμερα θέλει να βαδίζει η χώρα, δύο αιώνες μετά.
Κλείνω επισημαίνοντας τη σθεναρή άρνηση του Mazower να υποτάξει την οπτική του σε πολιτικές σκοπιμότητες. «Υπερβολική δόση Ιστορίας στη χειρότερη μορφή της δημιουργεί σύγχυση», όπως έχει πει και ο ίδιος. Πράγματι, ενώ τα βιβλία του είναι βαθύτατα πολιτικά δεν είναι πολιτικά χρωματισμένα. Αυτό πιστεύω και εγώ: ότι τα ιστορικά γεγονότα μετατρέπονται σε γνώση και διαχρονικά συμπεράσματα μόνο όταν μένουν μακριά από σκοτεινές στοχεύσεις της συγκυρίας. Γι’ αυτό και τον ευχαριστώ για τα καλά λόγια που μου απηύθυνε προσωπικά στον πρόλογό του.
Φίλες και φίλοι,
Ο Mark Mazower είναι ένας ιστορικός με παγκόσμιο ακροατήριο και με απόλυτα διακριτό στίγμα. Εδώ και μερικούς μήνες, ωστόσο, είναι και συμπολίτης μας, χάρη στην τιμητική του πολιτογράφηση. Με την «Ελληνική Επανάσταση» προσφέρει ακόμη ένα δείγμα του επιστημονικού του ζήλου αλλά και της ανυπόκριτης αγάπης του προς τη δεύτερη πατρίδα του.
Είμαι σίγουρος, λοιπόν, ότι και το νέο του βιβλίο, συμβάλλοντας στην ιστοριογραφία μας, θα αποτελέσει και μία τομή στην επίπονη προσπάθειά μας για εθνική αυτογνωσία. Εύχομαι ειλικρινά να είναι καλοτάξιδο.