Μήνυμα για το τέλος του καθεστώτος της ενισχυμένης εποπτείας για την ελληνική οικονομία απηύθυνε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης.
Η Ελλάδα σήμερα, 20 Αυγούστου, αλλάζει σελίδα, καθώς η παύση της επιτήρησης φέρνει πολλαπλά οφέλη.
O πρωθυπουργός, μεταξύ άλλων, επισημαίνει ότι σήμερα κλείνει ένας δωδεκαετής κύκλος «που έφερε πόνο στους πολίτες, καθήλωση στην οικονομία και διχασμό στην κοινωνία» και πως η σημερινή εξέλιξη σηματοδοτεί το τέλος των Μνημονίων.
«Η Ελλάδα σήμερα είναι μία άλλη Ελλάδα» αναφέρει στη συνέχεια, σημειώνοντας ότι η χώρα σήμερα εμφανίζει υψηλή ανάπτυξη και μεγάλη πτώση της ανεργίας, ενώ, ταυτόχρονα, «οι πολίτες της έχουν, πλέον, απαλλαγεί ή ελαφρυνθεί από πολλούς φόρους που επιβλήθηκαν τα πέτρινα χρόνια. Όλοι πληρώνουν λιγότερες εισφορές και σχεδόν όλοι χαμηλότερο ΕΝΦΙΑ».
Καταλήγοντας, ο κ. Μητσοτάκης τονίζει ότι «το αύριο μπορεί και πρέπει να είναι πιο δίκαιο, με περισσότερες ευκαιρίες σε όλους. Για να μην ξαναζήσουμε το brain drain των νέων, οι γυναίκες να ζουν και να εργάζονται με ασφάλεια και ισοτιμία, τα άτομα με αναπηρία και κάθε αδύναμος να νιώθουν τη φροντίδα του κράτους, σε μία χώρα κατοχυρωμένων δικαιωμάτων και καλά αμειβόμενης εργασίας, ανοιχτής Παιδείας και αξιοπρεπούς Υγείας. Το μπορούμε. Σήμερα η κυβέρνηση, πριν ακόμη κλείσει η πρώτη της τετραετία, γράφει τους τίτλους τέλους σε μία πολυετή δοκιμασία. Ας τους μετατρέψουμε, λοιπόν, σε πρόλογο μιας νέας συναρπαστικής διαδρομής. Με πρώτο σταθμό την ανάκτηση της Επενδυτικής Βαθμίδας και σταθερή πυξίδα το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης που θα οικοδομήσει την ισχυρή, σύγχρονη και αυτοδύναμη Ελλάδα. Με σταθερότητα, συνέχεια και συνέπεια.»
Ολόκληρο το μήνυμα του πρωθυπουργού
Το μήνυμα του πρωθυπουργού:
«Η 20ή Αυγούστου του 2022 είναι μία ιστορική ημέρα για την Ελλάδα και τους Έλληνες: με τον πιο επίσημο τρόπο, η χώρα μας εξέρχεται από το καθεστώς της Ενισχυμένης Ευρωπαϊκής Εποπτείας. Κλείνει, έτσι, ένας δωδεκαετής κύκλος που έφερε πόνο στους πολίτες, καθήλωση στην οικονομία και διχασμό στην κοινωνία. Για να ξεπροβάλει, όμως, ένας νέος, καθαρός ορίζοντας ανάπτυξης, ενότητας και ευημερίας για όλους.
Η σημερινή εξέλιξη σηματοδοτεί το τέλος των Μνημονίων και όσων επιβλήθηκαν στο όνομά τους: δυσβάσταχτοι φόροι και περικοπές μισθών και συντάξεων. Τραπεζικοί έλεγχοι και υποθήκευση της δημόσιας περιουσίας. Υποβάθμιση της εθνικής Άμυνας, της δημόσιας Παιδείας και Υγείας. Αλλά και περιθωριοποίηση της θέσης της Ελλάδας στην Ευρώπη και στον κόσμο. Όλα αυτά ανήκουν, ευτυχώς, στο παρελθόν. Στο παρελθόν ανήκουν, επίσης, και οι πληγές που άνοιξαν στον κορμό της κοινωνίας μας, αυτά τα 12 χρόνια: φανατισμοί, φωτιές, βία, αλλά και τραγικοί θάνατοι, όπως εκείνοι της Marfin. Τυφλή αμφισβήτηση των θεσμών. Πάνω και κάτω πλατείες, όπου φύτρωσε το ψέμα δίπλα στο δηλητήριο της Χρυσής Αυγής. Για ν’ ακολουθήσει, μετά, μία τετραετία δημαγωγίας που κόστισε 100 δισ. και έσπρωξε τον τόπο στο χείλος του γκρεμού. Χρειάστηκαν σκληρές μάχες κατά του λαϊκισμού για να παραμείνει η χώρα σε ευρωπαϊκή τροχιά.
Μόνον όποιος δεν λησμονεί βρίσκει τη δύναμη να προχωρεί. Γι’ αυτό και οφείλουμε να διδαχθούμε από την πρόσφατη εμπειρία. Από τις διαχρονικές και διακομματικές ευθύνες που οδήγησαν στα Μνημόνια με σπατάλες πέρα από τις αντοχές μας. Από τις πολιτικές που επιδείνωσαν τις συνέπειές τους. Αλλά και από τους χειρισμούς που απέτρεψαν την πιο γρήγορη έξοδο από την εποπτεία των διεθνών εταίρων μας.
Η Ελλάδα σήμερα είναι μία άλλη Ελλάδα. Εμφανίζει υψηλή ανάπτυξη και μεγάλη πτώση της ανεργίας, που ήδη μειώθηκε 3 μονάδες από πέρυσι και 5 από το 2019. Ενώ, ταυτόχρονα, οι πολίτες της έχουν, πλέον, απαλλαγεί ή ελαφρυνθεί από πολλούς φόρους που επιβλήθηκαν τα πέτρινα χρόνια. Όλοι πληρώνουν λιγότερες εισφορές και σχεδόν όλοι χαμηλότερο ΕΝΦΙΑ. Αυξήθηκε κατά 63 ευρώ ο κατώτατος μισθός. Και στηρίζονται στοχευμένα οι πιο αδύναμοι.
Θα επαναλάβω ότι η ανάταξη της χώρας δεν ήταν ούτε ευνόητη, ούτε εύκολη. Πολύ περισσότερο καθώς επιτεύχθηκε εν μέσω αλλεπάλληλων προκλήσεων: από τις μεταναστευτικές εισβολές στον Έβρο και τη μόνιμη επιθετικότητα των γειτόνων μέχρι την παγκόσμια πανδημία και την «έκρηξη» στην ενέργεια και στον πληθωρισμό από τον πόλεμο στην Ουκρανία. Μέτωπα διαρκή, για τα οποία η Πολιτεία έχει διαθέσει, ήδη, 50 δισεκατομμύρια.
Κι όμως, σ’ έναν αβέβαιο κόσμο, η χώρα μας βαδίζει με τη βεβαιότητα της συνέπειας και του αποτελέσματος. Ενισχύοντας τις Ένοπλες Δυνάμεις με σύγχρονα μέσα και τη Διπλωματία μας με δυναμικές πρωτοβουλίες. Θέτοντας σε νέες τροχιές τη δημόσια Παιδεία και Υγεία. Αυξάνοντας τα συλλογικά έσοδα από την υπεραπόδοση της οικονομίας. Μετατρέποντας την Ελλάδα σε ένα απέραντο εργοτάξιο με εκατοντάδες μεγάλα και μικρά έργα. Και ψηφιοποιώντας το κράτος σε τέτοιο βαθμό που ξεχνάμε πώς ήταν η ζωή μας πριν το gov.gr. Η απαλλαγή από την Ενισχυμένη Εποπτεία σημαίνει μεγαλύτερη εθνική ευχέρεια στις οικονομικές μας επιλογές. Όχι όμως και επιστροφή στα λάθη που έφεραν την οδυνηρή μνημονιακή περιπέτεια. Άλλωστε, τα όσα προανέφερα οφείλονται, ακριβώς, σε μία συνετή πολιτική που εξαντλεί τον δημοσιονομικό χώρο, χωρίς όμως να τον ναρκοθετεί. Με μέτρα μετρημένα, που αυξάνουν τον συνολικό πλούτο υπέρ όλης της κοινωνίας. Προχωράμε χωρίς να ξεχνάμε. Γιατί ξέρουμε, πλέον, ότι οι χαμηλότεροι φόροι οδηγούν στην ανάπτυξη και οι επενδύσεις σε νέες δουλειές. Ξέρουμε πως η Ευρώπη δεν έχει μόνο την όψη του ελέγχου, αλλά και της αλληλεγγύης που δυναμώνει τη θέση της χώρας. Και ότι, τελικά, η οικονομική ανεξαρτησία συμβαδίζει με την εθνική, όπως και η πρόοδος του κράτους μπορεί να μεταφράζεται σε στήριξη και όφελος για κάθε ελληνικό νοικοκυριό.
Η τελευταία τριετία απαντά, έτσι, στην πράξη στα διδάγματα της τελευταίας 12ετίας. Δείχνει τον δρόμο για να μη γυρίσουμε ποτέ, μα ποτέ, πίσω στα όσα ζήσαμε. Σφυρηλατεί την αυτογνωσία μας. Και μας καλεί να βαδίσουμε ενωμένοι με όπλο την αλήθεια και τις ρεαλιστικές λύσεις και όχι το ψέμα και τις εύκολες αρνήσεις. Σε μία πορεία που ίσως να κρύβει και λάθη, αλλά που σίγουρα δεν θα είναι μία λάθος πορεία! Στα δύσκολα χρόνια που προηγήθηκαν, ο λαός μας υπέφερε πολλά. Όμως απέδειξε και πολλά. Χάρη στις δικές του θυσίες, η πατρίδα στάθηκε γρήγορα στα πόδια της. Τα παθήματα έγιναν μαθήματα ώριμης ευθύνης στις πολιτικές μας συμπεριφορές. Κι όταν χρειάστηκε, οι Ελληνίδες και οι Έλληνες εμπιστεύτηκαν και συστρατεύτηκαν με την Πολιτεία και τις υπεύθυνες δυνάμεις, απέναντι στις κοινές απειλές. Τους ευχαριστώ από την καρδιά μου.
Το αύριο μπορεί και πρέπει να είναι πιο δίκαιο, με περισσότερες ευκαιρίες σε όλους. Για να μην ξαναζήσουμε το brain drain των νέων, οι γυναίκες να ζουν και να εργάζονται με ασφάλεια και ισοτιμία, τα άτομα με αναπηρία και κάθε αδύναμος να νιώθουν τη φροντίδα του κράτους, σε μία χώρα κατοχυρωμένων δικαιωμάτων και καλά αμειβόμενης εργασίας, ανοιχτής Παιδείας και αξιοπρεπούς Υγείας. Το μπορούμε. Σήμερα η κυβέρνηση, πριν ακόμη κλείσει η πρώτη της τετραετία, γράφει τους τίτλους τέλους σε μία πολυετή δοκιμασία. Ας τους μετατρέψουμε, λοιπόν, σε πρόλογο μιας νέας συναρπαστικής διαδρομής. Με πρώτο σταθμό την ανάκτηση της Επενδυτικής Βαθμίδας και σταθερή πυξίδα το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης που θα οικοδομήσει την ισχυρή, σύγχρονη και αυτοδύναμη Ελλάδα. Με σταθερότητα, συνέχεια και συνέπεια.»
Τι σημαίνει το τέλος της εποπτείας
Σύμφωνα με αναλυτές, με το τέλος της περιόδου ενισχυμένης εποπτείας η Ελλάδα μπορεί πλέον να «ανασάνει». Είχαν προηγηθεί τρία μνημόνια και τέσσερα χρόνια μεταμνημονιακής επιτήρησης, με υποχρέωση εκπλήρωσης μιας σειράς «επώδυνων» δεσμεύσεων.
Η παρακολούθηση της οικονομίας ήταν στενή, μέσω επισκέψεων των επικεφαλής των εκπροσώπων των θεσμών στην Αθήνα τέσσερις φορές ανά έτος, και σύνταξη των αντίστοιχων εκθέσεων, οι οποίες παρακολουθούνταν από τις αγορές και εν πολλοίς έκριναν το οικονομικό μέλλον της χώρας.
Από τις 21 Αυγούστου, η χώρα θα περάσει σε στάδιο απλής μεταπρογραμματικής παρακολούθησης, παρόμοιο με αυτό που εφαρμόζεται σήμερα σε Ιρλανδία, Ισπανία, Κύπρο και Πορτογαλία.
Η Ελλάδα θα μπορεί να ασκεί ελεύθερα την οικονομική πολιτική της
Η Ελλάδα, όπως είχε αναφέρει σε εκτενή ανάλυσή του το ΑΠΕ-ΜΠΕ, θα μπορεί πλέον να ασκεί ελεύθερα την οικονομική πολιτική της, με προτεραιότητες που θα προσδιορίζονται από την κυβέρνηση και όχι από τις Βρυξέλλες, ενώ θα υπόκειται στους ίδιους κανόνες ελέγχου στους οποίους υπόκεινται και οι υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης.
Ήτοι, εφεξής, όπως ανακοίνωσε και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η παρακολούθηση της οικονομικής, δημοσιονομικής και χρηματοπιστωτικής κατάστασης της χώρας θα συνεχιστεί στο πλαίσιο της μεταπρογραμματικής εποπτείας και του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου. Οι εκκρεμείς μεταρρυθμιστικές δεσμεύσεις θα παρακολουθούνται στο πλαίσιο της πρώτης έκθεσης μεταπρογραμματικής εποπτείας που θα εκδοθεί τον Νοέμβριο εφέτος, στην οποία μπορεί να βασιστεί η απόφαση του Eurogroup σχετικά με την τελική δόση των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους που συμφωνήθηκαν τον Ιούνιο 2018. Σημαντικές μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις, σύμφωνα επίσης με την Κομισιόν, προβλέπονται παράλληλα στο ελληνικό σχέδιο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας.
Παρακολούθηση από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς έως το 2059
Η παρακολούθηση από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς θα συνεχιστεί έως το 2059, δηλαδή έως ότου η χώρα εξοφλήσει το 75% των δανείων που έλαβε στο πλαίσιο των μνημονίων. Ωστόσο, η χώρα θα περάσει σε στάδιο απλής μεταπρογραμματικής παρακολούθησης, ενώ θα πραγματοποιείται μία αξιολόγηση της πορείας της οικονομίας ανά εξάμηνο. Θα υπάρχει και μία αξιολόγηση από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας ανά τρίμηνο, όπως ισχύει για όλες τις χώρες που δανείστηκαν από την ESM, η οποία, όμως, δεν δημοσιοποιείται, αλλά καταγράφει την ευστάθεια των οικονομιών των κρατών- μελών.
Όσον αφορά στις εκκρεμότητες που πρέπει να κλείσουν, είναι χαρακτηριστικό ότι η πανδημία και η ενεργειακή κρίση, σε συνδυασμό με τον πόλεμο στην Ουκρανία, άφησαν μια σειρά από προαπαιτούμενα τα οποία δεν κατέστη εφικτό να ολοκληρωθούν στο πλαίσιο της εποπτείας. Αυτά συνδέονται και με την εκταμίευση της τελευταίας δόσης από τα κέρδη των ελληνικών ομολόγων.
Ο κατάλογος περιλαμβάνει 22 προαπαιτούμενα, με ορίζοντα ολοκλήρωσης τον Οκτώβριο (χρηματοπιστωτικός τομέας, εκκαθάριση ληξιπρόθεσμων οφειλών, μείωση των εκκρεμών συντάξεων, πρωτοβάθμια περίθαλψη, Κτηματολόγιο, εργατική νομοθεσία κ.ά.).
Οι χώρες με χρέος πάνω από 60% του ΑΕΠ θα πρέπει να προχωρήσουν με συγκεκριμένη πολιτική
Για το μέλλον, η αναμενόμενη παράταση (χωρίς να είναι ακόμη γνωστοί οι ακριβείς όροι) της ρήτρας διαφυγής για ακόμη ένα έτος παρέχει δημοσιονομική ευελιξία για λήψη μέτρων ενίσχυσης νοικοκυριών και επιχειρήσεων και το 2023. Όμως, ο βηματισμός πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός, εξαιτίας των «πληγών» που εξακολουθούν να υπάρχουν την οικονομία, με κυριότερη το υψηλό δημόσιο χρέος, το οποίο αναμένεται να μειωθεί στο 180,2% του ΑΕΠ στο τέλος του 2022 (από το 193,3% του ΑΕΠ το 2021).
Για την περίοδο μετά το 2023, οι χώρες με χρέος πάνω από 60% του ΑΕΠ θα πρέπει να ακολουθήσουν μια δημοσιονομική πολιτική με στόχο την επίτευξη της σταδιακής μείωσης του χρέους και της δημοσιονομικής βιωσιμότητας μεσοπρόθεσμα, μέσω, σταδιακής μείωσης των ελλειμμάτων, των επενδύσεων και των μεταρρυθμίσεων.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην έκθεση της Κομισιόν για το Ευρωπαϊκό Εξάμηνο, τα κράτη- μέλη με υψηλό χρέος, όπως είναι η Ελλάδα, θα πρέπει να ακολουθήσουν μια συνετή δημοσιονομική πολιτική το 2023, ιδίως περιορίζοντας την αύξηση των εθνικών τρεχουσών δαπανών κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, λαμβάνοντας υπ' όψη τη συνεχιζόμενη, προσωρινή και στοχευμένη στήριξη των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων που είναι πιο ευάλωτες στις αυξήσεις των τιμών της ενέργειας, καθώς και τη στήριξη στους πρόσφυγες από την Ουκρανία.
Δημιουργία δημοσιονομικού χώρου μέσω της αύξησης του ΑΕΠ και των μόνιμων εσόδων
Εν κατακλείδι, η χώρα θα επιζητεί τη δημιουργία δημοσιονομικού χώρου μέσω της αύξησης του ΑΕΠ και των εσόδων με μόνιμο χαρακτήρα, από τον οποίο θα χρηματοδοτούνται οι προσωρινές παρεμβάσεις (π.χ. Fuel Pass, Power Pass, αυξημένο επίδομα θέρμανσης κ.ά.), καθώς και τα μόνιμα μέτρα (π.χ. η μείωση ήδη του ΕΝΦΙΑ, ή η κατάργηση το 2023 της εισφοράς αλληλεγγύης για δημοσίους υπαλλήλους και συνταξιούχους κ.ά.).
Αλλά, και να είναι έτοιμη να προσφεύγει στις αγορές (κάτι που θα καταστεί ευκολότερο με την απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας) όταν το επιτρέπουν οι συνθήκες, προκειμένου να αποκτά κεφάλαια για πρόσθετες παρεμβάσεις. Έχοντας φυσικά υπόψη, ότι το «άγρυπνο βλέμμα» των Βρυξελλών θα είναι πάντα εστιασμένο σε δημόσιο χρέος και πρωτογενές έλλειμμα (ή πλεόνασμα).