Στην αποκατάσταση της δημοκρατίας, την ένταξη στην ΕΟΚ αλλά και στην ΟΝΕ ως ορόσημα και της ελληνικής ιστορίας και της ελληνικής οικονομίας αναφέρθηκε ο πρώην πρωθυπουργός της Ελλάδας Λουκάς Παπαδήμος.
Στη διάρκεια της συζήτησης που είχε με τον Κώστα Κωστή, Καθηγητή Οικονομικής και Κοινωνικής Ιστορίας του ΕΚΠΑ και Διευθυντή του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, στο πλαίσιο του συνεδρίου «ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗ: 50 Χρόνια Μετά», το οποίο συνδιοργανώνουν η «Καθημερινή», το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης (ΜΙΕΤ), το Οικονομικό Φόρουμ Δελφών και το Ελληνικό Παρατηρητήριο του London School of Economics από τις 29 Φεβρουαρίου έως τις 2 Μαρτίου στην Εθνική Πινακοθήκη, ο κ. Παπαδήμος τόνισε: «Εκτίμησή μου είναι ότι συνολικά είχαν θετική επίδραση στην ελληνική οικονομία διότι διαμόρφωσαν προϋποθέσεις για τη συμμετοχή της χώρας στην ευρωπαϊκή ενοποίηση και δρομολόγησαν την ένταξη στον οικονομικό και νομισματικό πυρήνα της Ευρώπης». Τα μεγάλα επιτεύγματα του Κωνσταντίνου Καραμανλή ενίσχυσαν και την οικονομική και τη γεωπολιτική θέση της χώρας, σύμφωνα με τον ίδιο, μια θέση που θα επιτρέψει στην Ελλάδα να συμμετάσχει στην διαδικασία παγκοσμιοποίησης και τον τεχνολογικό μετασχηματισμό που βρίσκονται σε εξέλιξη.
Ο κ. Παπαδήμος αναφέρθηκε επίσης στην εναλλαγή διαφορετικών οικονομικών φάσεων στα 50 χρόνια που μεσολάβησαν από την πτώση της δικτατορίας. «Υπήρχαν περίοδοι ισχυρής οικονομικής ανάπτυξης συνδυασμένης με σταθερότητα των τιμών και βελτίωση της κοινωνικής ευημερίας, αλλά και περίοδοι ισχνής ανάπτυξης, στασιμότητας και ύφεσης που σε κάποιες περιπτώσεις συνδυάστηκε και με υψηλό πληθωρισμό». Πάντως, τόσο για το παρελθόν όσο και για το μέλλον, η αποτίμηση της εισόδου της Ελλάδος στην ΟΝΕ είναι, κατά τον ίδιο θετική. «Δεδομένης της επώδυνης εμπειρίας της κρίσης, λίγοι θυμούνται ότι η διαδικασία ένταξης στην ΟΝΕ και η περίοδος που ακολούθησε αμέσως μετά χαρακτηρίστηκαν από ισχυρή οικονομική ανάπτυξη και αύξηση του βιοτικού επιπέδου των Ελλήνων». Για 12 χρόνια η χώρα πέτυχε υψηλή και συνεχή οικονομική ανάπτυξη συνδυασμένη με σταθερότητα, επισήμανε.
Στις εκθέσεις για τα έτη 2000 και 2001, πριν ενταχθεί η Ελλάδα στην ΟΝΕ, είχαν γίνει εκτενείς προτάσεις για την ανάγκη μεταρρυθμίσεων ουσιαστικής σημασίας σε πολλούς τομείς, προκειμένου να διασφαλιστεί η δημοσιονομική σταθερότητα και να στηριχθεί μία ισχυρή και διατηρήσιμη ανάπτυξη και κοινωνική ευημερία, υπενθύμισε ο κ. Παπαδήμος. «Πολλές από αυτές τις μεταρρυθμίσεις ή δεν υλοποιήθηκαν, ή υλοποιήθηκαν μόνο εν μέρει». Διαπίστωσε πάντως ότι τα τελευταία χρόνια συντελείται πρόοδος ως προς την υλοποίηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων. Σε κάθε περίπτωση, η εφαρμογή της μακροοικονομικής και διαρθρωτικής πολιτικής την περίοδο που προηγήθηκε της ελληνικής κρίσης «δεν ήταν συμβατή με τους περιορισμούς που θέτει η ενιαία νομισματική πολιτική». Άμεσα, αλλά βαθμιαία, η δημοσιονομική πολιτική χαρακτηρίστηκε από αυξανόμενα ελλείμματα και αύξηση του χρέους, το οποίο δεν ήταν δυνατόν να χρηματοδοτηθεί από τις αγορές με εύλογους όρους, εξήγησε. Παράλληλα διαβρώθηκε η διεθνής ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.
Ο κ. Παπαδήμος εξέφρασε την πεποίθηση ότι στην πρώτη φάση της οικονομικής κρίσης η αναδιάρθρωση του χρέους δεν ήταν ούτε αναγκαία, ούτε σκόπιμη. Ωστόσο, από το τέλος της άνοιξης του 2011, οι δημοσιονομικές εξελίξεις και τα προβλήματα που αναδείχθηκαν στην εφαρμογή της πολιτικής άλλαξαν τα δεδομένα. «Η απόφαση δεν ελήφθη ούτε από μένα, ούτε από την κυβέρνηση συνεργασίας. Ελήφθη στη σύνοδο κορυφής τον Οκτώβριο του 2011 και, σύμφωνα με την απόφαση των ηγετών της Ευρωζώνης, έπρεπε να συνδεθεί με ένα νέο οικονομικό πρόγραμμα προσαρμογής. Με ένα νέο μνημόνιο που, σε συνδυασμό με την αναδιάρθρωση του χρέους, θα συνδεόταν και με τη χρηματοοικονομική στήριξη της χώρας με 130 δισ. ευρώ». Σύμφωνα με τον ίδιο δεν υπήρχε εναλλακτική λύση, καθώς η αναδιάρθρωση ήταν απόλυτα συνδεδεμένη με τη διαπραγμάτευση και τη συμφωνία για το δεύτερο μνημόνιο. «Ηταν προϋπόθεση για τη στήριξη της Ελλάδας από τους Ευρωπαίους εταίρους», ανέφερε, τονίζοντας ότι η αναδιάρθρωση του χρέους ήταν η μεγαλύτερη αναδιάρθρωση χρέους στην ιστορία για οποιαδήποτε χώρα.
Τέλος, ερωτηθείς από τον κ. Κωστή για τις επιδόσεις που μπορούμε να περιμένουμε από την ελληνική οικονομία στο μέλλον, επισήμανε ότι δεν εξαρτώνται μόνο από την εφαρμογή της πρόσφορης οικονομικής πολιτικής και την υλοποίηση των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων. «Θα εξαρτηθούν από την πρόοδο που θα σημειωθεί στη συμπλήρωση και την ενίσχυση της ευρωπαϊκής οικονομικής και νομισματικής ένωσης, αλλά και από πολιτικές για να αντιμετωπιστούν οι μεγάλες προκλήσεις και κρίσεις των καιρών όπως η κλιματική αλλαγή, οι μεταναστευτικές ροές, οι γεωπολιτικές εντάσεις, και οι συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί παγκοσμίως για τον τεχνολογικό μετασχηματισμό της οικονομίας». Εν κατακλείδι, εφόσον ασκηθεί η κατάλληλη μακροοικονομική πολιτική και υλοποιηθούν οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, το μέλλον θα είναι πολύ καλύτερο με τη συμμετοχή της χώρας στην ευρωπαϊκή ενοποίηση και ειδικότερα στον οικονομικό και νομισματικό πυρήνα, σε σχέση με το να μην ήταν μέλος.