Ο Πέτρος Κουναλάκης έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 83 ετών, χτυπημένος από τον καρκίνο, την περασμένη Τετάρτη, 28 Οκτωβρίου.
ΚΙΝΑΛ: Αποχαιρετούμε με θλίψη τον Πέτρο Κουναλάκη
Πέθανε ο Πέτρος Κουναλάκης, πρώην βουλευτής του Συνασπισμού
Η κόρη του, δημοσιογράφος της «Καθημερινής», Ξένια Κουναλάκη του είπε το τελευταίο «αντίο» με μια συγκινητική ανάρτηση στο Facebook από το αποτεφρωτήριο της Ριτσώνας, όπου έγινε το Σάββατο η αποτέφρωση του πατέρα της.
Κοινοποίησε ταυτόχρονα μια φωτογραφία με τις τεφροδόχους από το αποτεφρωτήριο της Ριτσώνας και μοιράστηκε τις τελευταίες της σκέψεις σε μια μακροσκελή ανάρτηση. «Σκέφτηκα κι εγώ να πω δυο λόγια. Δεν θα είναι πολύ συγκινητικά, εκτός από την τελευταία πρόταση ίσως, μην ανησυχείτε», έγραψε, μεταξύ άλλων, η κόρη του Πέτρου Κουναλάκη.
Η ανάρτηση της Ξένιας Κουναλάκη
«Ο αποχαιρετισμός χθες στο αποτεφρωτήριο της Ριτσώνας
Ήρθαμε λοιπόν εδώ για να αποχαιρετήσουμε τον Πετράν μας. Στην αρχή πηγαίναμε για κάτι εντελώς λιτό, αλλά χάρη στον κύριο Αντώνη Αλακιώτη, που μας φιλοξενεί εδώ, η τελετή έγινε πιο γκλαμ, όπως είπε κι η Μανού κι επειδή ίσως τελικά οι τελετές να έχουν κάποιο νόημα, σκέφτηκα κι εγώ να πω δυο λόγια. Δεν θα είναι πολύ συγκινητικά, εκτός από την τελευταία πρόταση ίσως, μην ανησυχείτε.
Γιατί ο Πετράν ήταν ένας άνθρωπος που πέρασε ωραία ζωή κι αυτό είναι μεγάλο πράγμα και το εύχομαι για όλους μας εδώ μέσα. Έζησε με ακεραιότητα και αρχές, αριστερές αλλά χωρίς να στερείται ηδονές και απολαύσεις, χωρίς να αισθάνεται ότι κάνει θυσίες. Ένας άνθρωπος χωρίς πολλές ενοχές, χωρίς συμπλέγματα, με χιούμορ και την ικανότητα αυτοσαρκασμού, χωρίς να παίρνει ιδιαίτερα σοβαρά τον εαυτό του, κάτι σπάνιο για πολιτικό.
Έχω μανία να σκέφτομαι την κηδεία μου και τώρα μπαίνω στη θέση του και σκέφτομαι ότι θα ήταν χαρούμενος. Kαι με την αποτέφρωση γιατί έδωσε μάχη γι αυτό κι ο κος Aλακιώτης μου έστειλε την πρόταση νόμου με την ιδιόχειρη υπογραφή του, πραγματικά πολύ συγκινητικό και επειδή είμαστε λίγοι και καλοί εδώ. Γιατί ενώ ήταν πολύ κοινωνικός άνθρωπος, είχε κάτι βαθιά μοναχικό, το οποίο πιστεύω ότι ίσως κληροδότησε και σε μένα και στη Μανού. Του άρεσε πολύ να είναι με κόσμο, να αγορεύει να είναι το επίκεντρο, αλλά στο τέλος ήθελε να αποσύρεται μόνος του, να διαβάζει εφημερίδες, να ακούει ραδιόφωνο ή να βλέπει trash tv.
Περίπου αυτό λοιπόν έγινε και μετά το θάνατό του. Ένας καταιγισμός αγάπης από ανθρώπους που είτε τον ήξεραν καλά, είτε σχεδόν καθόλου, όχι μόνο πολιτικούς, δημοσιογράφους ή κολλητούς του αλλά και από την γκαρσόνα που τον σέρβιρε στο Μισέλ και όταν πήγαμε αφότου τον πήρε η νεκροφόρα από το σπίτι να πιούμε ένα ποτό με την Ιωάννα και τον Άλεξ και της το είπα, γιατί με ρωτούσε συχνά τι κάνει, βούρκωσε.
Συζητούσαμε με την Αλεξάνδρα τι ωραίο που είναι οι άνθρωποι να αφήνουν ένα αποτύπωμα στη ζωή και σκέφτομαι ότι ίσως η δική του επιρροή ήταν μεγαλύτερη από το καθεαυτό έργο του με την έννοια ότι υπήρξε βουλευτής λιγότερο από τέσσερα χρόνια. Το συνειδητοποίησα από όσα γράφτηκαν για εκείνον. Από τον Δημήτρη Ψαρά που σημείωσε την πρόωρη ενασχόλησή του με την Χρυσή Αυγή before it was cool, το μεταναστευτικό, την καμπάνια για την νομιμοποίηση της χρήσης μαριχουάνας και τα gay rights μέχρι το σημείωμα του Ηλία Κανέλλη για τον αταλάντευτο φιλοευρωπαϊκό προσανατολισμό του και την απέχθεια του προς τον αντισυστημισμό. Αλλά και από την όψιμη αναγνώριση της αμετακίνητης στάσης του από πρώην συντρόφους του (όπως είπε ο Ανδρέας Πετρουλάκης εκείνος σταθερός έμεινε στις απόψεις του, ο Σύριζα άλλαξε) μέχρι τον ανεπιτήδευτο αποχαιρετισμό από πρώην πολιτικούς του αντιπάλους, όπως ο Βενιζέλος, η Ντόρα και ο Άδωνις.
Πιστεύω λοιπόν πως όσο αταίριαστο ήταν που μας άφησε πομπωδώς στην εθνική μας εορτή, έλεος δηλαδή με την ειρωνία της τύχης, αυτός που μια ζωή τον κατηγορούσαν ως εθνικό μειοδότη, τόσο ταιριαστό είναι που η κηδεία του-αποτέφρωση γίνεται σήμερα, εδώ με τόσο λίγους παρόντες, λόγω πανδημίας.
Επίσης να πω ότι δυσκολευτήκαμε τρομερά να βρούμε ένα τραγούδι να ακουστεί, η Μανού είπε Κηλαηδόνη, εγώ σκεφτόμουν το Άστα τα μαλλάκια σου, γιατί κάτι τέτοια τραγουδούσε στο μπάνιο, αλλά προκρίθηκε το Τικι τακ κάνει η καρδιά μου της Ιωάννας γιατί το άκουγαν, λέει στον Μπάμπη Τσέρτο. Και μου άρεσε γιατί έχει μια ελαφρότητα που χαρακτήριζε και τον ίδιο συχνά. Και λέει και για την καρδιά που χτυπά, το αντίστροφο του Ρέκβιεμ δλδ.
Θέλω να ευχαριστήσω έναν έναν που είστε εδώ, δεν είναι και δύσκολο γιατί είμαστε λίγοι, για τη συμπαράσταση. Το πένθος θέλει μοιρασιά γιατί αλλιώς είναι αβάσταχτο.
Θα ξεκινήσω από τους απόντες πρώτα γιατί θα τους στείλουμε το βίντεο και θα είναι σαν να ήταν εδώ-τα καλά της τεχνολογίας. Τα αδέρφια του, τη Μάρω, την αγαπημένη του ανορεξική αδερφούλα που όταν μεγάλωσε σκοτώνονταν ποιος τρώει περισσότερο και τον Κώστα, με τον οποίο έκαναν τις αλητείες τους. Τον Πίσκο και το Μαρινάκι, που τις λάτρευε και τον Εμμανουήλ που επίσης είχε αδυναμία, γιατί του θύμιζε νομίζω και τον μπαμπά του και τον Κωστάκη του.
Τον Δημήτρη Μαράκα, που είπε ότι θεωρεί γελοίο το θέαμα ενός 80άρη να κλαίει σαν μωρό και γι αυτό δεν ήρθε.
Τον Ανδρέα Πετρουλάκη, συμπαίκτη και φίλο που έγινε και δικός μου φίλος και τον ευχαριστώ που επέμενε να αρχίσω να τον βλέπω περισσότερο για να μην με πνίξουν οι τύψεις. Είχες δίκιο, ντοκ.
Τους αγαπημένους μου, νυν και πρώην. Τον Άλεξ που τον αγάπησε βαθιά και του έφερνε πουλοβεράκια από την Αμερική και καμάρωνε ο Πετράν ότι φοράει J.Crew, τον Γρηγόρη που τον στήριξε και τον έκανε παρέα σε βαθμό που συχνά με εκνεύριζε, γκομενίζαν μαζί ας πούμε και τον Φίλιππο, του οποίου ο πατέρας ήταν γεννημένος την ίδια ακριβώς μέρα και έγιναν αμέσως φίλοι, αστρολογικά δίδυμα που θα έλεγε και ο Έριχ Κέστνερ.
Τις φίλες μου που δεν είναι σήμερα εδώ την Μπάρμπι μου που αρρώστησε την τελευταία στιγμή κι ήταν επίτιμο στυλάκι του, το Ειρηνάκι μου, το Αλικακι στο Λονδίνο, την Ερωφίλη και την Ρουμπίνη, όλες τις συμμαθήτριες, που είναι η δεύτερη οικογένειά μου, το Μαρινάκι, που επίσης τον γνώρισε και τον αγάπησε.
Τέλος και πάνω από όλα την Τέα και τον Αγκιμ, που ανέλαβαν το δυσκολότερο από όλα, να του εξασφαλίσουν μια ποιότητα ζωής στα τελευταία του χρόνια. Η συνδρομή τους ήταν πολύτιμη, δεν ξέρω, ειλικρινά τι θα έκανα χωρίς αυτούς.
Από τους παρόντες τα υπέροχα κορίτσια της Γκρενόμπλ (Γρεβενά), όπως τις πείραζε ο ίδιος, τη Μαρία και την Ιωάννα, η οποία είναι και λίγο σαν μεγάλη μου αδερφή. Οταν μου έπεφτε ο ουρανός στο κεφάλι για τα διαδικαστικά του Πετράν την έπαιρνα τηλέφωνο και με ανακούφιζε αμέσως και μόνο η ύπαρξή της.
Τον Βασιλάκη, τον κολλητό του φίλο, που ήταν ακοίμητος φρουρός δίπλα του, στις μπουρδελότσαρκες και τα θέατρα, τους θανάτους, τις αφραγκίες και τις λύπες, ο ορισμός της φιλίας.
Τις δυο φίλες μου, την Αλεξάνδρα, αυτόκλητη ψυχίατρο μου που με έχει σώσει από πολλά χρήματα γιατί την παίρνω στη μέση της νύχτας και μου κάνει μια ανάλυση στο πόδι και μάλλον θα την ξαναχρειαστώ απόψε. Το Ελλάκι μου, που είμαστε μαζί από τα Κurs μέχρι σήμερα, σε γάμους, κηδείες και δημοψηφίσματα.
Το Μανούκι μου, που του χάρισε τα ωραιότερα 22 τελευταία χρόνια της ζωής του με μια απίστευτα ζωντανή σχέση, σε βαθμό που πήγαινε στο τέλος μόνη της και τον έβρισκε με την παλιοπαρέα και περνούσε τέλεια, όπως μου έλεγε. Την τελευταία φορά που τον είδαμε μαζί και του έκανε πλάκα παρόλο που δεν είχε και τρελά κέφια, προσπαθούσε να τον κάνει να της μιλήσει και δεν ήμασταν ακριβώς σίγουρες αν ακούει, αν λίγο τα έχει χάσει και του λέει παππού, θυμάσαι που είχες πάρει βραβείο χουλα χουπ στο Αμβούργο και της απαντάει κοφτά, Στο Ανόβερο. Και πεθάναμε στα γέλια.
Τέλος την Αιραλιν, το αγαπημένο μας κοριτσάκι που μεγάλωσε μαζί με τη Μανού, παρούσα στα βαφτίσια του Μανού Ντιέγκο, παρανυφάκι στο δεύτερο γάμο της Έλλης και τάρα εδώ, κλείνει κάπως ένας κύκλος κι ανοίγει ένας μεγαλύτερος πιο ωραίος για σας πιτσιρίκες μας.
Και το Τζινάκι, που παράτησε τα δικά της προβλήματα κι ήρθε εδώ για να είναι μαζί μας γιατί μεγάλωσε τη Μανου και σε αυτήν τη δύσκολη στιγμή θέλει πάλι να είναι μαζί της. Και μου έχει υποσχεθεί ότι όταν γεράσουμε θα πάμε μαζί στο ψαροχώρι του μπαμπά της στις Φιλιππίνες και θα ανάβουμε φωτιές στις παραλίες και θα είναι όλα μαγικά πριν εξαφανιστούμε.
Λοιπόν, αυτά είχα να πω και νομίζω δεν ήταν πολύ ψυχοπλακωτικά.
Τώρα όμως η λυπητερή πρόταση γιατί κι ο Πετράν από εκεί που ήταν μέσα στη σάχλα έριχνε ένα ντραμα για να μας φέρει όλους στα ίσα μας. Αυτό το πουκάμισο που φοράω είναι της μαμάς. Και της το είχε φέρει εκείνος από το Παρίσι. Είναι μια τελευταία ευκαιρία να αποχαιρετίσω μαζί και τους δυο μου γονείς».