Γιατί η συμφωνία για τα 12 μίλια στο Ιόνιο δεν έφτασε ως τα Κύθηρα; Με ποια αγκάθια είναι στρωμένος ο δρόμος των διαπραγματεύσεων Ελλάδας-Αλβανίας που ακολουθεί; Αλλά και προς ποια κατεύθυνση πρέπει να γίνει τώρα η κρίσιμη επέκταση αιγιαλίτιδας στην Κρήτη; Ο διεθνολόγος Κωνσταντίνος Φίλης εξηγεί στο iefimerida.gr ανοίγοντας έναν νέο κύκλο προβληματισμού και συζητήσεων.
Πίσω από την ανακοίνωση δια στόματος του ίδιου του Κυριάκου Μητσοτάκη της επέκτασης της αιγιαλίτιδας της Ελλάδας στα 12 μίλια στο Ιόνιο, κρύβεται ένα λαβύρινθος συσχετισμών, και αλληλεπιδράσεων που μπορούν να σαρώσουν την ανατολική Μεσόγειο σε αυτή την κρίσιμη στιγμή. Ο διεθνολόγος Κωνσταντίνος Φίλης, εκτελεστικός Διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων του Παντείου Πανεπιστημίου αποκαλύπτει στο iefimerida.gr τη στρατηγική και τα πιθανά σενάρια πίσω από αυτή την είδηση. Τονίζει ότι η Ελλάδα πρέπει να υψώσει διπλωματικό τείχος, να έχει αμυντική θωράκιση, να χτίσει συνεργασίες τύπου Γαλλίας με μεμονωμένα κράτη της Ευρώπης «διότι βλέπεις ότι η Ε.Ε δεν μας προσφέρει την κατοχύρωση που θα θέλαμε. Και ως προς το Ισραήλ και την Αίγυπτο πρέπει να εμβαθύνουμε τις σχέσεις μας ώστε να προλάβουμε πιθανή αποκατάσταση της σχέσης τους με την Τουρκία».
Θεωρεί ο κύριος Φίλης ότι ο Τραμπ με τα τηλεφωνήματά του σε Μητσοτάκη και Ερντογάν απλώς έκανε την ανάγκη φιλοτιμία, σημειώνει ότι πρέπει η Ελλάδα να έχει αποτρεπτική ισχύ που θα μπορεί να φέρει πλήγματα και αυτό να υπάρχει πάντα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεών μας με την Τουρκία ως υπόμνηση, αλλά υπογραμμίζει «η Ελλάδα πρέπει να έχει δικό της σχέδιο αποκλιμάκωσης, αλλά και οριοθέτησης ενός συγκεκριμένου πλαισίου διαλόγου, με συγκεκριμένα βήματα και στη βάση του διεθνούς δικαίου».
H συνέντευξη του Κωνσταντίνου Φίλη στο iefimerida.gr:
Η επέκταση στα 12 μίλια στο Ιόνιο είναι μια κίνηση στρατηγικής ή είχε κυρίως επικοινωνιακό πρόσημο, τύπου στέλνω ένα σαφές μήνυμα ότι δεν μένω σε ακινησία;
«Ηταν μια κίνηση ενδεδειγμένη εφόσον είχαμε τη συμφωνία οριοθέτησης ΑΟΖ με την Ιταλία (έχοντας οριοθετήσει την υφαλοκρηπίδα ήδη από το 1977). Αρα πλέον είχαμε την ευχέρεια να προχωρήσουμε σε επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης χωρίς να υπάρχει πρόβλημα στη διαπραγμάτευση με τους Ιταλούς που διήρκησε τα τελευταία σχεδόν πέντε χρόνια. Υπήρχε ένας σχετικός κίνδυνος ότι αν το είχαμε κάνει νωρίτερα μπορεί να είχαμε επιβαρύνει τις διαπραγματεύσεις με την Ιταλία. Από τη στιγμή που συμφωνήσαμε ότι μεταξύ 6 και 12 μιλίων μπορούν 67 ιταλικά αλιευτικά να ψαρεύουν -ως μέρος της συμφωνίας με την Ιταλία, αυτό μάλιστα ήταν το μεγαλύτερο αγκάθι στις έως τότε διαπραγματεύσεις- πλέον η επέκταση της αιγιαλίτιδας ήταν μια αυτονόητη πράξη. Μάλιστα, μέσα στη συμφωνία με την Ιταλία υπάρχει ειδική αναφορά ότι η Ελλάδα θα επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη της στο Ιόνιο στα 12 μίλια. Είναι ουσιαστικά η συνέχεια της συμφωνίας οριοθέτησης ΑΟΖ με την Ιταλία. Είναι σημαντικό ότι αυτή η επέκταση με κάποιον τρόπο μας προδιαθέτει -δεν λέω προκαταλαμβάνει- για τις διαπραγματεύσεις που θα κάνουμε την Αλβανία».
Και εδώ είναι το ενδιαφέρον σημείο. Προφανώς στην περίπτωση της Αλβανίας δεν θα έχουμε την άνεση που υπήρχε στις διαπραγματεύσεις με Αίγυπτο ή Ιταλία. Δεν θα λείψουν οι εντάσεις, υπάρχουν ήδη φορτίσεις και ζητήματα στις σχέσεις μας.
«Εδώ έχουμε τα εξής δεδομένα: Είχαμε μια άριστη για τα ελληνικά συμφέροντα συμφωνία οριοθέτησης με την Αλβανία το 2009 την οποία κακώς δεν κυρώσαμε στο ελληνικό κοινοβούλιο, την οποία λίγα χρόνια μετά το Συνταγματικό Δικαστήριο της Αλβανίας την ακύρωσε. Επίσης, μεταξύ αυτών που είχαν κινήσει τα νήματα για να ακυρωθεί η συμφωνία του 2009 και μάλιστα στράφηκαν δικαστικά σε βάρος όσων την είχαν υπογράψει, ήταν ο νυν πρωθυπουργός κύριος Ράμα. Επιπλέον, το Συνταγματικό Δικαστήριο της Αλβανίας ακύρωσε τη συμφωνία υιοθετώντας θέσεις που προσιδιάζουν με τις αντίστοιχες τουρκικές θέσεις για το Αιγαίο. Ένα άλλο χαρακτηριστικό είναι ότι έχουμε χάσει τα προηγούμενα χρόνια ευκαιρίες (όταν η Αλβανία πήρε ημερομηνία έναρξης διαπραγματεύσεων ένταξης στην ΕΕ, αλλά και παλαιότερα όταν έγινε κράτος μέλος του ΝΑΤΟ) προκειμένου να πιέσουμε τα Τίρανα για να έχουμε μια συμφωνία οριοθέτησης ΑΟΖ έτσι ώστε να ξεφύγουν από τη μέγγενη της Τουρκίας και την επιρροή της και να πάμε σε μια συμφωνία οριοθέτησης ΑΟΖ για να κλείσουμε και αυτή την εκκρεμότητα στο Ιόνιο. Οι Ιταλοί με τους Αλβανούς έχουν οριοθετήσει από το 1992 θαλάσσιες ζώνες, άρα μένει μόνο η συμφωνία Αλβανίας Ελλάδας – συνεπώς μπαίνει εδώ μια πίεση προς την πλευρά της Αλβανίας».
Το ζητούμενο είναι η αντίδραση της Τουρκίας σε αυτή τη διαπραγμάτευση Ελλάδας -Αλβανίας.
«Είναι δεδομένο ότι η Τουρκία θα ασκήσει όλη την επιρροή και την πίεση που έχει στα Τίρανα για να μην υπάρξει συμφωνία Ελλάδας-Αλβανίας, διότι αν συμφωνήσουμε μετά η Ελλάδα θα έχει τρεις συμφωνίες με γειτονικά κράτη (Αίγυπτο, Ιταλία, Αλβανία), θα έχει τη Λιβύη που περιμένει μια κανονική κυβέρνηση για να συμφωνήσει και μαζί της, με αποτέλεσμα να της έχει μείνει μόνο η Τουρκία. Ενώ πριν από τρεις μήνες αυτό που έβλεπε ο διεθνής παράγοντας ήταν ότι και η Ελλάδα είναι δύστροπη και δύσκολη διότι δεν είχε συμφωνία οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας πέραν από αυτή με την Ιταλία του 1977. Η επιρροή που θα ασκήσει η Τουρκία θα είναι μεγάλη, όμως εμείς έχουμε το πολύ ισχυρό ευρωπαϊκό χαρτί. Αυτή τη στιγμή για την Αλβανία και κυρίως για τους Αλβανούς αποτελεί προτεραιότητα η σχέση με την Ευρώπη και όχι η σχέση με την Τουρκία. Ο Ερντογάν έχει μια πολύ καλή προσωπική σχέση με τον Ράμα, όμως οι περισσότεροι Αλβανοί δεν είναι σκληροί μουσουλμάνοι όπως σε άλλα μέρη των Βαλκανίων και προτεραιότητα τους είναι η ευρωπαϊκή προοπτική τους. Εχουμε περιθώριο λοιπόν να πάμε σε συμφωνία με την Αλβανία βάζοντας πάνω στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων το ευρωπαϊκό χαρτί. Δεν θα είναι εύκολο, η Τουρκία θα κάνει τα αδύνατα δυνατά για να αποτρέψει μια τέτοια συμφωνία. Επίσης, οι Αλβανοί θέλουν να μην ξεκινήσει η διαπραγμάτευση με βάση τη συμφωνία του 2009 αλλά tabula rasa, από την αρχή».
Ένα μπρα ντε φερ Ελλάδας-Τουρκίας για το ποιος θα «κερδίσει» την Αλβανία.
«Θα έχουμε ένα μπρα ντε φερ Ελλάδας Τουρκίας με έπαθλο την Αλβανία, διότι μια συμφωνία οριοθέτησης με την Αλβανία μπορεί να αποτελέσει βάση επίλυσης και άλλων ζητημάτων. Εφόσον λύσουμε αυτό το ζήτημα, μπορούμε μέσα στο πακέτο -και αυτό θα είναι ένα δέλεαρ προς την Αλβανία – να βάλουμε και το ευρωπαϊκό χαρτί με τη στήριξη που μπορούν να έχουν από την Ελλάδα η οποία διαθέτει τη θεσμική εμπειρία προκειμένου να κάνουν τις μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται για να έρθουν κοντά στην Ε.Ε.-το ίδιο μπορούμε να κάνουμε και με τη Βόρεια Μακεδονία».
Αλλα ζητήματα που μπορούμε να δούμε στο πλαίσιο αυτού του πακέτου που λέτε;
«Η άρση του εμπολέμου, που ακόμα υπάρχει και επηρεάζει πάρα πολύ αρνητικά τη σχέση μας με την Αλβανία. Επίσης, ένα ζήτημα είναι η αρνητική εικόνα που αυτή τη στιγμή η Ελλάδα στην Αλβανία. Μια εικόνα αντιστρόφως ανάλογη αυτής που έχουν οι αλβανικής καταγωγής που ήρθαν στη δεκαετία του ’90 στην Ελλάδα και στη συντριπτική τους πλειονότητα εντάχθηκαν με απόλυτα ομαλό τρόπο. Διότι στην Αλβανία θεωρούν ότι η Ελλάδα τους κακομεταχειρίζεται, ότι τους εκμεταλλεύεται… Είναι τα στερεότυπα και τα συμπλέγματα που τους έχουν μείνει από τη δεκαετία του ’90 ενώ τα έχει ξεπεράσει η ίδια η ζωή».
Αυτά τα στερεότυπα όμως θα είναι πάνω στο τραπέζι όταν η ελληνική κυβέρνηση και ο κύριος Δένδιας ξεκινήσουν τις διαπραγματεύσεις με την Αλβανία. Θα χρειαστούν άρα ειδικοί ελιγμοί.
«Ακριβώς. Για αυτό επιμένω ότι είναι σημαντικό μαζί με το θέμα της οριοθέτησης να θέσουμε και άλλα ζητήματα – δεν μιλώ βεβαίως για τους Τσάμηδες, αυτό είναι ανύπαρκτο θέμα – ώστε να κατορθώσουμε μέσα από τη συμφωνία αυτή να τραβήξουμε πιο κοντά μας την Αλβανία, να την ρυμουλκήσουμε μακριά από την Τουρκία. Διότι η επιρροή της Τουρκίας ναι μεν είναι αξιοπρόσεκτη, όπως και οι διαπροσωπικές σχέσεις Ερντογάν με Ράμα, όμως δεν είναι για την Ελλάδα χαμένη υπόθεση η Αλβανία. Το ξαναλέω, οι διαπραγματεύσεις με την Αλβανία θα είναι ένας δρόμος στρωμένος με αγκάθια και όχι με ροδοπέταλα, μπορεί να είναι μακρές και δύσκολες οι διαπραγματεύσεις».
Ποια θέματα πρέπει να βάλει στην συζήτηση πέραν της οριοθέτησης η ελληνική κυβέρνηση κατά τη γνώμη σας;
«Την μεταχείριση της εθνικής ελληνικής μειονότητας από την αλβανική κυβέρνηση που επιδεινώνεται συνεχώς. Την άρση του εμπολέμου όπου εμείς λέμε ότι κατά κάποιον τρόπο την έχουμε κάνει ήδη, ενώ οι Αλβανοί λένε ότι δεν έχει γίνει. Το ευρωπαϊκό ζήτημα και πώς η εμβάθυνση και οι μεταρρυθμίσεις μπορούν να γίνουν με την Ελλάδα να παίρνει από το χεράκι την Αλβανία γιατί είναι η μόνη χώρα της περιοχής με μακρά παρουσία στην ΕΕ και βαθιά γνώση των θεσμών της».
Αμέσως μετά την ανακοίνωση του πρωθυπουργού στη Βουλή για τα 12 μίλια στον Ιόνιο, ετέθη ο προβληματισμός ότι η κρίσιμη περιοχή δεν είναι το Ιόνιο, αλλά το Αιγαίο. Καθώς και ότι η οριοθέτηση όπως έγινε ουσιαστικά στέλνει στην Τουρκία το λάθος μήνυμα, δηλαδή ότι δεν τολμούμε να μπούμε στα ζητήματα του Αιγαίου.
«Πρώτον, η κίνηση που έγινε χθες έχει μια διττή διάσταση, πέραν αυτών που είπαμε νωρίτερα. Το γεγονός ότι επελέγη το ακρωτήριο Ταίναρο ως σημείο απόληξης στο νότιο κομμάτι -και δεν πήγαμε ως τα Κύθηρα όπου η Τουρκία θεωρεί ότι είναι πλέον Αιγαίο- είναι ένα μήνυμα προς την Τουρκία ότι στην παρούσα φάση δίνουμε χρόνο στη διπλωματία και δεν κάνουμε κάποια ενέργεια που θα μπορούσε η Τουρκία καταχρηστικά να θεωρήσει ότι αποτελεί πρόκληση από πλευράς Ελλάδας. Είναι ένα μήνυμα προς την Τουρκία αλλά και προς τους εταίρους μας το γεγονός ότι για την ώρα μείναμε στο Ταίναρο και δεν πήγαμε ως τα Κύθηρα-Αντικύθηρα. Από την άλλη ο κύριος Δένδιας είπε χθες κάτι που είναι ακόμα θολό. Είπε ότι θα γίνει στη συνέχεια επέκταση αιγιαλίτιδας ζώνης νοτίως της Κρήτης, στο κομμάτι που περιλαμβάνει η ελληνοαιγυπτιακή συμφωνία. Αυτό σημαίνει ή ότι η Ελλάδα θα κάνει επέκταση μόνο στο 20% των ακτών της Κρήτης που βρίσκονται στα νότια και νοτιοανατολικά και περιλαμβάνονται στην ελληνοαιγυπτιακή συμφωνία, ή ότι θα κάνει επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης στο σύνολο της νότιας Κρήτης. Εδώ υπάρχει ένα άλλο ερώτημα: αν εμείς κάνουμε επέκταση με βάση τη συμφωνία με την Αίγυπτο -πράγμα που είναι και το ορθό- τι θα κάνουμε στο κομμάτι που βρίσκεται μέσα στη συμφωνία και είναι στα ανατολικά και νοτιοανατολικά Ρόδου, Καρπάθου, Κάσου; Θα κάνει εκεί η Ελλάδα επέκταση αιγιαλίτιδας ζώνης στα 12 μίλια ή θα το αφήσει μόνο στο νοτιανατολικό κομμάτι της Κρήτης; Αν κάνεις τμηματική επέκταση αιγιαλίτιδας με βάση το σύμφωνο με την Αίγυπτο θα κατηγορηθείς ότι πάλι φοβάσαι την Τουρκία».
Και αν δεν κάνεις τμηματική επέκταση;
«Μπορεί να προκαλέσεις ακόμα μεγαλύτερη ένταση με την Τουρκία. Εδώ λοιπόν ως επιστήμονας βάζω ένα ερωτηματικό».
Σαφές το δίλλημα. Ποια εισήγηση κάνετε;
«Το έχω πει και στην κυβέρνηση: κάθε πράγμα πρέπει να γίνεται στον καιρό του. Για αυτό είχα διαφωνήσει και με τον κύριο Βενιζέλο πριν από ενάμιση χρόνο σε σχέση με το Ιόνιο και το Αιγαίο, για ένα συγκεκριμένο λόγο: στη λογική ή θα κάνουμε ολική επέκταση αιγιαλίτιδας ζώνης ή δεν θα κάνουμε τίποτα, καταλήγαμε σε μια κατάσταση ακινησίας που δεν βοήθησε την ελληνική εξωτερική πολιτική. Τους τελευταίους τρεις μήνες κάναμε μια συμφωνία με την Ιταλία για την οριοθέτηση της ΑΟΖ σε συνέχεια επικύρωσης της συμφωνίας για την υφαλοκρηπίδα το 1977, έχουμε κάνει μια συμφωνία ΑΟΖ με την Αίγυπτο η οποία διεμβολίζει το τουρκολιβυκό σύμφωνο και ακυρώνει σε εκείνο το κομμάτι της Μεσογείου τη «γαλάζια πατρίδα», πάμε να κάνουμε επέκταση αιγιαλίτιδας ζώνης στο Ιόνιο και δημιουργείται ένα πρόκριμα στις διαπραγματεύσεις με την Αλβανία ξμε την οποία προσπαθούμε να βρούμε μια λύση για την οριοθέτηση. Ταυτόχρονα, διερευνούμε την επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης νοτίως της Κρήτης. Εγώ θα έκανα επέκταση όχι νοτίως αλλά περιμετρικά της Κρήτης, δηλαδή και βόρεια. Βέβαια θα είχαμε ζήτημα με την Τουρκία, αλλά δεν μπορεί η Ελλάδα να καθίσει στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης με την Αγκυρα να μας αποστερεί το δικαίωμα να κάνουμε άσκηση κυριαρχικών δικαιωμάτων μέσω των απειλών και των εκβιασμών της. Γιατί η επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης είναι άσκηση δικαιώματος το οποίο η Τουρκία με το περίφημο casus belli από το 1995 μάς έχει επιβάλλει να μην κάνουμε χρήση του. Και δεν μιλώ για το ανατολικό Αιγαίο, μιλώ για την Κρήτη. Δεν μπορεί η Ελλάδα να μένει με σταυρωμένα τα χέρια όταν έρχεται το τουρκολιβυκό σύμφωνο και μπαίνει ουσιαστικά μέσα στη δυνητική αιγιαλίτιδα ζώνη της Κρήτης. Εμείς αυτή τη στιγμή έχουμε 6 ναυτικά μίλια αιγιαλίτιδα νοτίως της Κρήτης και θέλουμε να πάμε στα 12. Το τουρκολιβυκό σύμφωνο σε κάποια σημεία του μπαίνει μέσα στα δυνητικά χωρικά ύδατα από τα 6 ως τα 12 μίλια! Επίσης, για να μην ωραιοποιείται η κατάσταση από ορισμένους, θα έλεγα ότι για πάμε σε συμφωνία ή ακόμα και να συμφωνήσουμε ότι διαφωνούμε με την Τουρκία για τα θέματα υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ, τότε προφανώς πρέπει να περιλαμβάνεται σε αυτή τη συζήτηση η επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης μας στο ανατολικό Αιγαίο».
Περιγράφετε μια κρίσιμη, δύσκολη διπλωματική διαδρομή με τη στάση της Τουρκίας δεδομένη και με διεκδικήσεις σαφείς από την πλευρά μας. Μήπως όμως πέρα από τον διπλωματικό μαραθώνιο θα πρέπει να ωριμάσει και η στρατιωτική ετοιμότητα της Ελλάδας;
«Η Ελλάδα πρέπει να έχει την δυνατόν υψηλότερη αποτρεπτική ισχύ γιατί έχει δίπλα της έναν γείτονα που καταλαβαίνει καλύτερα αυτή τη γλώσσα απ’ ότι τη γλώσσα της διπλωματίας. Επίσης η υψηλή μας αποτρεπτική ισχύ μάς δίνει διαπραγματευτικό ατού που πρέπει να το έχουμε στο τραπέζι. Να ξέρει και η άλλη πλευρά ότι αν χρειαστεί σε αυτή την αποτρεπτική ισχύ υπάρχει και μια παράμετρος πληγμάτων που αν χρειαστεί να πονέσουν και θα ζημιώσουν τον αντίπαλο».
Οι τηλεφωνικές παρεμβάσεις Τραμπ σε Μητσοτάκη και Ερντογάν χθες, εν τέλει τι εξυπηρετούν; Πόση βαρύτητα έχουν;
«Η εκτίμησή μου είναι ότι έκανε την ανάγκη φιλοτιμία ο Τραμπ. Διότι εν μέσω συνεδρίου Ρεπουμπλικάνων και ενώ οδεύουμε στις εκλογές φαίνεται ότι πιέστηκε είτε από τα ισραηλινά και ελληνοαμερικανικά λόμπι, είτε από τα υπουργεία εξωτερικών και αμύνης να κάνει μια παρέμβαση για να περισώσει ότι μπορεί από το image των ΗΠΑ. Δεν μπορεί αυτή τη στιγμή δυο νατοϊκοί εταίροι να βρίσκονται στα πρόθυρα στρατιωτικής σύρραξης και η μόνη χώρα που δρα μεσολαβητικά, χωρίς μάλιστα να έχει σχετική εμπειρία και χωρίς παρουσία στην ανατολική Μεσόγειο, να είναι η Γερμανία. Είναι εκκωφαντική η απουσία των Αμερικανών, οπότε η αίσθηση η δική μου είναι ότι υπό πίεση ο Τραμπ βγήκε και έκανε ένα τηλεφώνημα. Αν πιάσει -γιατί είναι πιθανό να πάμε σε αποκλιμάκωση- μπορεί να πιστωθεί και μέρος αυτής».
Επαιξε δηλαδή για λίγα λεπτά τον ρόλο του πλανητάρχη. Σε μια εποχή που η ισχύς των ΗΠΑ υποχωρεί και όχι μόνο στην περιοχή μας.
«Δεν είναι στρατηγιστής ο Τραμπ για να σκέφτεται τις κινήσεις στην σκακιέρα. Και βέβαια οι συνεργάτες του φοβούνται τι θα συμβεί αν του σκάσει προεκλογικά μια ελληνοτουρκική σύρραξη. Εντωμεταξύ, η Τουρκία προσπαθεί να εκμεταλλευθεί το κενό που αφήνουν οι ΗΠΑ, με την Γερμανία και τη Γαλλία να μην είναι για την ώρα ικανές να μπουν στα παπούτσια των Αμερικανών. Υπάρχει επίσης ένα κενό στον αραβικό κόσμο που προσπαθεί να καλύψει η Τουρκία αν και δεν είναι αραβική χώρα, με το επιχείρημα ότι είναι η προστάτιδα των σουνιτών μουσουλμάνων. Αρα η μεταβατική φάση του διεθνούς συστήματος δημιουργεί κενά εξουσίας και ευκαιρίες για περιφερειακές δυνάμεις τύπου Τουρκίας. Το δεύτερο χαρακτηριστικό είναι ότι η ανατολική Μεσόγειος αυτή τη στιγμή έχει σωρεία προκλήσεων ασφαλείας».
Ποιες είναι αυτές;
«Πρώτον, τζιχαντιστική τρομοκρατία. Δεύτερον, κράτη δυσλειτουργικά, όπως η Λιβύη και η Συρία. Τρίτον, προσφυγομεταναστευτικά ζητήματα. Τέταρτον, είναι σημαντικός ο αντίκτυπος της οικονομικής κρίσης στην περιοχή και κυρίως στην Αίγυπτο, το μεγαλύτερο αραβικό κράτος. Επίσης, η ανατολική Μεσόγειος είναι πολύ σημαντική για την Κίνα για την αναβίωση του δρόμου του μεταξιού, ενώ έχουμε και την επανάκαμψη της Ρωσίας στην περιοχή μέσω της Συρίας και της Λιβύης. Για αυτούς τους λόγους η ανατολική Μεσόγειος θα βρεθεί στο επίκεντρο των διεργασιών σε ευρύτερο επίπεδο πέραν του τοπικού. Η Ελλάδα ως προς αυτό θα πρέπει να συνδυάσει τη διπλωματία και τη θωράκισή της μέσα από συμμαχίες και συμπράξεις. Δηλαδή, με τη Γαλλία μπορεί να κάνει συμμαχία, ενώ με Ισραήλ και Αίγυπτο έχουμε κατάσταση συμπράξεων, διότι συμμαχική σχέση σημαίνει ότι υπάρχουν και αμυντικά χαρακτηριστικά. Αυτό που πρέπει να διασφαλίσουμε είναι ότι επειδή Τουρκία κάποια στιγμή -είτε επί Ερντογάν, είτε επί κάποιου άλλου- θα κάνει την αναδίπλωση και θα προσπαθήσει να βρει κοινό παρονομαστή με Αίγυπτο και Ισραήλ (ήδη επιχειρείται αυτό στο παρασκήνιο), ενδεχόμενη βελτίωση αυτών των σχέσεων δεν θα βλάψει την Ελλάδα. Σημαντικό στοιχείο είναι και το ενεργειακό: ο χρόνος δεν λειτουργεί υπέρ όσων θέλουν να δουν την περιοχή να εξελίσσεται σε ενεργειακό κέντρο που θα κατευθύνει τους υδρογονάνθρακες στην ευρωπαϊκή αγορά, γιατί το 2050 πάμε σε μια πράσινη οικονομία με ανανεώσιμες πηγές και δεν έχει νόημα τώρα να συζητάμε για κάτι που αν καθυστερήσει πέντε χρόνια ακόμα, μετά δεν υπάρχει καν ενδιαφέρον από πλευράς εταιρειών. Το ενεργειακό είναι σημαντικό στοιχείο στο οποίο η Ελλάδα μπορεί να επενδύσει ως χώρα προβλέψιμη και αξιόπιστη, ως κράτος διακομιστής και ενδεχομένως στο μέλλον και ως παραγωγός. Ενώ η Τουρκία δεν είναι αξιόπιστη ούτε προβλέψιμη».