Ένα εύλογο ερώτημα που προκύπτει καθώς η κυβέρνηση της ΝΔ δοκιμάζεται σκληρά σε αρκετά μέτωπα στους πρώτους οκτώ μήνες της δεύτερης θητείας της είναι «τι γίνεται με την Κεντροαριστερά;». Το λογικό και αναμενόμενο θα ήταν να ενισχύεται από τη φθορά της κυβέρνησης. Κι όμως, σε όλα τα γκάλοπ φαίνεται ότι οι απώλειες που καταγράφει η ΝΔ δεν πάνε στα κόμματα της εξ αριστερών αντιπολίτευσης. Λίγες πάνε προς τα δεξιά και οι περισσότερες προς την γκρίζα ζώνη των λεγόμενων «αναποφάσιστων».
Τι φταίει λοιπόν και ο εναλλακτικός πόλος εξουσίας, που κυβέρνησε επί πολλά χρόνια τη χώρα, δεν «τραβάει» σήμερα;
Οι λόγοι είναι πολλοί και προφανώς δεν προέκυψαν από τη μια μέρα στην άλλη. Όσο πιο γρήγορα όμως και πιο ουσιαστικά τους συνειδητοποιήσει η Κεντροαριστερά στο σύνολό της, τόσο μεγαλύτερες πιθανότητες έχει να ξαναγίνει μεγάλη και ενιαία παράταξη εξουσίας.
Ας ξεκινήσουμε από την ιδεολογική κρίση του χώρου. Αυτή δεν οφείλεται στη διάψευση των ιδεών της Κεντροαριστεράς, αλλά στο γεγονός ότι τις εφαρμόζει πλέον σε μεγάλο βαθμό η κυβερνώσα Κεντροδεξιά. Η ΝΔ του Μητσοτάκη δεν είναι η «νεοφιλελεύθερη» κυβέρνηση για την οποία μιλούσαν οι πολιτικοί της αντίπαλοι, αλλά μια κυβέρνηση που συνδυάζει φιλελεύθερα με κοινωνικά στοιχεία. Βοήθησε σίγουρα σε αυτό η πανδημία, που ανέδειξε την ανάγκη της κρατικής παρέμβασης σε συνθήκες κρίσης, ενώ το ίδιο συμβαίνει και λόγω φυσικών καταστροφών, κλιματικής αλλαγής και μετανάστευσης. Όλα αυτά τα θέματα υπογραμμίζουν τη σημασία της κρατικής παρέμβασης και εξασθενούν την αυστηρά φιλελεύθερη προσέγγιση - γεγονός που έχει συμβάλει αναπόφευκτα στην ιδεολογική μετακίνηση της ΝΔ στον χώρο του κοινωνικού Κέντρου.
Αποτέλεσμα; Οι ιδεολογικές διαφορές ανάμεσα στην Κεντροδεξιά και στην Κεντροαριστερά, που είχαν ήδη αμβλυνθεί από τις προηγούμενες δεκαετίες, τώρα μοιάζουν σχεδόν ανύπαρκτες σε θέματα εφαρμοσμένης πολιτικής. Ακόμη και σε θέματα που αφορούν ανθρώπινα δικαιώματα οι δύο παρατάξεις δεν παρουσιάζουν πλέον μεγάλες διαφορές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το νομοσχέδιο για την ισότητα στον γάμο. Το φέρνει η ΝΔ του Μητσοτάκη και διαφωνεί περίπου ένας στους τέσσερις βουλευτές της. Περίπου ένας στους τέσσερις διαφωνεί και στο ΠΑΣΟΚ.
Ανάλογη είναι η εικόνα και στην εκλογική βάση αυτών των δύο κομμάτων, καθώς ένας στους δύο ψηφοφόρους τους διαφωνεί με το νομοσχέδιο. Η κατάρρευση των ιδεολογικών διαχωριστικών γραμμών ευνοεί την εύκολη μετακίνηση ψηφοφόρων από τη μια παράταξη στην άλλη και στην παρούσα φάση, ευνοεί τη ΝΔ. Σε επόμενη φάση, όμως, θα μπορούσε να ευνοήσει την Κεντροαριστερά, υπό την προϋπόθεση ότι θα μπορέσει να σταθεί στα πόδια της.
Μπορεί, όμως, να συμβεί αυτό στο ορατό μέλλον σε μια παράταξη πολυδιασπασμένη, στην οποία μάλιστα όλοι όσοι έχουν αρχηγικές θέσεις ή αρχηγικές φιλοδοξίες έχουν ταυτόχρονα και προσωπική ατζέντα; Υπάρχει αυτή την ώρα κόμμα, εν ενεργεία αρχηγός κεντροαριστερού κόμματος ή πρόσωπο που φιλοδοξεί να ηγηθεί, το οποίο να πιστεύει στην κοινή πορεία των δυνάμεων αυτού του χώρου; Η απάντηση είναι, προφανώς, αρνητική, για λόγους υποκειμενικούς αλλά και αντικειμενικούς.
Οι υποκειμενικοί λόγοι σχετίζονται με τις προσωπικές φιλοδοξίες. Ο αρχηγισμός έχει γίνει βασικό χαρακτηριστικό του ευρύτερου χώρου εδώ και πολλά χρόνια. Μπορεί να λιγοστεύουν οι ψηφοφόροι αλλά πληθαίνουν οι επίδοξοι αρχηγοί. Αυτό δεν συνέβη ξαφνικά σήμερα, συμβαίνει εδώ και πολλά χρόνια. Ομάδες που σχηματίζονται και διαλύονται, τάσεις, συλλογικότητες, αρχηγοί που δεν έγιναν ποτέ κι άλλοι που έγιναν και δεν μπόρεσαν να αλλάξουν τίποτα. «58», «53», «11» και ποιος ξέρει πόσοι ακόμη - τη μια για να επανιδρύσουν τον χώρο, την άλλη για να τον κρατήσουν καθαρό, εσχάτως για να σταθούν επί ίσοις όροις απέναντι στον Μητσοτάκη! Το υποκειμενικό ζήτημα δεν χρειάζεται μεγάλη ανάλυση, κάνει… μπαμ από μακριά. «Γιατί αυτός κι όχι εγώ;» Το ωραιότερο δε είναι ότι πρώτα εκλέγεται ο αρχηγός από τη βάση, και μετά, πριν προλάβει να πει «καλημέρα», αρχίζει η αμφισβήτηση!
Υπάρχουν όμως και αντικειμενικοί λόγοι για τους οποίους η ενιαία έκφραση της Κεντροαριστεράς μοιάζει σήμερα όνειρο απατηλό. Τα κόμματα που την απαρτίζουν όχι απλώς δεν είναι σε θέση να συνεργαστούν μεταξύ τους, αλλά αδυνατούν να αποφασίσουν το καθένα τον καθαρό δικό του προσανατολισμό. Ενίοτε, ακόμη και η ΝΔ του 41%, που περιλαμβάνει από ακραιφνείς δεξιούς μέχρι κεντροαριστερούς, δείχνει πιο ομοιογενής από τα κόμματα της Κεντροαριστεράς.
Το ΠΑΣΟΚ δεν ξεκαθάρισε ποτέ πού ακριβώς θέλει να πάει: εκεί που βρισκόταν επί Σημίτη και εκεί που βρέθηκε συγκυβερνώντας με τη ΝΔ ή στην παλιά αριστερή του ταυτότητα των αρχών της δεκαετίας του '80; Όσο περνά ο καιρός, τόσο περισσότερο θολώνει η εικόνα. Ο ΣΥΡΙΖΑ, από την πλευρά του, δείχνει απόλυτα μπερδεμένος. Θα πάει στον δρόμο που δείχνει ο νέος αρχηγός του Στέφανος Κασσελάκης, στηρίζοντας εξοπλισμούς, κάμερες στα γήπεδα, νόμο και τάξη, ή θα συνεχίσει στον δρόμο που έμαθε να βαδίζει τόσα χρόνια;
Είναι και η Νέα Αριστερά που τα μπερδεύει τα πράγματα ακόμη περισσότερο. Με αρχηγό τον μετριοπαθή Χαρίτση και στελέχη τύπου Τσακαλώτου, Τζανακόπουλου, Φίλη, Σκουρλέτη, που υποτίθεται ότι έφυγαν από τον ΣΥΡΙΖΑ για να μη χάσουν την αριστερή τους ταυτότητα. Και, μέσα σε όλα αυτά, έρχεται και το τρίο Τεμπονέρα, Χριστοδουλάκη, Αχτσιόγλου να προβληματιστεί «απέναντι στον Μητσοτάκη ποιος;» - Τι να εννοούν άραγε; Κανένας από τους αρχηγούς των κομμάτων που εκπροσωπούν, αλλά κάποιους από τους τρεις τους; Κάποιος άλλος, που δεν τον ξέρουμε και θα τον μάθουμε προσεχώς;
Είναι προφανές ότι η Κεντροαριστερά χρειάζεται κάτι περισσότερο από εκδηλώσεις και ηγετικές φιλοδοξίες. Μέχρι να το βρει, θα χρειαστεί τουλάχιστον… υπομονή και ψυχραιμία.